Ο Μίκης Θεοδωράκης για πολλά χρόνια ταυτίστηκε με την Αριστερά. Πράγμα λογικό εφόσον προερχόταν από το κομμουνιστικό κίνημα και η ίδια του η διαμόρφωση έγινε μέσα στην περίοδο όπου ήταν ενεργά στρατευμένος.
Από την ΕΠΟΝ στους Λαμπράκηδες και την αντιδικτατορική πάλη
ΕΠΟΝίτης, μαχητής στα Δεκεμβριανά, Μακρονησιώτης: ο Μίκης Θεοδωράκης στα πρώτα του βήματα στη μουσική, είχε ταυτόχρονα και μια διαδρομή ανάλογη με αυτή χιλιάδων αγωνιστών. Κοντολογίς την ιστορία δεν την παρακολούθησε απλώς. Την έζησε στο πετσί του, οδυνηρά και βασανιστικά κάποιες στιγμές.
Αλλά και αργότερα, η ενεργή πολιτική στράτευση στην Αριστερά ήταν μια καθοριστική παράμετρος της ίδιας του της ύπαρξης. Έτσι όταν στη δεκαετία του 1960 κάνει αυτή την εκπληκτική του εμφάνιση στο μουσικό προσκήνιο, ξεκινώντας με τον Επιτάφιο (καθόλου τυχαία πάνω στην ποίηση του Ρίτσου για τη ματωμένη Πρωτομαγιά του 1936), μουσική στράτευση δείχνουν να είναι αδιαίρετες.
Και έτσι ο Μίκης είναι ταυτόχρονα ο Μίκης της Ρωμιοσύνης και ο Μίκης των Λαμπράκηδων. Δηλαδή ενός μοναδικού κινήματος στην ιστορία της Αριστεράς, που κατάφερε όχι απλώς να εκπροσωπήσει μια πολιτική τοποθέτηση, αλλά την αγωνία μιας ολόκληρης γενιάς για μια χώρα πιο δημοκρατική, δίκαιη και δημιουργική, όλη αυτή την εκπληκτική εμπειρία της «Χαμένης Άνοιξης», όταν ο ριζοσπαστισμός της νεολαίας συναντιόταν με τα αδικαίωτα αιτήματα των νικητών της Αντίστασης και ταυτόχρονα ηττημένων του Εμφυλίου, όλων αυτών που ζούσαν τη σκοτεινή πλευρά του μεταπολεμικού ελληνικού «οικονομικού θαύματος».
Και ο Μίκης ήταν τμήμα αυτής της εμπειρίας, όχι μόνο με τα τραγούδια και τη μουσική, αλλά και με την παρουσία του. Με τις περιοδείες στην Ελλάδα, τότε που η υποδοχή του Μίκη Θεοδωράκη από μαθητές μπορεί και να κόστιζε μια αποβολή από τα σχολεία της περιοχής, με δημόσιες παρεμβάσεις αλλά και με τη φλογερή παρουσία στη Βουλή ως βουλευτής της ΕΔΑ.
Είναι αλήθεια ότι από τότε η ηγεσία της Αριστεράς δεν τον θεωρούσε πάντα αξιόπιστο. Είχε τάση να κινείται πιο αυτόνομα, να κινείται πάντα «εντός γραμμής», παίρνει πρωτοβουλίες. Όμως, την ίδια στιγμή η απήχησή του ήταν μεγάλη και πραγματική και θα σφυρηλατηθεί ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και τη δράση του εκεί.
Ο Μίκης της Μεταπολίτευσης
Στη Μεταπολίτευση, με την Αριστερά διασπασμένη, ο Μίκης Θεοδωράκης, που θα υποστηρίξει μια εκδοχή «ενότητας της Αριστεράς», θα καταλήξει στη συμπόρευση με το ΚΚΕ. Πρώτα ως υποψήφιος δήμαρχος στην Αθήνα στις δημοτικές εκλογές του 1978 και μετά ως βουλευτής Επικρατείας στις εκλογές του 1985 και του 1989.
Η συνεργασία του με τη ΝΔ και την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη θα εκπλήξει πολλούς και θα ενισχύσει τον χαρακτηρισμό του «ανεμοδούρα» που συχνά τον ακολουθούσε, σε σχέση με τις συχνές μεταπτώσεις. Όμως, στην πραγματικότητα ο Μίκης απλώς πήρε ένα νήμα από τις πολιτικές επιλογές που είχε ούτως ή άλλως κάνει η Αριστερά, όπως φάνηκε με τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και αργότερα τη συμμετοχή στην Οικουμενική κυβέρνηση.
Πολλοί θεώρησαν τότε ότι ο Μίκης έπαιρνε διαζύγιο από την Αριστερά, ή ότι προσχωρούσε στη γραμμή της «Εθνικής Συμφιλίωσης». Εν μέρει θα μπορούσε κανείς να πει ότι αυτό έστεκε. Αν και για άλλη μια φορά ο Μίκης απλώς «μετέφραζε» στην ατομική του πολιτική στάση, κάτι που σαν κλίμα υπήρξε στον «λαό της αριστεράς», δηλαδή τη λογική ότι «πέφτουν τα τείχη» και οι «διαχωριστικές γραμμές».
