Από το 2006 οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου έχουν στερηθεί 79.817,06 στρέμματα δάσους και 233.043,03 στρέμματα δασικών εκτάσεων, χωρίς να υπολογίσει κανείς τις εφετινές καταστροφές.

Σε αυτά προστίθενται, μέχρι στιγμής, τα 52.000 περίπου στρέμματα δασικών εκτάσεων που κάηκαν στα Γεράνια τον Μάιο, τα 84.540 στρέμματα δάσους (σύμφωνα με το EFFIS) που χάθηκαν στην πυρκαγιά που ξεκίνησε στις 5 Αυγούστου από τη Βαρυμπόμπη, τα περίπου 4.000 στρέμματα δασικών εκτάσεων (σύμφωνα με το EFFIS) της Κερατέας αλλά και τις εκτάσεις που δεν έχουν υπολογιστεί ακόμα από την πυρκαγιά στα Βίλια – μια πρώτη εκτίμηση μιλά για 75.000 στρέμματα, περισσότερα από τα οποία είναι δάσος.

Περιαστικά δάση αντί αστικού πρασίνου

Μια τέτοια κατάσταση δημιουργεί ασφυκτικό περιβάλλον για τους περίπου 4 εκατ. κατοίκους του Λεκανοπεδίου και δη της Αθήνας – πόσω μάλλον όταν τα περιαστικά δάση (υπολογίζεται ότι η έκτασή τους υπερβαίνει το μισό εκατομμύριο στρέμματα) καλούνται να καλύψουν την έλλειψη πρασίνου μέσα στην πρωτεύουσα καθώς η Αθήνα είναι από τις πόλεις με το χαμηλότερο επίπεδο αστικού πρασίνου στην Ευρώπη.

«Τα τελευταία χρόνια είχαμε δασικές πυρκαγιές σχεδόν στο σύνολο των ορεινών όγκων που περικλείουν την Αττική. Επομένως, έχουμε μεγάλη μείωση των δασών – μετά τη φωτιά περιήλθαν σε κατάσταση αναγέννησης και μέχρι την πλήρη ανάκαμψη η βλάστηση που φύεται στις καμένες περιοχές είναι κατά κάποιον τρόπο «υποδεέστερη» αυτής που προϋπήρχε της καταστροφής» λέει στο «Βήμα» ο δασολόγος-περιβαλλοντολόγος, αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων Νίκος Μπόκαρης.

Επιβαρυμένη ατμόσφαιρα

Οι συνέπειες της μεγάλης «απώλειας» του «πνεύμονα» και του «φυσικού κλιματιστικού» της Αθήνας είναι πολλές,  όπως και σε κάθε περίπτωση καταστροφής δάσους. Στην περίπτωση της Αττικής, όμως, παρεισφρέουν επιπρόσθετοι παράγοντες. «Η Αθήνα έχει ήδη μια επιβαρυμένη ατμόσφαιρα και το κάψιμο του περιαστικού δάσους έχει συνέπειες. Αναγεννάται μεν αλλά μεσολαβεί μια… καταθλιπτική περίοδος, όπου περιτριγυρίζεσαι από μαύρο. Το έχουμε ζήσει πολλές φορές» λέει ο γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και εκπρόσωπος της Ελλάδας για την Κλιματική Αλλαγή Χρήστος Ζερεφός. «Αυτό που φανερώνει ότι οι πυρκαγιές συνδέονται με την κλιματική αλλαγή», συμπληρώνει, «είναι ο αριθμός των καυσώνων και η έντασή τους καθώς και η μείωση της σχετικής υγρασίας που παρατηρείται τα τελευταία 30 χρόνια στην Αττική. Ιδίως το τελευταίο έχει οδηγήσει σε καύσωνες οι οποίοι είναι πολύ επικίνδυνοι για δασικές πυρκαγιές».

