«Οι ανάγκες της πόλης καταστρέφουν αδιάκοπα κάποια κατάλοιπα προηγούμενων εποχών. Δεν θα μπορούσαν άραγε να αναζητήσουν μιαν άλλη τοποθεσία για πρωτεύουσα; […] Δεν θα μπορούσαν, άραγε, να αφήσουν την Αθήνα έρημη, σιωπηλή, ανέγγιχτη, όπως είναι η Πομπηία;». Σε πείσμα όλων των αρχαιολατρών, όπως ο γάλλος αρχαιολόγος Σαρλ Ερνέστ Μπελέ, που το 1855 σημείωνε με θλίψη ότι «η Πομπηία έχει παραμείνει το ένα ιερό του αρχαίου βίου, ενώ η Αθήνα έχει ήδη γίνει μία συνηθισμένη πόλη», η Αθήνα δεν εξελίχθηκε σε μια μουσειακή πόλη, παγωμένη στον χρόνο για να διασώσει τη μνήμη του κλέους της αρχαίας πόλης. Απέκτησε στα νεότερα χρόνια δική της ζωή ως νέα πόλη. Σταθμούς αυτής της εξέλιξης παρακολουθήσαμε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες στο αφιέρωμα του «Βήματος» «Αθήνα, η σύγχρονη γόησσα» με οδηγούς πρόσφατες μελέτες και λευκώματα, που εστιάζουν τα περισσότερα – και όχι άνευ λόγου – στον 19ο αιώνα, ο οποίος διαμόρφωσε όχι μόνο τον χάρτη και το αρχιτεκτονικό πρόσωπο της νέας Αθήνας αλλά και την κοινωνία της νέας Ελλάδας.

Αυτή η διαδρομή στον χώρο και στον χρόνο ολοκληρώνεται σήμερα με το βιβλίο της Νάντιας Γεωργακοπούλου Επιστροφή στη νέα Αθήνα (Αλεξάνδρεια, 2021). Με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στην Αθήνα και καριέρα στο μάρκετινγκ και αργότερα στον τραπεζικό τομέα, η συγγραφέας οργανώνει το υλικό της ως έναν ιδιοσυγκρασιακό περίπατο στην πόλη, και, με αφορμή εμβληματικά κτίρια, δρόμους και πλατείες, παρουσιάζει την ιστορία των αρχιτεκτονημάτων και της περιόδου που δημιουργήθηκαν αλλά και την προσωπική ιστορία των ενοίκων τους (γαλαζοαίματοι, ευεργέτες, πολιτικοί, αρχιτέκτονες κ.ά.), τιμώντας όλους αυτούς που «έχουν πια καταλήξει αδιάφορα ονόματα δρόμων». Παράλληλα, ανοίγει τον φακό της για να συμπεριλάβει την κοινωνική ή την επαγγελματική τάξη στην οποία αυτοί ανήκαν αλλά και τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Μπέλιος, Σλήμαν και Συγγρός

Γύρω από το αρχαιολογικό δέλεαρ ιδρύεται το 1837 η εν Aθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία, με την πρωτοβουλία του πλούσιου εμπόρου Kωνσταντίνου Mπέλιου, η οποία αναλαμβάνει τη μεγάλη ανασκαφή στην Ακρόπολη και την αναστήλωση του Παρθενώνα και σημαντικές ανασκαφές σε όλη την Ελλάδα, προτού κάνουν την εμφάνισή τους οι λεγόμενες «ξένες αρχαιολογικές σχολές». Λίγο μακρύτερα από το μέγαρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην οδό Πανεπιστημίου, ο περίπατος σταματά στο «Ιλίου Μέλαθρον» (νυν Νομισματικό Μουσείο), το μέγαρο του Ερρίκου Σλήμαν, ανασκαφέα της Τροίας και των Μυκηνών. Ο θαυμασμός για την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση του κτιρίου δίνει τη θέση του στην αφήγηση, στην παρουσίαση της προσωπικότητας του Σλήμαν αλλά και του γάμου του με την πολύ νεότερή του Σοφία.

