Από τις πρώτες νότες θυμίζει Ελλάδα. Ξεκινά σε αργό ρυθμό και όσο προχωράει επιταχύνεται, παραμένοντας αναλλοίωτο στο χρόνο και ξεχωρίζοντας αναμέσα στις αμέτρητες καλλιτεχνικές κληρονομιές μας: Ο λόγος για τον χορό του Ζορμπά, το μοναδικό συρτάκι, που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και περιλήφθηκε στο άλμπουμ «Zorba the Greek», που ήταν και το soundtrack της ταινίας «Αλέξης Ζορμπάς».
Η ταινία κυκλοφόρησε το 1965 σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη με πρωταγωνιστή τον Άντονι Κουίν. Ήταν βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Ζορμπάς» και κέρδισε τρία Όσκαρ. Με την κυκλοφορία της ταινίας το κομμάτι έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο, ενώ διάφοροι μουσικοί από όλες τις χώρες και από όλα τα είδη της μουσικής το διασκεύασαν χαρίζοντάς του από μια θέση σε πολλά μουσικά charts παγκοσμίως. Ο χορός είναι γνωστός και σαν «Zorba the Greek Dance Syrtaki».
Πρόκειται για ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια του Έλληνα συνθέτη και έχει συμπεριληφθεί σε πολλούς compilation δίσκους του.
Ακόμη και σήμερα, 56 χρόνια μετά την πρώτη φορά που ακούστηκε αυτή η μουσική στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τον Άντονυ Κουίν, υπάρχουν άνθρωποι σε όλες τις άκρες του κόσμου που ακούγοντας τις δύο πρώτες νότες του «Ζορμπά», ακούν την Ελλάδα.
Το συρτάκι είναι μια μίξη στοιχείων από ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς, όπως το χασάπικο και το χασαποσέρβικο. Ο ρυθμός που αποκτά ενώ το κομμάτι συνεχίζει είναι τέτοιος, που λίγοι καταφέρνουν να τον ακολουθήσουν. Η χορογραφία του ανήκει στον Γιώργο Προβιά.
Η ονομασία του δεν είναι τυχαία, καθώς η λέξη «συρτάκι» προέρχεται από τη λέξη «συρτός». Είναι ένας χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για μια ομάδα παραδοσιακών χορών στους οποίους οι χορευτές σέρνουν τα πόδια τους. Όμως, το συρτάκι ενώνει τον συρτό χορό με τον χορό που περιλαμβάνει συχνές, μικρές και πολύ γρήγορες αναπηδήσεις των ποδιών, στο πιο γρήγορο μέρος του. Κι αυτό είναι που το κάνει μοναδικό.
Οι χορευτές σχηματίζουν γραμμή ή κύκλο και κρατούν τον ώμο του διπλανού τους ενώ χορεύουν. Δεν είναι εύκολο για όλους να αντέξουν μέχρι το τέλος του κομματιού. Καθώς ο ρυθμός ανεβαίνει τόσο πολύ, τα βήματα γίνονται όλο και πιο γρήγορα. Τόσο που απαιτείται πολύ καλή φυσική κατάσταση για να μπορέσει κανείς να αντεπεξέλθει.