Περιτριγυρισμένη από έρημο

«Οι πυρκαγιές, που ακόμη ζούμε, δεν επηρεάζουν μόνο την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε, επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τις άμυνές μας στην αποσταθεροποίηση του κλίματος» επισημαίνει ο Κώστας Συνολάκης, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. «Τα δάση αποτελούν «καταβόθρες» διοξειδίου του άνθρακα, δηλαδή απορροφούν το διοξείδιο από την ατμόσφαιρα, μέσω της φωτοσύνθεσης. Είναι τελείως απαραίτητα στη στρατηγική της Ευρώπης για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Χωρίς δάση θα χρειαστούν μεγάλες επενδύσεις σε τεχνολογίες απορρόφησης, και ακόμη και με αυτές δεν γνωρίζουμε αν θα είναι εφικτό». Προσθέτει όμως και μία ακόμη παράμετρο ιδιαίτερα για την Αττική: «Τα παιδιά των πόλεων μαθαίνουν τις βασικές διεργασίες της φύσης με μαθήματα στα δάση. Μπορούμε να φανταστούμε μελλοντικές γενιές μεγαλωμένες σε μια Αθήνα περιτριγυρισμένη από έρημο, όπως στο Ντουμπάι; Η ποιότητα της ζωής θα είναι διαφορετική και κατά τη γνώμη μου υποβαθμισμένη σε σχέση με σήμερα».

 

Χωρίς χώρους αναψυχής

«Το ζήτημα με την πρωτεύουσα», σημειώνει ο Ηλίας Τζηρίτης, συντονιστής δράσεων για τις δασικές πυρκαγιές στη WWF Ελλάς, «είναι, πέρα από το θέμα της απώλειας ενός πολύ σημαντικού δάσους κοντά στην πόλη που εξυπηρετεί διάφορους περιβαλλοντικούς ή κλιματολογικούς σκοπούς, και το ζήτημα της αναψυχής». Αναφέρεται σε αύξηση των επισκεπτών στους περιαστικούς ορεινούς όγκους μετά την οικονομική κρίση και την πανδημία – ειδικά την άνοιξη και το φθινόπωρο – και μιλά για ένα εκατομμύριο επισκέψεις τον χρόνο στην Πάρνηθα. «Το Τατόι κάλυπτε την ανεπάρκεια του αστικού πρασίνου. Η απώλειά του ενδεχομένως να επηρεάσει τις διεξόδους των κατοίκων της πρωτεύουσας, την ψυχική υγεία – γιατί αυτά είναι αλληλένδετα – και τη δυνατότητα να επισκεφθούν σύντομα, με μικρό κόστος, έναν πολύ κοντινό δασικό χώρο. Και ίσως αυτή να είναι η πιο σημαντική οικοσυστημική υπηρεσία που προσέφερε».

Κίνδυνος για έντονα πλημμυρικά φαινόμενα

Μεγάλη συζήτηση γίνεται και για τον κίνδυνο πλημμυρών. Αρκεί κανείς να θυμηθεί την καταστροφή που έπληξε τη Μάνδρα το 2017. Ο Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθήνων, επεσήμανε ότι μετά από εκείνη την καταστροφή τοποθέτησαν σταθμό στην Παλιοκούνδουρα (η οποία «χτυπήθηκε» και στην εφετινή πυρκαγιά), διαπιστώνοντας από τους δορυφόρους ότι η μεγαλύτερη ποσότητα βροχής είχε πλήξει κυρίως τους γύρω ορεινούς όγκους. «Μας ανησυχεί η απώλεια των δασών γιατί δημιουργούνται έντονα πλημμυρικά επεισόδια και μεγαλύτερη απορροή φερτών υλικών. Αυτό γίνεται πιο έντονο σε περιοχές που έχουν μεγάλη κλίση – συγκρατείται λιγότερο το νερό, το έδαφος δεν έχει πλέον βλάστηση και διαβρώνεται πιο εύκολα, το νερό το παρασύρει πιο εύκολα».