Ο Μίκης Θεοδωράκης, που καθόρισε με το έργο και την σκέψη του την εξέλιξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού αποτέλεσε σπουδαίο σύμβολο του αγώνα κατά της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967.
Το 1975 – 1976 «ΤΑ ΝΕΑ» διενήργησαν μια μεγάλη έρευνα ζητώντας από τους πρωταγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα να μιλήσουν για τα χρόνια της Χούντας.
Στις 2 Ιανουαρίου 1976 τον λόγο έχει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Πολιτικές διαπιστώσεις
«Η εκτίμησή μου για την κατάσταση όπως διαμορφώθηκε μετά την 21 Απριλίου ήταν σε γενικές γραμμές η εξής: Το κίνημα των συνταγματαρχών αποτελούσε μακροπρόθεσμα μεγάλο λάθος των Αμερικανών.
»Έγινε με επιπολαιότητα, παρά την φαινομενική τους επιτυχία και ασφαλώς έγινε για να εξυπηρετήσει βραχυπρόθεσμους στόχους της αμερικανικής πολιτικής (κρίση στη Μέση Ανατολή).
»Επομένως το καθεστώς των συνταγματαρχών (στην πολιτική του διάσταση) ήταν, κατά τη γνώμη μου, νεκρό πριν γεννηθεί.
Δεύτερη διαπίστωση: Πλήρης χρεωκοπία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Επομένως θα έπρεπε γρήγορα να βρεθούν νέοι φορείς που να εκφράσουν τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, που τώρα ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στη δυναμική και τρομοκρατική παρουσία της χούντας, που αποτελούσε μια πραγματικότητα και στην ανικανότητα των πολιτικών και κοινωνικών εκπροσώπων του λαού να αντιδράσουν με οποιονδήποτε τρόπο στην πρόκληση χούντας – Αμερικανών» (…)
Έτοιμες δυνάμεις
«Η δήλωση που απηύθυνα στην παγκόσμια κοινή γνώμη με την ιδιότητα του βουλευή στις 23 Απριλίου 1967, εξυπηρετούσε την άμεση πολιτική σκοπιμότητα, δηλαδή να μην αφεθεί ο μονόλογος στους δικτάτορες, αλλά να δειχτεί αμέσως ότι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν δυνάμεις έτοιμες να ορθώσουν το ανάστημά τους στη δικτατορία:
Τις καρδιές μας φλογίζει το πύρινο μίσος για τους τυράννους.
Οι καταλύτες του Συντάγματος, οι βιαστές της Δημοκρατίας, οι εχθροί της Ελευθερίας, οι προδότες του Έθνους που πίστεψαν ότι θα γονατίσουν με τη βία τον αδούλωτο λαό μας, ας είναι βέβαιοι πως σε λίγο θα τρέμουν μπροστά στην οργή του γίγαντα ελληνικού λαού.
Και τότε δεν θα βρεθεί γωνιά της ελληνικής γης για να τους κρύψει. Στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, πεθαίνουν οι τύραννοι».
Το Πατριωτικό Μέτωπο
«Όμως η δήλωσή μου, φυσικά, δεν έφτανε. Έπρεπε να προχωρήσουμε γρήγορα στην οργάνωση του λαού, αρχίζοντας από την δημιουργία του αντιστασιακού φορέα.
»Οι συνθήκες, παρ’ ό,τι όπως είναι γνωστό ήταν τρομερά δύσκολες (ιδιαίτερα για μένα: ήταν αδύνατο να κάνω ούτε ένα βήμα στο φως της ημέρας), εντούτοις με βοήθησαν να έρθω πολύ γρήγορα σε επαφή με τους πρώτους συναγωνιστές μου.
»Από το σπίτι της Ρηνιώς Παπανικόλα, που δέχτηκε να με φιλοξενήσει από την πρώτη μέρα της δικτατορίας, ήρθα σε επαφή με τον Θέμη Μπανούση, μέλος του Κ.Σ. των Δ.Ν.Λ., ο οποίος μου μετέφερε την παρακάτω εικόνα: “Στις συνοικίες υπάρχει πλήρης διάλυση. Μόνο στο κέντρο της Αθήνας στελέχη της νεολαίας προσπαθούν να δημιουργήσουν πυρήνες αντίστασης. Όλοι συμφωνούν ότι μόνο ένας νέος φορέας μπορεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα της στιγμής”.
»Έτσι συμφωνούμε να μαζευτούμε το Πάσχα του ’67 όσο γίνεται πιο πολλοί, ώστε να εξασφαλιστή όσο γίνεται περισσότερο η ορθή πορεία. Στη σύσκεψη τελικά καταφέρνουν να φτάσουν οι Αριστείδης Μανωλάκος, Χρόνης Μίσιας, Θέμης Μπανούσης, Γιώργος Βότσης, ενώ οι Λεντάκης, Θεοδωρίδης και Τρίκας βρίσκονται ήδη σε στενή επαφή μαζί μας.
»Έτσι αποφασίζεται η ίδρυση του Πατριωτικού Μετώπου. Την επόμενη βδομάδα ο Γιώργος Κουπαρούσσος με μεταφέρει από το σπίτι του Δάνου, στο Φάληρο, στο σπίτι του Γιάννη Λελούδα, στο Λυκαβηττό.
»Κάνοντας μια μικρή στάση στο σπίτι του Κουπαρούσσου, στη Δάφνη, συναντώ τον Τάσο Δήμου (…). Μένουμε περίπου μισή ώρα μαζί και συμφωνούμε πλήρως στις εκτιμήσεις μας. Στο σπίτι του Λελούδα συναντώ τον Κώστα Φιλίνη, ο οποίος σε συνέχεια αναλαμβάνει την επαφή με όλα τα μέλη της καινούργιας οργάνωσης, του Πατριωτικού Μετώπου. (…)
Για τον ένοπλο αγώνα
»Όσον αφορά την τακτική της Αντίστασης, θα έπρεπε να πάρη παλλαϊκό πανεθνικό χαρακτήρα. Ενώ οι δυνάμεις της Αριστεράς θα έπρεπε, κατά το παράδειγμα του ΕΑΜ, να αποτελέσουν την ψυχή της νέας Αντίστασης.
»Επίσης θα έπρεπε να παίρνη όλο και πιο έντονο δυναμικό χαρακτήρα, η ένταση του οποίου θα καθορίζονταν κάθε στιγμή από το ύψος της οργανωτικής και ιδεολογικής μας κατάστασης και ακτινοβολίας. Ήμασταν κατά των πρόωρων και απελπισμένων ενεργειών, που, λόγω της βέβαιής του αποτυχίας, θα είχαν τελικά αρνητικές επιπτώσεις στον αγώνα του λαού μας.
Συμφωνούσαμε πάντως ότι αν οι υποκειμενικές συνθήκες μάς το επέτρεπαν, δεν είχαμε κανέναν λόγο να μη δούμε τον ένοπλο αγώνα μέσα στις πόλεις σαν μια μορφή που θα έδινε αποφασιστικά χτυπήματα στη δικτατορία».