Ο Μίκης Θεοδωράκης «βύθισε» στο πένθος ολόκληρη την χώρα φεύγοντας από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών, αφήνοντας παρακαταθήκη ένα σπουδαίο έργο και έχοντας μοιράσει όλη του την ζωή «σε αγώνες και σε μουσική», όπως έλεγε ο ίδιος.
Η αντιδικτατορική πάλη και η εξορία, άλλωστε, ήταν δύο σημαντικά κεφάλαια της ζωής του.
Η εμπλοκή του Μίκη Θεοδωράκη με την πολιτική ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όταν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά άρχισε να διώκεται από τις αστυνομικές Αρχές.
Το 1947, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη και εστάλη στην Ικαρία, απ’ όπου και απέτυχε, παρά την οργανωμένη προσπάθεια, να αποδράσει. Με τη γενική αμνηστία που έδωσε η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο Θεοδωράκης περνάει στην παρανομία, στην προσπάθεια συμμετοχής σε ένοπλες ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού και βρίσκεται στην ομάδα του Παύλου Παπαμερκουρίου.
Συλλαμβάνεται ξανά στο σπίτι του πατέρα του όπου βρήκε καταφύγιο όντας άρρωστος από πλευρίτιδα, αλλά στη συνέχεια στέλνεται ξανά εξόριστος στην Ικαρία, αυτή τη φορά σε συνθήκες πειθαρχηµένης διαβίωσης για λίγους μήνες, όπου γράφει το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» στη μνήμη του Βασίλη Ζάννου που εκτελέστηκε το 1948.
Έπειτα στέλνεται στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου βασανίζεται μέχρι παράλυσης.
Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, που ήταν ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, ο Μίκης θα απελευθερωθεί ως ανάπηρος (τα βασανιστήρια του προκάλεσαν παράλυση).
Το 1963 ιδρύεται η Νεολαία Λαμπράκη, ως αντίδραση στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, και ο Θεοδωράκης εκλέγεται πρόεδρος. Σύντομα θα εκλεγεί και βουλευτής της ΕΔΑ.
Φυλάκιση και εξορία
Με την επιβολή της δικτατορίας, στις 21 Απριλίου του 1967, ο Θεοδωράκης περνάει και πάλι στην παρανομία και έναν μήνα αργότερα ιδρύει την αντιστασιακή οργάνωση ΠΑΜ, κηρύσσοντας πανστρατιά εναντίον του καθεστώτος.
Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Πολλά από τα καινούργια έργα του καταφέρνει με διάφορους τρόπους να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.
Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και ταξιδεύει στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Στο εξωτερικό απευθύνει νέο κάλεσμα για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Αγώνες και μουσική
«Είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης… Ομως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται… Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στον λαό», έλεγε ο αείμνηστος Μίκης Θεοδωράκης.
Ο ίδιος θεωρούσε τον «Κάκτο» που έγραψε το 1967, κρατούμενος στην Ασφάλεια, το πιο αντιπροσωπευτικό του τραγούδι.