Ο Μπέλιος, όπως ο Γεώργιος Σίνας – που χρηματοδότησε, μεταξύ άλλων, την ανέγερση του Οφθαλμιατρείου και του Αστεροσκοπείου Αθηνών – και ο γιος του Συμεών (που με δωρεά του ανεγέρθηκε το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών), τα ξαδέλφια Ευαγγέλης και Κωνσταντίνος Ζάππας, που άφησαν στην πόλη παρακαταθήκη το Ζάππειο Μέγαρο, το αναστυλωμένο Παναθηναϊκό Στάδιο και την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, και ο φιλόδοξος τραπεζίτης, ευεργέτης, πολιτευτής και υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη Ανδρέας Συγγρός, ανήκαν σε μια τάξη ευεργετών, μεγαλοαστών Ελλήνων της Διασποράς, της οποίας το προφίλ περιέγραψε γλαφυρά ο Γάλλος Ζοζέφ Ρεϊνά, απεσταλμένος στη Γαλλική Σχολή της Αθήνας: «Στην Κωνσταντινούπολη, τη Σαλονίκη, τη Σμύρνη, την Τεργέστη, ακόμη και στη Μασσαλία, ήταν οι πρώτοι. Περιόδευαν τη φλόγα τους σε ολόκληρο τον κόσμο, και δίπλα σε κάθε εμπορικό σταθμό ανήγειραν και ένα σχολείο. Ξεκινούσαν με το τίποτα, με ένα φορτίο σταφίδες ή ελιές και πέθαναν εκατομμυριούχοι, κληροδοτώντας την περιουσία τους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα». Είναι αυτοί που μαζί με τους επαγγελματίες και τους επιστήμονες συγκροτούν την αστική τάξη της νέας Αθήνας.

Διεθνείς εκθέσεις, διασκεδάσεις και περίπατος

«Ο 19ος αιώνας ήταν για τους Ελληνες πολύ πιο «παγκοσμιοποιημένος» από ό,τι νομίζουμε και οι μεγαλοαστοί της αφήγησης βρίσκονται σταθερά με το ένα πόδι στην Ελλάδα και με το άλλο στην Ευρώπη» θα υπογραμμίσει η συγγραφέας, και η Αθήνα στην οποία ζούσαν δεν ήταν καθόλου αμέτοχη των διεθνών τάσεων. Η Γεωργακοπούλου θα παρουσιάσει τις συνήθειες μιας νέας αστικής τάξης αλλά και τις διεξόδους μαζικής ψυχαγωγίας σε συνάρτηση με τη μόδα των διεθνών εκθέσεων που σαρώνει τον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η περίοδος των διεθνών εκθέσεων εγκαινιάζεται με τη «Μεγάλη Εκθεση των Βιομηχανικών Εργων όλων των Εθνών» στο νεόδμητο Crystal Palace στο Λονδίνο το 1851, μια πρωτοβουλία του πρίγκιπα Αλβέρτου, συζύγου της βασίλισσας Βικτωρίας, με σκοπό να διαφημίσει τα βρετανικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Το 1855 κάνουν και οι Γάλλοι τη δική τους διεθνή έκθεση και το 1889 πια, όταν γιορτάζεται στο Παρίσι η επέτειος των εκατό χρόνων της Γαλλικής Επανάστασης, η Παγκόσμια Εκθεση θα διαρκέσει 261 μέρες και θα αφήσει παρακαταθήκη στην πόλη τον Πύργο του Αϊφελ. Είναι ένας αιώνας δυναμισμού και καινοτομίας, ο αιώνας της τεράστιας κλίμακας και της μαζικής διασκέδασης. Στην Αθήνα θα εισαχθούν νέοι τρόποι μαζικής διασκέδασης – κυρίως για τους ενήλικες άνδρες -, το café chantant, το music hall, το καμπαρέ, στις παρυφές της πόλης αρχικά, ενώ για την οικογένεια βασική αναψυχή θα παραμείνει ο περίπατος, στα δενδροφυτεμένα «βουλεβάρτα» της Βασιλίσσης Αμαλίας και της Πανεπιστημίου.

Αστικά μέγαρα και πλατεία Συντάγματος

Χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα και μαρμάρινοι γεισίποδες στους εξώστες, ακροκέραμα στα γείσα ή στις άκρες των στεγών, πήλινα αγγεία και ζωγραφικές διακοσμήσεις θα γίνουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της αθηναϊκής κατοικίας, βασισμένα σε ένα κτίριο-πρότυπο: το Μέγαρο Δημητρίου, το πρώτο κτίριο που χτίστηκε στην πλατεία Συντάγματος το 1842, όπου σήμερα στεγάζεται το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία». Χτισμένο από τον Θεόφιλο Χάνσεν για τον ομογενή εκ Τεργέστης έμπορο Αντώνιο Δημητρίου, με γραφεία στο ισόγειο, το κτίριο εισάγει στην Αθήνα τον τύπο του αστικού μεγάρου που καλείται να στεγάσει τις πολύπλοκες απαιτήσεις μιας πολυτελούς ζωής στον περιορισμένο χώρο ενός οικοπέδου.

Δεσπόζει στην «αστική» πλατεία Συντάγματος, η οποία θα αποτελέσει από τον 19ο αιώνα ως τα χρόνια των μνημονίων και τα μετέπειτα, το βαρόμετρο των πολιτικών εξελίξεων και της εθνικής κουλτούρας με την εικόνα μιας ιδιαίτερης «εθνικής συνέχειας». Την περιέγραψε, παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο βρετανός ελληνιστής και δημοσιογράφος Γουίλιαμ Μίλερ παρατηρώντας το πλήθος όλων των εθνικοτήτων και των ενδυμασιών που συζητούν για τον πόλεμο στην πλατεία: «Εάν εζούσεν ο σχολαστικός ιστορικός Φαλμεράιερ και ήτο τότε εις τας Αθήνας, θα έπρεπε να επανεξετάση την περίφημον θεωρίαν, ότι οι σύγχρονοι Ελληνες δεν είναι απόγονοι των αρχαίων. Ουδείς θα ηδύνατο να είναι εκεί […] χωρίς να αναγνωρίσει αμέσως εις το πλήθος όλα αυτά τα χαρακτηριστικά τα οποία ο Αριστοφάνης εσημείωσεν από μακρού χρόνου εις τας κωμωδίας του…».

Παραφωνίες με σημασία

Στον περίπατο της Γεωργακοπούλου ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτούν όχι τα επιβλητικά κτίρια που είναι σε όλους γνωστά, αλλά όσα δεν πιάνει το μάτι και εκείνες οι «παραφωνίες» που έχουν σημασία. Η Παναγία Γοργοεπήκοος, ο μικρός βυζαντινός ναός ακριβώς δίπλα στη σημερινή Μητρόπολη Αθηνών, κατασκευασμένος στις αρχές του 13ου αιώνα από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη, χρησιμοποιώντας αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων οικοδομημάτων, από τους κλασικούς χρόνους ως τις μέρες του, είναι ένας ναός στην τεχνοτροπία του συμβολικός που με «ήσυχο τρόπο αφηγείται την εκλέπτυνση του ελληνικού βυζαντινού πολιτισμού και τη δύναμη των μεταλλάξεων μιας παράξενης ιστορικής συνέχειας».

Παραφωνία στον χώρο που την περιβάλλει συνιστά και η οικία Αλέξανδρου Σούτσου και μετέπειτα του Δημητρίου Ράλλη, ακριβώς απέναντι από το Πανεπιστήμιο, στο φανάρι της οδού Κοραή. Απέναντι από την εμβληματική νεοκλασική «Αθηναϊκή τριλογία», η οικία λειτουργεί, θα σχολιάσει η συγγραφέας, «διδακτικά, οξύνοντας την αντίληψή μας για την εικόνα και την υφή της πόλης στα μέσα του 19ου αιώνα». Μοιάζοντας με «μικροαστικό σπιτάκι», παράταιρη με τα γύρω κτίρια ακόμη και στα μάτια του σημερινού διαβάτη, αυτό το πρώιμο νεοκλασικό κτίριο χτίστηκε για τους γιους του ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Αλεξάνδρου Σούτσου και αγοράστηκε το 1894 από τον μετέπειτα πρωθυπουργό – και παππού του μετέπειτα πρωθυπουργού – Δημήτριο Γ. Ράλλη, ο οποίος έζησε εκεί ως το 1922, ένα σπίτι με κήπο και αυλή, όπου τριγύριζαν κότες, χήνες, γαλοπούλες κι ένας γάιδαρος.

Η συγγραφέας εξομολογείται εξαρχής ότι είχε ως υπόθεση εργασίας την αμφισβήτηση της επιτιμητικής στάσης που είχε προς τους πρώτους εκείνους υπηκόους του ελληνικού βασιλείου, με την οποία είχε γαλουχηθεί. Προσπάθησε να τους προσεγγίσει, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα σε μια συμπάθεια, όσο τους γνώριζε, και μια ψυχρότητα, έχοντας και τη γνώση των επιδράσεων των πεπραγμένων τους σε βάθος χρόνου. Προφανώς κέρδισε η συμπάθεια. Δίνοντας «ένα κάποιο άλλο τέλος» στην αφήγησή της, η συγγραφέας θα νοσταλγήσει την Αθήνα του 19ου αιώνα συγκρίνοντας με τη σύγχρονη πόλη, που εξελίχθηκε σε μια «πόλη τεράστια πια, μα και κλειστή… πόλη των επαρχιωτών που εδώ θα έβρισκαν την τύχη τους και θα νοσταλγούσαν το χωριό τους, πόλη των μεγάλων τζακιών που κατέρρευσαν, πόλη κι αυτή διχασμένη σαν τη χώρα της οποίας είναι πρωτεύουσα, στον Εθνικό Διχασμό, στον Εμφύλιο, στη μεταπολίτευση και στα μνημόνια…». Με το τέλος αυτού του καλοκαιρινού αφιερώματος στην πόλη, ο αναγνώστης έχει τα εφόδια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.

{SYG}Νάντια Γεωργακοπούλου{SYG}{TIT}Επιστροφή στη νέα Αθήνα. Κτίρια, πρόσωπα και διαδρομές από τον 19o αιώνα{TIT}{EKD}Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2021, σελ. 368, τιμή 20,14 ευρ{EKD}ώ