Παρ’ όλα αυτά ο Μίκης δεν θα συνεχίσει την πολιτική του διαδρομή σε συμπόρευση με τη ΝΔ. Ούτως ή άλλως η ατομική του πολιτική ιδεολογία και φιλοσοφία, διατυπωμένη στο παλίμψηστο ενός πλήθους από τοποθετήσεις, συνεντεύξεις, βιβλία, μπορεί να μετατοπιζόταν σταδιακά από έναν κλασικό λόγο της Αριστεράς, όμως δεν μετακινιόταν και σε κάποια «δεξιότερη» κατεύθυνση, ό,τι και εάν θα σήμαινε αυτό.
Την ίδια στιγμή δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον του για την αλληλεγγύη. Θα το δείξει ίσως με χαρακτηριστικό τρόπο στη συναυλία κατά των βομβαρδισμών στην Γιουγκοσλαβία. Ούτως ή άλλως, ο Μίκης ποτέ δεν έχασε την επιμονή σε έναν διεθνισμό «παλαιάς κοπής». Το έδειξε σε σχέση με την Τουρκική αριστερά, το έδειξε απέναντι στους Παλαιστινίους (διατηρώντας πάντα μεγάλο κύρος και στο ίδιο το Ισραήλ), το έδειξε ακόμη και όταν στη δεκαετία του 1990 δεν θα ταυτιστεί με την κυρίαρχη γραμμή στο «Μακεδονικό».
Στην εποχή των Μνημονίων
Στην εποχή των Μνημονίων ο Μίκης θα προσπαθήσει και πάλι να παρέμβει πολιτικά. Πλέον το βασικό χνάρι θα είναι ο πατριωτισμός. Ούτως ή άλλως, αυτό ήταν ένα στοιχείο στο οποίο συχνά επέστρεφε, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι προέρχεται από μια γενιά που κατεξοχήν θεώρησε ότι ο δρόμος για την κοινωνική χειραφέτηση περνούσε από την εθνική χειραφέτηση.
Στην εποχή των Μνημονίων και της συνθήκης «μειωμένης κυριαρχίας» που διαμόρφωναν, το όραμα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη φαινόταν να αποκτά ξανά επικαιρότητα και η «Σπίθα» που συνδύαζε όλο το κλασικό ρεπερτόριο μιας «πατριωτικής Αριστεράς» χωρίς ταυτόχρονα να επικαλείται ρητά την Αριστερά ως ταυτότητα, φαινόταν να μπορεί να συναντηθεί με ένα ευρύτερο ακροατήριο. Ωστόσο, την ίδια στιγμή ένα μέρος αυτού του ακροατηρίου φάνηκε ότι μπορούσε να το προσελκύσει και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης θεώρησε ότι μπορούσε να διαμορφωνόταν ένα μεγάλο ενωτικό πατριωτικό κίνημα χωρίς αναφορά σε αριστερή ταυτότητα. Μάλιστα, υποστήριξε αργότερα ότι υπήρχε μια τέτοια συμφωνία και ότι η παρουσία του στη μεγάλη διαδήλωση στις 12 Φεβρουαρίου 2012 ήταν σε αυτό το πλαίσιο, όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τήρησε τη συμφωνία. Παρ’ όλα αυτά στην πράξη, αποφεύγοντας η «Σπίθα» να πάρει πιο συγκροτημένη μορφή, ο Μίκης διευκόλυνε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την πορεία προς την εξουσία.
Οι αντιφάσεις, ιδεολογικές και στρατηγικές, μιας θεώρησης των πραγμάτων μόνο υπό το πρίσμα μιας «πατριωτικής» οπτικής, ήταν εμφανείς – και ούτως ή άλλως αντανακλούσαν και την εκρηκτική αντιφατικότητα και του ίδιου του «αντιμνημονιακού κινήματος. Θα γίνουν ακόμη πιο έντονες στην περίοδο της σύγκρουσης για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η παρουσία του Μίκη στο συλλαλητήριο στην Αθήνα, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, γιατί ο Μίκης φαινόταν να υιοθετεί πλήρως την κλασική «εθνικιστική» ρητορική για το ζήτημα, σε σύγκρουση με μια κυβέρνηση που υλοποιούσε την κλασική θέση της Αριστεράς για το θέμα, και σε μια συγκέντρωση όπου είχε έντονη παρουσία η ακροδεξιά, συμπεριλαμβανομένης και της Χρυσής Αυγής.
Όμως, με έναν τρόπο έτσι ήταν ο Μίκης. Από τη μια εξαιρετικά ικανός να συλλαμβάνει τάσεις και δυναμικές που μπορεί να υπήρχαν. Από την άλλη έτοιμος να τις αποδεχτεί ως τέτοιες χωρίς απαραίτητα να τις μετασχηματίζει. Ο ίδιος πίστευε – και το έγραψε και το είπε κατ’ επανάληψη – ότι είχε ως ένα βαθμό καταφέρει να ξεφύγει από τα όρια της ιστορικής αριστεράς. Όμως, την ίδια στιγμή κουβαλούσε αρκετά από αυτά, με την «εθνική» ανάγνωση των πραγμάτων να είναι ίσως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά.