Μία ακόμη άγνωστη ιστορία, από αυτές που αξίζει κάποιος να διαβάσει, επανέρχεται στο φως μετά τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη σε ηλικία 96 ετών.
Η ιστορία αυτή με πρωταγωνιστές τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση πηγάζει από το βιβλίο του Μάκη Μάτσα, της δισκογραφικής MINOS πίσω από την Μαρκίζα και αναφέρει την ιστορία για την επαφή του με τον Μίκη Θεοδωράκη και την προσπάθεια του για την δημιουργία του πρώτου του δίσκου μετά την πτώση των στρατιωτικών.
Λόγω της δουλειάς μου ταξίδευα συχνά στο Λονδίνο και, επιστρέφοντας στην Αθήνα, περνούσα από το Παρίσι για να επισκεφθώ τον Μίκη. Κάθε φορά τού έλεγα τα νέα από την Ελλάδα και περνούσαμε τα βράδια μας με φιλολογικό-πολιτικές συζητήσεις, που ανέκαθεν είχε τρομερό ενδιαφέρον να τις κάνεις με τον Μίκη. Οι συζητήσεις αυτές κατέληγαν πάντα στο συμπέρασμα ότι η ζωή της δικτατορίας δεν μπορεί να είναι μακρά”. …
Η επιστροφή του Μίκη μετά τη πτώση της Χούντας και το νέο άλμπουμ
Μετά από τις νομικές λεπτομέρειες που λύθηκαν ο Μάτσας ξαναπήγε στο Παρίσι με το συμβόλαιο για το υπογράψει ο Θεοδωράκης. Η συζήτηση έρχεται γύρω από τα ονόματα των τραγουδιστών που θα ερμήνευαν στον πρώτο δίσκο του μετά την πτώση της Δικτατορίας. «Με ποιους τραγουδιστές θα ηχογραφήσω» ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανε ο συνθέτης πριν βάλει την υπογραφή του.
Μη μου μιλάς για τον Μπιθικώτση – Πήγε και τραγούδισε τον ύμνο της χούντας
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Μάτσας: Ο Μίκης έλειπε καιρό από την Ελλάδα και δεν είχε πλήρη εικόνα της νέας δισκογραφικής πραγματικότητας. Του λέω λοιπόν: «Τώρα πια έχουμε πολλούς νέους τραγουδιστές. Ο Μπιθικώτσης δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει». Η αντίδραση του με άφησε άφωνο: «Μη μου μιλάς για αυτόν. Πήγε και τραγούδησε τον ύμνο της χούντας!» «Μίκη μου», τον διακόπτω, «μην τον αδικείς. Δεν ξέρουμε κάτω από ποιες συνθήκες δέχτηκε να το κάνει ο Γρηγόρης». Εδώ θα ανοίξουμε μία μεγάλη παρένθεση για να πούμε τι είχε προηγηθεί. Μπιθικώτσης και Μοσχολιού παρουσιάζουν για πρώτη φορά τον ύμνο της δικτατορίας σε απευθείας σύνθεση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος από τα «Δειλινά» τον Ιούλιο του 1967. Ο Θεοδωράκης που είχε ενημερωθεί για την εξέλιξη αυτή, φέρεται να είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει σύμφωνα με δημοσίευμα της φιλοχουντικής εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος».
Η επιστολή παραπόνων…
Στην επιστολή που είχε στείλει ο συνθέτης στον τραγουδιστή του «Άξιον Εστί» έγραφε: «Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα «Δειλινά» τον «Υμνο της Επαναστάσεως». Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους. Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα. Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας. Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά. Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά». Η παρένθεση κλείνει με την κεντρική φωτογραφία όπου ο εξόριστος συνθέτης έχει επιστέψει στην Ελλάδα και μετά από παραινέσεις αρκετών φίλων και γνωστών θα συναντήσει ξανά τον τραγουδιστή που ερμήνευσε μερικά από τα κορυφαία έργα του.
Η… επανασύνδεση
Στο στιγμιότυπο ο Θεοδωράκης μαλώνει τον Μπιθικώτση για την κίνηση να τραγουδήσει τον ύμνο της χούντας. Για το απολογητικό ύφος του ερμηνευτή το βιβλίο Κάτω από την Μαρκίζα του Μάκη Μάτσα αναφέρει: «Αργότερα ο Μπιθικώτσης δικαιολογήθηκε στον ίδιο τον Θεοδωράκη με τη θυμοσοφία που τον χαρακτηρίζει: “Μη μου βαστάς κακία Μίκη μου. Τι ξέρω εγώ από αυτά; Όταν μου ζήτησαν να πάω να τραγουδήσω, σκέφτηκα ότι εγώ παπάς είμαι και όπου μου πουν να ψάλλω… ψέλνω”. Έτσι του απολογήθηκε ο Γρηγόρης και ο Μίκης όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά έσκασε και στα γέλια»….