Το παγκόσμιο μέγεθος που απέκτησε το έργο του Μίκη Θεοδωράκη, πολλές φορές μάς κάνει να ξεχνάμε ότι υπήρξε κάποτε ένας νεαρός και άπειρος συνθέτης που πραγματοποιούσε τα πρώτα βήματα στην ανυπέρβλητης αξίας μουσική τους πορεία.
Στα «ΝΕΑ» της 10ης Μαΐου 1950 δημοσιεύεται η πρώτη, πιθανότατα, μουσικοκριτική για εκείνον.
Είναι γραμμένη από την εμβληματική μουσικοκριτικό και συγγραφέα Σοφία Κ. Σπανούδη, που με τα κείμενά της καθόρισε τη διαμόρφωση και εξέλιξη της μουσικοκριτικής αλλά και γενικότερα της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα.
Γράφει, λοιπόν, η Σοφία Κ. Σπανούδη για τον 25χρονο τότε Μίκη Θεοδωράκη, που λίγους μόλις μήνες πριν βρίσκονταν εξόριστος στη μαρτυρική Μακρόνησο.
«Περισσότερο από τη συναρπαστική εκτέλεσι της Εισαγωγής του “Φράυσυτζ” του Βέμπερ και τη θαυμαστά εμπεριστατωμένη ερμηνεία της Πρώτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, που διεύθυνε ο Φιλοκτήτης Οικονομιδής στη Συμφωνική Συναυλία της Κυριακής, θα εξάρω σήμερα τη θερμή στοργή που έδειξε ο διευθυντής των συναυλιών της Ελληνικής Κρατικής Ορχήστρας στους νέους καλλιτέχνες που παρουσίασε για πρώτη φορά εμπρός στο μεγάλο κοινόν στο πρόγραμμά του.
»Στο βάπτισμα αυτό του πυρός που έπαιρναν με τέτοιο καρδιοχτύπι, η ενθάρρυνσις αυτή του στοργικού διευθυντή τους ήταν απείρως πολύτιμη κι αποδοτική. Ο νέος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, που πήρε φέτος το δίπλωμα ανωτέρων συνθετικών από τις τάξεις του Φιλ. Οικονομίδη, με το συμφωνικό Σκέρτσο “To Πανηγύρι της Ασή – Γωνηάς” που παρουσίασε, αναδείχθηκε άξιος της τιμής που του έκαμε ο καθηγητής του.
»Η συμφωνική αυτή σελίδα, που ο νέος συνθέτης συνέλαβε η καλλίτερα “άρπαξε” σε μια ευτυχισμένη στιγμή λαϊκού πανηγυριού της Κρήτης, είνε γεμάτη επιτόπιο χρώμα, και πάλλεται από ρυθμική ζωή.
»Δεν θα μπορούσε κανένας ν’ απαιτήση περισσότερα από ένα τόσο νεαρό παιδί, που κέρδισε με τον μουσικό αυθορμητισμό του και την εμπιστοσύνη του διδασκάλου του, και την ομύθυμη συμπάθεια του Ελληνικού κοινού, που τον ανεκάλεσε τόσες φορές στη σκηνή με ειλικρινείς εκδηλώσεις».
O ίδιος o Mίκης Θεοδωράκης αναφέρει για το πανηγύρι της «Ασή-Γωνιάς», στο αυτοβιογραφικό του έργο «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου»:
Μόλις ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης μου ανάγγειλε ότι αποφάσισε να διευθύνει το έργο μου με την Κρατική, λύθηκαν τα γόνατά μου. Μ’ έπιαναν ανορεξίες, ζαλάδες, Με περιέλουαν κρύοι ιδρώτες.
