Στα ύψη εκτινάχθηκαν οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής εξαιτίας της ανόδου του πληθωρισμού σε όλον τον κόσμο, την ώρα που σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ οι τιμές τον Ιούλιο σημείωσαν άνοδο 31%, ενώ ο Δείκτης Αγροτικών Προϊόντων που αποτελείται από μια ομάδα προϊόντων (μελλοντικά συμβόλαια σε σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια, καφέ, ζάχαρη, κακάο, βαμβάκι κ.ά.) αυξήθηκε κατά 58% το τελευταίο 12μηνο. Ενα μέρος της ανόδου τιμών έχει προσωρινό μάλλον χαρακτήρα, καθώς πυροδοτείται από τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα εξαιτίας της πανδημίας, αλλά υπάρχουν και δομικοί παράγοντες όπως η κλιματική αλλαγή και η αδιάκοπη ζήτηση για εισαγωγές από την Κίνα, παράγοντες που ήρθαν για να μείνουν.
«Το μέλλον των τροφίμων»
Οπως υπολόγισε μάλιστα έρευνα της Morgan Stanley που εξετάζει «το μέλλον των τροφίμων», καθώς μέχρι το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα ξεπεράσει τα 10 δισεκατομμύρια, για να καλυφθεί η επιπλέον ζήτηση η παγκόσμια προσφορά τροφίμων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 50%. Την ίδια στιγμή όμως, σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον το 44% του σιταριού, το 43% του ρυζιού, το 32% του αραβοσίτου και το 17% της παραγωγής σόγιας κινδυνεύουν λόγω της κλιματικής αλλαγής, την ώρα που ο αγροτικός τομέας αναμένεται να εκπέμπει 16% περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα, σε μια εποχή που οι στόχοι που έχουν τεθεί κάνουν λόγο για κλιματική ουδετερότητα.
Για να μην πεινάσει ο πλανήτης, η μελέτη της αμερικανικής τράπεζας θεωρεί πως θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε επενδύσεις στον τομέα της ανάπτυξης των σπόρων, της ανάπτυξης της τεχνολογίας, της περαιτέρω αύξησης του τομέα της ιχθυοκαλλιέργειας, αλλά και της ανάπτυξης του τομέα των εναλλακτικών καλλιεργειών. H κάθετη γεωργία θα μπορούσε να καλύψει το 80% της ζήτησης τροφίμων στις αστικές περιοχές, ενώ η γεωργία ακριβείας, μέσω της χρήσης τεχνητής νοημοσύνης, drones, αυτόνομων μηχανημάτων και έξυπνων συστημάτων άρδευσης, θα μπορούσε να αποφέρει αύξηση της παραγωγικότητας κατά 70%, εκτίμησε σε ανάλογη έρευνα η Credit Suisse.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ελβετικής τράπεζας, σχεδόν 700 εκατομμύρια άνθρωποι σήμερα υποσιτίζονται (ενώ ταυτόχρονα περίπου 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι) κοστίζοντας στην παγκόσμια οικονομία 13,6 τρισ. δολάρια ετησίως. Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων πρέπει να αλλάξει, υποστηρίζει, καθώς η παραγωγή και η κατανάλωση τροφίμων συμβάλλει ήδη πάνω από 20% στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενώ αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας κατανάλωσης γλυκού νερού. Με δεδομένη μάλιστα την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού κατά 2 δισεκατομμύρια, παράλληλα με τη μεταβολή στις διατροφικές συνήθειες μιας ανερχόμενης μεσαίας τάξης από τις αναδυόμενες αγορές, οι εκπομπές ρύπων θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 46%, ενώ η ζήτηση για αγροτική γη κατά 49%.
Η άνοδος των τιμών πιέζει τις οικογένειες με τα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ η εικόνα είναι κοινή και συχνή είτε πρόκειται για τα σουπερμάρκετ είτε για τις λαϊκές αγορές.
