Το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης σχεδιάστηκε, μετά την πυρκαγιά του 1917, από τον Γάλλο μηχανικό Ερνέστο Εμπράρ, του Γαλλικού εκστρατευτικού σώματος, που βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, κατά την διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Εμπράρ, με μοναδικό τρόπο, αποτύπωσε το όραμα του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Υπουργού δημοσίων έργων Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ανασυνθέτοντας την ιστορική αρχιτεκτονική-πολιτιστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης με την σύγχρονη Αρχιτεκτονική και πολεοδομική ταυτότητα της Βόρειας Ιταλίας και της Νότιας Γαλλίας.
Το σχέδιό του αναπτύσσεται συμμετρικά, με άξονα την οδό και την πλατεία Αριστοτέλους, συγκροτώντας την νέα ταυτότητα της πόλης, την ταυτότητα της νέας Θεσσαλονίκης, της Ευρωπαϊκής Θεσσαλονίκης.
Ταυτόχρονα, με βάση το ανάγλυφο της περιοχής και το μικροκλίμα, σχεδιάστηκε για να αποτελεί τον βασικό αεραγωγό του ιστορικού κέντρου, ενώ η ελαφριά κλίση της, επιτρέπει, από την Ρωμαϊκή Αγορά, να βλέπεις τον Θερμαϊκό και, να αισθάνεσαι κατεβαίνοντας, ότι, η συνέχειά της είναι η θάλασσα και, το όριό της ο Όλυμπος.
Στις πρώτες δεκαετίες, μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την περίοδο της άναρχης ανάπτυξης της πόλης, παραβιάστηκαν πολλές από τις προβλέψεις του αρχικού σχεδίου, με την προσθήκη επιπλέον ορόφων και την συρρίκνωση του δημόσιο χώρου.
Το Ρυθμιστικό Σχέδιο της πόλης, που διαμορφώθηκε το 1985, προέβλεπε την προστασία του δημόσιου χώρου, που είχε απομείνει και, υποστήριζε την βιωσιμότητα των οικονομικών, επαγγελματικών, κοινωνικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του ιστορικού κέντρου, χωρίς να το επιβαρύνουν περισσότερο.
Ο εορτασμός των 2300 χρόνων της Θεσσαλονίκης το 1985, η ανάδειξη της πόλης σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997 και, η έναρξη κατασκευής του Μετρό το 2007, δημιούργησαν ένα θετικό και δημιουργικό περιβάλλον για την πόλη, το οποίο δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει.
Σήμερα, η πυκνή δόμηση του ιστορικού κέντρου, που συνεχώς επεκτείνεται, όπως αποκαλύπτουν τα σχέδια για το Real Estate στον χώρο της ΔΕΘ, η ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων και οι υψηλοί κυκλοφοριακοί φόρτοι, μειώνουν και άλλο τον δημόσιο χώρο, επιβαρύνουν την ατμόσφαιρα με επικίνδυνα αιωρούμενα σωματίδια, επηρεάζουν αρνητικά το μικροκλίμα, ενισχύοντας τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Το μνημειακό σύνολο της Αριστοτέλους είναι ο ζωτικός δημόσιος χώρος της πόλης, όπου οι άνθρωποί της, αλλά και οι επισκέπτες της, συναντιόνται, περπατούν, κοινωνικοποιούνται και βιώνουν την αυθεντική εμπειρία της Θεσσαλονίκης.
Γι’ αυτό, κάθε σχέδιο παρέμβασης στο ιστορικό κέντρο, πρέπει να κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, από αυτήν που κινούνταν τις δεκαετίες, μετά τον εμφύλιο.
Ακόμη περισσότερο κάθε παρέμβαση στον μνημειακό-ταυτοτικό Άξονα της Θεσσαλονίκης, που αποτελείται από την Οδό Αριστοτέλους και την ομώνυμη πλατεία, απαιτεί τον ίδιο σεβασμό, που απαιτεί η παρέμβαση στην Ακρόπολη των Αθηνών.
Κάθε σχέδιο παρέμβασης, δεν πρέπει να έχει στοιχεία που περιορίζουν ή ακόμη χειρότερα αλλοιώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά της.
Αυτό που χρειάζεται, ο μνημειακός Άξονας της Αριστοτέλους, είναι η καθαριότητα, ο περιορισμός των τραπεζοκαθισμάτων και οι μικρές παρεμβάσεις, που θα ενισχύουν τα ταυτοτικά της χαρακτηριστικά και, δεν θα αναζητούν τον εντυπωσιασμό μέσα από φαντασμαγορικές επιλογές και, ξένες, αμφιβόλου αξίας και αισθητικής, εικόνες.
Η πλατεία και η οδός Αριστοτέλους, είναι το πιο λαμπερό πρόσωπο της πόλης, να το αναδείξουμε, χωρίς να το χαλάσουμε.