Σύμφωνα με τον νόμο του Μέρφι, «οτιδήποτε μπορεί να πάει στραβά, θα πάει στραβά». Το συγκεκριμένο αξίωμα φαίνεται να καταδιώκει τις τελευταίες εβδομάδες τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του.
Οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου αποκάλυψαν δυσλειτουργίες, ελλείμματα και πρόνοιες αναντίστοιχες των απειλών που συνήθως συνοδεύουν τα θερμά μεσογειακά καλοκαίρια. Χωρίς αμφιβολία άφησαν τραύμα βαθύ πίσω τους, θάμπωσαν την εικόνα της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης και άσκησαν αφόρητη πολιτική πίεση στον κ. Μητσοτάκη.
Υπό το βάρος αυτής προέβη στην κίνηση του ανασχηματισμού, με προφανή σκοπό να αποδώσει ευθύνες και δι’ αυτών να αμβλύνει τις δυσμενείς εντυπώσεις που επικράτησαν στην κοινή γνώμη.
Ολα ωστόσο είναι φανερό ότι εξελίχθηκαν γρήγορα, σε συνθήκες έντασης και πανικού για τη δεδομένη φθορά και τις πολιτικές συνέπειες των καταστροφικών γεγονότων, χωρίς καθαρό μυαλό και με την αξιολόγηση των προσώπων εν πολλοίς υπονομευμένη από προηγούμενες εντυπώσεις ή από άλλες επιδιώξεις που μπορεί να έκρυβαν οι εισηγητές και οι υποβολείς των αλλαγών.
Δεν εξηγείται άλλωστε λογικά η αλυσίδα των αλλαγών στην κυβέρνηση, ούτε βεβαίως η επιλογή του κ. Αποστολάκη να ηγηθεί του νέου υπουργείου Πολιτικής Προστασίας.
Οσο αγαθές κι αν ήταν οι προθέσεις, όφειλαν οι εισηγητές και οι εμπνευστές της ιδέας τοποθέτησης ενός προσώπου της άλλης πλευράς να έχουν διασφαλίσει πλήρως την αποδοχή της και μετά να προχωρήσουν στις επίσημες ανακοινώσεις.
Για να μη μιλήσουμε για την «έμπνευση» αυτή καθαυτή και τα προβλήματα που τη συνόδευαν. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη επιλογή και η διαχείρισή της οδήγησαν σε πρωτοφανές φιάσκο, εξέθεσαν έτι περαιτέρω τον Πρωθυπουργό και κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση.
Αλλά δεν ήταν το μόνο ολίσθημα. Οι αντικαταστάσεις και οι μετακινήσεις κυβερνητικών στελεχών επίσης φάνταζαν αναιτιολόγητες, δεν υποστηρίζονταν από τα πεπραγμένα.
Ο κ. Χρυσοχοΐδης φορτώθηκε, χωρίς να έχει την αρμοδιότητα, όλες τις ευθύνες των πυρκαγιών και πετάχθηκε κυριολεκτικά στον κάλαθο των αχρήστων ως άλλη στυμμένη λεμονόκουπα επειδή, κατά τα φαινόμενα, επικράτησε η εδώ και καιρό διακινούμενη αρνητική γνώμη και άποψη του πρωθυπουργικού συμβούλου και πολυπράγμονος ανιψιού – όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, από τα εξοπλιστικά μέχρι τις υγειονομικές προμήθειες, από κάτω θα τον βρεις – για αυτόν, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο ήθελε εξαρχής να τον ξεφορτωθεί. Ούτε το άνοιγμα στο Κέντρο που εκπροσωπούσε εκτιμήθηκε, ούτε οι ευρύτεροι συμβολισμοί που εξέπεμπε, ούτε τίποτε άλλο.
Αλλά και η επιλογή του αντικαταστάτη του παράταιρη και ξένη προς τις ανάγκες της περιόδου μοιάζει, καθώς απαιτεί γνώση για το αντικείμενο που δεν υπάρχει, αίσθηση των διεθνών υποχρεώσεων και επαφών που δεν υφίσταται και βεβαίως πνεύμα ηγετικό, που επίσης απουσιάζει, για την εξασφάλιση της συνέχειας και της πειθαρχίας στη συγκεκριμένη ευαίσθητη ζώνη της εσωτερικής ασφάλειας.
Επίσης προβληματική φαντάζει η αντικατάσταση της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας εν μέσω πανδημίας, η μόνη που κατεγράφη στην Ευρώπη. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η κυβέρνηση υπερηφανευόταν για τις επιδόσεις της το προηγούμενο διάστημα.
Αλλά και η αντικατάσταση του κ. Θεοχάρη από τον κ. Κικίλια στο υπουργείο Τουρισμού αστήρικτη δείχνει. Με τις εφετινές επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον κ. Θεοχάρη ότι απέτυχε. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν άπαντες γνωρίζουν ότι ο κ. Θεοχάρης είχε οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με διεθνείς επενδυτές που είναι έτοιμοι να τοποθετηθούν στην εγχώρια τουριστική αγορά. Αλήθεια, ποια εντύπωση θα αποκομίσουν όλοι αυτοί; Αντί απόδοσης ευσήμων, λοιπόν, ο κ. Θεοχάρης απεπέμφθη, με το απολύτως υποτιμητικό επιχείρημα ότι «καλός ήταν, δεν έχουμε παράπονα, αλλά δεν γινόταν να μείνει εκτός του κυβερνητικού σχήματος ο αντικατασταθείς υπουργός Υγείας».
Θα μπορούσε να αναφέρει κανείς και άλλα παραδείγματα, όπως και να σημειώσει ότι παρέμειναν στις θέσεις τους πρόσωπα που δεν έχουν μετακινήσει ούτε λιθαράκι στη θητεία τους.
Τώρα η κυβέρνηση μεταδίδει ότι αφήνει πίσω της το φιάσκο του ανασχηματισμού και προτίθεται να μεταφέρει όλο το βάρος της στην Οικονομία, όπου θεωρεί ότι διαθέτει πλεονέκτημα και υπολογίζει να επιτύχει απρόσμενα αποτελέσματα. Εκτός και αν συνεχίσει να καταδιώκεται από το πνεύμα του νόμου του Μέρφι…
ΤΟ ΒΗΜΑ