Ότι το να κατακτήσει κάποιος την εξουσία είναι κάτι πολύ δυσκολότερο από το να την διατηρήσει, είναι κάτι γνωστό. Και περιγράφει αυτό με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι οι Ταλιμπάν με τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Η κατάληψη της εξουσίας αποδείχτηκε ευκολότερη από όσο και οι ίδιοι περίμεναν διότι φάνηκε ότι τελικά η κυβέρνηση της Καμπούλ και οι ένοπλες δυνάμεις, στρατιωτικές και αστυνομικές τις οποίες έλεγχε, ήταν περισσότερο ένα άδειο κέλυφος παρά ένας πραγματικός κρατικός μηχανισμός και αυτό εξηγεί την ταχύτατη κατάρρευση και το κενό εξουσίας που κάλυψαν οι Ταλιμπάν.
Όμως, πλέον πρέπει να μπορέσουν να κυβερνήσουν μια χώρα που αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες.
Οι μεγάλες δυσκολίες
Η χώρα ούτως ή άλλως ήταν φτωχή και επιπλέον ήταν εξαρτημένη από την διεθνή οικονομική ανθρωπιστική βοήθεια, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας είναι αυτή τη στιγμή «παγωμένο» από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι θα παραμείνει έτσι και το επόμενο διάστημα.
Ο κρατικός μηχανισμός υπολειτουργεί, αν και οι Ταλιμπάν έκαναν μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν την επιστροφή των υπαλλήλων στις θέσεις, συμπεριλαμβανομένων και γυναικών (αν και γύρω από το θέμα της εργασίας των γυναικών τα πράγματα παραμένουν πιο σύνθετα).
Υπάρχει το θέμα τι θα γίνει με το προσωπικό των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής (που δεν καταβαλλόταν πλήρως ούτε και στην προηγούμενη κατάσταση).
Υπάρχει το ζήτημα της οικονομίας όπου εκτός όλων των άλλων υπάρχει το ζήτημα ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για τον ριζικό περιορισμό της παραγωγής οπίου (που η ζήτησή του παγκοσμίως υποχωρεί προς όφελος των συνθετικών προϊόντων) θα προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις.
Μάλιστα, ακούγονται ήδη αρκετές φωνές ότι χωρίς στήριξη το Αφγανιστάν κινδυνεύει να αντιμετωπίσει μια σοβαρή ανθρωπιστική κρίση το επόμενο διάστημα.
Προς το παρόν φαίνονται ότι γίνονται κάποια βήματα προς την επιστροφή σε κάποιου είδους κανονικότητα. Οι τράπεζες έχουν ανοίξει ξανά, ο ΟΗΕ θα συνεχίσει την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας (με τα τρόφιμα που περιλαμβάνονται σε αυτή να εξαντλούνται σταδιακά) και το αεροδρόμιο της Καμπούλ ανοίγει ξανά για τις πτήσεις που συντονίζει ο ΟΗΕ. Παράλληλα, το Κατάρ (σε συνεργασία και με την Τουρκία) έχει αναβαθμίσει την παρουσία του και για την επίλυση των προβλημάτων στο αεροδρόμιο και για διαβουλεύσεις με τους Ταλιμπάν, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η καθυστέρηση στη συγκρότηση της κυβέρνησης
Όσο για την ίδια την κυβέρνηση, φαίνεται ότι συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις για αυτήν και αυτές εξηγούν και την καθυστέρηση στην ανακοίνωσή της στην Καμπούλ.
Οι διαβουλεύσεις αυτές φαίνεται ότι δεν αφορούν μόνο την εύρεση του τρόπου να φανεί ότι η νέα κυβέρνηση θα είναι «συμπεριληπτική», αλλά και το εσωτερικό των Ταλιμπάν. Εάν μπορούσαμε να δώσουμε μια σχηματική περιγραφή θα λέγαμε ότι από τη μια υπάρχει η διαπραγματευτική ομάδα που βρισκόταν στη Ντόχα και από την άλλη το δίκτυο Χακάνι που δρούσε στο Αφγανιστάν και έχει κατεξοχήν δεσμούς με τις υπηρεσίες των Πακιστάν και το οποίο έχει αναλάβει μέχρι τώρα την ασφάλεια της Καμπούλ. Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπήρξε σύγκρουση για τη διανομή των κυβερνητικών θέσεων. Παράλληλα υπάρχουν και οι τοπικοί διοικητές των ενόπλων δυνάμεων των Ταλιμπάν (και η πανίσχυρη στρατιωτική επιτροπή της οποίας ηγείται ο γιος του Μουλά Ομάρ, Μουλά Γιακούμπ) που επίσης έχουν μια επιφύλαξη έναντι των Χακάνι ενώ δεν θεωρούν πως πρέπει όλες τις αποφάσεις να τις πάρουν όσοι «ζούσαν σε πολυτέλεια στη Ντόχα».
Όλα αυτά αντανακλούν τόσο το γεγονός ότι στο Αφγανιστάν δρα ένα σύνολο πολεμάρχων που στηρίζεται είτε στη φυλετική (tribal) αλληλεγγύη είτε στην τοπική τους ισχύ, όσο και στο ερώτημα εάν η πολιτική πρέπει να κατατείνει περισσότερο προς την ανεξαρτησία ή προς τη διατήρηση μιας ειδικής σχέσης με το Πακιστάν.
Η πρόκληση της διατήρησης της συνοχής και της ασφάλειας
Και βέβαια υπάρχει το θέμα του εάν θα μπορέσουν οι Ταλιμπάν να διατηρήσουν τη συνοχή του Αφγανιστάν και μια στοιχειώδη συνθήκη ασφάλειας. Αυτό αφορά διάφορες παραμέτρους.
Ως ένα βαθμό και όχι τον κυριότερο αφορά την κατάσταση στην περιοχή του Παντσίρ όπου υπάρχει η βασική εστία ένοπλης αντίστασης (που όμως δεν αποτελεί συνολική απειλή).
Σε έναν βαθμό αφορά το Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν και την ενδεχόμενη προσπάθειά του να υπονομεύσει την εξουσία των Ταλιμπάν κυρίως με επιθέσεις ενάντια σε μη σουνιτικές μειονότητες, ξεκινώντας από επιθέσεις ενάντια στους Χαζάρους Σιίτες (επιθέσεις που εκτός των άλλων θα αποσκοπούσαν στην αναζωπύρωση μιας αντιπαράθεσης σουνιτών και σιιτών και στην υπονόμευση των σχετικά βελτιωμένων σχέσεων των Ταλιμπάν με το Ιράν).
Και σε έναν άλλο βαθμό αφορά το εάν και κατά πόσο οι ίδιοι οι Ταλιμπάν θα καταφέρουν να διατηρήσουν και τη δική τους συνοχή και τη συστράτευση του συνόλου των στελεχών τους στην κοινή γραμμή, αποφεύγοντας προβλήματα «υπερβάλλοντος ζήλου σε τοπικό επίπεδο».
Από εκεί και πέρα η βασική πρόκληση είναι εάν οι Ταλιμπάν θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν μια εκδοχή «εθνικής ενότητας» του Αφγανιστάν. Οι ίδιοι στηρίζονται κυρίως στους Παστούν που είναι η μεγαλύτερη αριθμητικά ενότητα, αλλά δεν είναι πλειοψηφική. Ένα μεγάλο μέρος του Αφγανιστάν είναι Τατζίκοι (για παράδειγμα Τατζίκοι είναι αυτοί που αντιμάχονται τους Ταλιμπάν στο Παντσίρ), ενώ υπάρχουν και Χαζάροι (που είναι σιίτες) όπως και Ουζμπέκοι. Αυτή ακριβώς η σύνθεση εξηγεί και την έμφαση στην έννοια της «συμπεριληπτικής διακυβέρνησης» που θα εκπροσωπεί στο σύνολο του Αφγανιστάν.
Η σταδιακή μετατόπιση των Ταλιμπάν σε μια πιο «πραγματιστική» προσέγγιση
Οι Ταλιμπάν δεν έρχονται στη διακυβέρνηση χωρίς εμπειρία. Αυτό δεν αφορά τόσο την προηγούμενη φορά που άσκησαν εξουσία και όσο το πώς διαχειρίστηκαν τις περιοχές στις που σταδιακά έλεγχαν τα προηγούμενα χρόνια. Τα σημάδια δείχνουν ότι και πάλι το ισχυρό τους σημείο ήταν να επιβάλουν την τάξη και να αντιμετωπίζουν τοπικά προβλήματα διαφθοράς. Όμως είναι ένα ερώτημα εάν αυτά αρκούν για τη συνολική διαχείριση μιας ολόκληρης χώρας που άλλαξε σε σημαντικό βαθμό από την εποχή που είχαν ξανά την εξουσία.