«Τι έχεις; Είσαι άρρρωστος;» με ρωτούσε ανήσυχη η Μυρτώ. Τι να της απαντήσω; Ότι φοβάμαι μήπως αποκαλυφθεί ότι οι νότες -οι δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες νότες- που χάραζα στα πεντάγραμμα όλα αυτά τα χρόνια, ήταν ένα παιχνίδι, ένα τίποτα;
Τις νύχτες ξενυχτούσα στο θάλαμο του στρατώνα, γράφοντας με μοβ μελάνι τις «πάρτες» των μουσικών. Δεν υπήρχαν τότε φωτοτυπικά μηχανήματα.
Και, όπως είναι γνωστό, το κάθε μέλος της ορχήστρας παίζει από το δικό του, προσωπικό μουσικό κείμενο, από τη δική του «πάρτα», που πρέπει να την αντιγράψεις απ’ την παρτιτούρα. Μιλάμε για εβδομήντα και πλέον «πάρτες», με μέσον όρο τριάντα σελίδες.
Τέλος, έφτασε η μέρα της πρώτης πρόβας στη μεγάλη αίθουσα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Όπως συνήθως συμβαίνει με τις πρώτες εκτελέσεις συμφωνικών έργων, η πρώτη πρόβα είναι καταστροφική. Οι μουσικοί δυσκολεύονται να διαβάσουν τις χειρόγραφες «πάρτες», υπάρχουν λάθη αντιγραφής, ο μαέστρος, όσο κι αν έχει μελετήσει το έργο, στην ουσία το ανακαλύπτει κι αυτός εκείνη τη στιγμή.
Με λίγα λόγια, η πρώτη πρόβα της «ΑΣΗ-ΓΩΝΙΑΣ» υπήρξε καταστροφική. Και όπως δεν είχε παιχτεί ποτέ πριν συμφωνικό έργο μου, τόσο εγώ όσο και οι μουσικοί πιστέψαμε πως δεν ξέρω να γράφω μουσική…
Ο μόνος, φαίνεται, που κατάλαβε τι συμβαίνει, ήταν ο Οικονομίδης, που, βλέποντάς με συννεφιασμένο, μου λέει στο τέλος, που μείναμε μόνοι:
-Πάμε στο γραφείο να μελετήσουμε καλά το έργο. Αυτό που άκουσες δεν είναι το έργο σου!
Έχω φυλάξει την παρτιτούρα με τις σημειώσεις του Δασκάλου μου με μπλε και κόκκινο μολύβι. Μείναμε ως αργά το απόγευμα. Έτσι -ω του θαύματος- την άλλη μέρα όλα αλλάζουν. Οι μελωδίες, οι ρυθμοί, οι αρμονίες δένουν μεταξύ τους σχηματίζοντας έναν άγνωστο, έναν καινούριο ηχητικό κόσμο… Αναπνέω… Νιώθω ότι νίκησα… ποιον άλλον; …τον ίδιο τον εαυτό μου, αναγκάζοντάς τον με τη μελέτη και την άσκηση να αποτυπώνει σωστά τους ήχους πάνω στο χαρτί, χωρίς τη μεσολάβηση μουσικού οργάνου…
Xαρακτηριστική είναι και η κριτική που γράφει για τον Μίκη Θεοδωράκη ,δύο χρόνια αργότερα, 13 Μαΐου 1952, ο μουσικοκριτικός Ιωάννης Ψαρούδας.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί ο νέος συνθέτης κ. Μίκης Θεοδωράκης, ετιτλοφόρησε το έργο του “Ελεγεία και Θρήνος”. Δεν βρήκαμε σ’ αυτό τίποτε το ελεγειακό, ακόμα λιγότερο το θρηνώδες.
»Απεναντίας το βρήκαμε ζωηρό, ζωντανό αλλά και αρκετά πρωτότυπο σε ρυθμούς και συνδυασμούς οργάνων. Επιτυχημένη η παρέμβασις του πιάνου.
»Ο κ. Θεοδωράκης έχει ασφαλώς ταλέντο και δεν αμφιβάλλω, πως θα μας το αποδείξη ακόμα περισσότερο σε άλλα έργα. Πάντως το κοινό έκρινε ευμενέστατα τον νέο συνθέτη και τον εχειροκρότησε ζωηρότατα».