Παράλληλα, η ηγεσία στη Ντόχα είχε την ευκαιρία να επικοινωνήσει με διπλωμάτες άλλων χωρών και να καταλάβει ποια είναι τα διακυβεύματα ως προς τη διεθνή αναγνώριση. Αλλά και στο εσωτερικό του Αφγανιστάν και παρά τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των ίδιων των Ταλιμπάν, φαίνεται ότι σταδιακά διαμορφώθηκε μια ορισμένη κοινή γραμμή που απέβλεπε κυρίως στην κατάκτηση της εξουσία στο ίδιο το Αφγανιστάν, την επιβολή ισλαμικής διακυβέρνησης αλλά με προσπάθεια να μην υπάρχουν αντιπαραθέσεις με άλλες κοινότητες και κυρίως τους Χαζάρους Σιίτες (σημείο που αποτέλεσε και λόγο ρήξης και σύγκρουσης με το Ισλαμικό Κράτος στο Χορασάν), την αποφυγή εμπλοκής ή συμπόρευσης με πρακτικές «παγκόσμιας τζιχάντ» (ούτως οι Ταλιμπάν πάντα ήταν πολύ περισσότερο ένα τοπικό κίνημα παρά τμήμα ενός παγκόσμιου ρεύματος παρά τη συνεργασία που είχε οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα – η έμφαση ήταν πάντα η διεκδίκηση της εξουσίας στο Αφγανιστάν και η εγκαθίδρυση ισλαμικής διακυβέρνησης).
Η απουσία εναλλακτικής
Την ίδια στιγμή στο Αφγανιστάν πραγματική πολιτική εναλλακτική δεν υπάρχει. Όπως οι αντιστάσεις είναι πεπερασμένες και η «Βόρεια Συμμαχία» αποδυναμωμένη για να διεκδικήσει αυτοτελώς την εξουσία. Οι Ταλιμπάν εκ των πραγμάτων αποτελούν το κοντινότερο σε διακυβέρνηση που μπορεί να υπάρξει. Εάν αποτύχουν τότε η χώρα θα κυλήσει στο χάος. Σε μια συνθήκη όπου δεν υπάρχει επί της ουσίας κεντρική εξουσία και η χώρα θα γίνει ένα πεδίο αντιμαχόμενων πολεμάρχη, συνθήκη που θα ευνοήσει ακόμη περισσότερο ενδεχόμενη αξιοποίησή της ως εφαλτηρίου από ένοπλες οργανώσεις.
Οι Ταλιμπάν ως δυνητικός παράγοντας «σταθερότητας» και η στάση της διεθνούς κοινότητας
Αυτό σημαίνει ότι σε αυτή τη συγκυρία (και τους πραγματικούς περιορισμούς της) οι Ταλιμπάν εκπροσωπούν τη μόνη εφικτή αλλά δύσκολη εκδοχή «σταθερότητας που μπορεί να υπάρξει. Αυτό φαίνεται να το αντιλαμβάνονται περισσότερο η Ρωσία και η Κίνα.
Και οι δύο χώρες έχουν κάνει σαφές ότι είναι διατεθειμένες να προσφέρουν αναγνώριση στην κυβέρνηση των Ταλιμπάν, υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι μια «συμπεριληπτική» κυβέρνηση, δηλαδή μια κυβέρνηση που θα αντανακλά τις διαφορετικές κοινότητες του Αφγανιστάν, ώστε να αποφευχθεί μια νέα δυναμική εμφυλίου πολέμου.
Η Κίνα έχει δείξει και πιο διατεθειμένη να προχωρήσει και σε κάποιες επενδύσεις κυρίως σε σχέση με τον ορυκτό πλούτο του Αφγανιστάν, όμως και εδώ το αίτημα είναι για εγγυήσεις ασφάλειας (μια που υπάρχει η κακή εμπειρία της προσπάθειας συνεργασίας με την προηγούμενη κυβέρνηση του Αφγανιστάν που προσέκρουσε πάνω σε προβλήματα ασφάλειας και ενδημικής διαφθοράς).
Η Ρωσία που έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τους Ταλιμπάν, μέχρι τώρα υποστήριζε ότι η διαδικασία της αναγνώρισης προϋποθέτει την αφαίρεση των Ταλιμπάν από τον κατάλογο τρομοκρατικών οργανώσεων στη βάση σχετικής απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, όμως πρόσφατα φάνηκε να είναι έτοιμη να αναγνωρίσει κυβέρνηση που θα είναι «συμπεριληπτική».
Το επιθυμεί η Ρωσία όπως και το σε ποια κατεύθυνση κινούνται οι διαμεσολαβητικές της προσπάθειες το έκανε σαφές ο ίδιος ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ στις 3 Σεπτεμβρίου: «Ως προς τη δυνατότητα να επιλυθεί ειρηνικά το πρόβλημα του Αφγανιστάν, πιστεύω ότι αυτές υπάρχουν. Πιστεύω ότι οι πρόσφατες νέες εντάσεις στην αντιπαράθεση στο βόρειο Αφγανιστάν στο Παντσίρ θα δώσουν τη θέση τους τελικά στις διαπραγματεύσεις», δήλωσε χαρακτηριστικά, με τον εμπειρο (και πάντα ακριβόλογο) διπλωμάτη να σημειώνει: «Ελπίζω ότι θα ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Ταλιμπάν και τους Αφγανούς Τατζίκους και μια συμφωνία στην πολιτική διευθέτηση θα πρέπει αναπόφευκτα να περιλαμβάνει έναν συμβιβασμό ανάμεσα στους Παστούν που κυρίως αντιπροσωπεύονται από τους Ταλιμπάν, αλλά και τους υπόλοιπους Παστούν καθώς και τους Τατζίκους, Ουζμπέκους και Χαράζους που πρέπει επίσης να συμμετέχουν στη διαδικασία». Ο Λαβρόφ υπογράμμισε ότι η Μόσχα λαμβάνει τα πιο ενεργητικά βήματα για να διευκολύνει τον διάλογο ανάμεσα στις «εθνο-θρησκευτικές ομάδες» στο Αφγανιστάν, διευκρινίζοντας ότι η Ρωσία είχε επαφές με όλες τις Αφγανικές κοινότητες, χωρίς εξαίρεση συμπεριλαμβανομένων των Ταλιμπάν.
Η στάση των ΗΠΑ
Από τη μεριά τους οι ΗΠΑ, που παραμένουν μέσα στη φόρτιση της ολοκλήρωσης ενός αποτυχημένου εικοσαετούς κύκλου εμπλοκής, που κατέληξε στην εξουσία των Ταλιμπάν, δεν δείχνουν διατεθειμένες να προχωρήσουν σε αναγνώριση ακόμη και εάν υπάρχουν κάποια βήματα προς επιμέρους συνεννόηση με τους Ταλιμπάν. Από την άλλη μεριά, οι ΗΠΑ ξέρουν ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κάποια δυνατότητα να ανατραπούν οι Ταλιμπάν από ένα συνασπισμό δυνάμεων που θα μπορούσε να διατηρήσει την εξουσία. γιατί εάν αυτός ο συνασπισμός δυνάμεων υπήρχε, προφανώς και θα είχε αποτρέψει το ενδεχόμενο οι Ταλιμπάν να καταλάβουν την εξουσία. Όμως, και μια απλή προσπάθεια υπονόμευσης και αποσταθεροποίησης της νέας διακυβέρνησης, κυρίως μέσω από τη διατήρηση κυρώσεων και φραγμούς ως προς την πρόσβαση του Αφγανιστάν σε πηγές χρηματοδότησης, δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσε τα πράγματα σε μια συνολική υπαναχώρηση των Ταλιμπάν, ενώ ενέχει και τον κίνδυνο να οδηγήσει τη χώρα σε εκείνο το είδος γενικευμένης αποσταθεροποίησης που τελικά μπορεί πιο εύκολα να οδηγήσει στην ανάπτυξη οργανώσεων με το βλέμμα στραμμένο σε άλλες χώρες. Πάντως είναι χαρακτηριστική η δήλωση της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Β. Νούλαντ ότι οι Ταλιμπάν έχουν πολλά να κερδίσουν ένα δείξουν ότι θα κυβερνήσουν διαφορετικά από ό,τι την προηγούμενη φορά που παραπέμπει εμμέσως και σε μια πιθανή συνεννόηση εάν ανταποκριθούν σε όσα ζητά η διεθνής κοινότητας, ενώ ανάλογες δηλώσεις υπήρξαν και από την πλευρά της Βρετανίας αλλά και της ΕΕ.