Σημαντική άνοδο σημειώνουν τον τελευταίο χρόνο το σιτάρι, η ζάχαρη και το βαμβάκι, ο χυμός πορτοκαλιού, τα βοοειδή, το ρύζι, το καλαμπόκι κ.ά. Λόγω της ακρίβειας, το κρέας είναι συνήθως το πρώτο που φεύγει από το τραπέζι, αφήνοντας χώρο για πιο φθηνές πρωτεΐνες όπως τα αβγά, το γάλα ή τα φασόλια. Σε ορισμένα νοικοκυριά στον κόσμο ένα ποτήρι γάλα θεωρείται πολυτέλεια και το γεύονται μόνο τα παιδιά, ενώ και τα φρέσκα φρούτα, που λογίζονταν αναγκαία, τώρα λείπουν. Το 2008 και το 2011 οι αυξημένες τιμές στα βασικά είδη διατροφής προκάλεσαν διαδηλώσεις και ταραχές σε 30 και πλέον χώρες στην Αφρική, στην Ασία και στη Μέση Ανατολή.
Οι τιμές στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, στη σταδιακή άνοδο των τιμών που πυροδοτεί επί μήνες ο εισαγόμενος πληθωρισμός από καύσιμα, μέταλλα, πρώτες ύλες και μεταφορικά ήρθε να προστεθεί η έλλειψη και κατά συνέπεια η άνοδος των τιμών των οπωροκηπευτικών μετά τις πρόσφατες πυρκαγιές, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένονται εξελίξεις και στις τιμές του ελαιολάδου και άλλων βασικών προϊόντων διατροφής. Σύμφωνα με την αγορά, μεγάλη άνοδος των τιμών καταγράφηκε πρώτα στις λαϊκές αγορές και στα συνοικιακά οπωροπωλεία, αλλά αναμένεται να περάσει και στις μεγάλες αλυσίδες των σουπερμάρκετ.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τον τελευταίο χρόνο προκύπτουν ενδεικτικά ανατιμήσεις στα ακόλουθα προϊόντα: φυσικό αέριο 72,32%, πετρέλαιο κίνησης 20,25%, βενζίνη 16,8%, άλλα βρώσιμα έλαια 16,32%, αρνί και κατσίκι 13,21%, νωπά λαχανικά 8%, νωπά ψάρια 6,58%, νωπά φρούτα 5,19%, φρέσκα θαλασσινά 4,39%, τυριά 3,54%, μαργαρίνη και άλλα φυτικά λίπη 3%, ελαιόλαδο 2,61%, πίτσες και πίτες 2,08%, ζυμαρικά 1,83%, παιδικές τροφές 1,73%, κατεψυγμένα ψάρια 1,73%, αλεύρι 1,69% και πατάτες 1,21%.
Επίσης ο δείκτης εισροών – εκροών στη γεωργία και στην κτηνοτροφία, που εξετάζει το κόστος παραγωγής και τις τιμές από το χωράφι ή την κτηνοτροφική μονάδα, σημείωνε τον Ιούνιο (προτού δηλαδή ξεσπάσουν οι πυρκαγιές) άνοδο 5,7% έναντι αύξησης 5,3% για τον Μάιο και 3,7% για τον Απρίλιο. Τις επιπτώσεις από την αύξηση των διεθνών τιμών πρώτων υλών καθώς και των μεταφορικών αρχίζουν να επηρεάζουν και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίλημμα είτε να μετακυλίσουν μέρος των αυξήσεων στις τιμές των προϊόντων τους είτε να απορροφήσουν την αύξηση μειώνοντας το περιθώριο κέρδους τους.
Ο αγροδιατροφικός τομέας
Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα, παρά τις ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, δεν κατάφερε να εκμεταλλευθεί τη διεθνή δυναμική (με την ελληνική πρωτογενή παραγωγή να αυξάνεται κατά μόλις 14% την τελευταία 20ετία, έναντι 36% στην Ευρώπη και 170% διεθνώς).
Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων παρέμεινε μάλιστα στάσιμη την τελευταία 10ετία, την ώρα που στην Ευρώπη αυξήθηκε 23%, ενώ ο βαθμός επεξεργασίας τροφίμων παραμένει χαμηλός, με τη βιομηχανία τροφίμων να προσθέτει μόλις 31% στην αγροτική παραγωγή, έναντι 53% κατά μέσο όρο στη Μεσόγειο.
Με όχημα όμως το Ταμείο Ανάκαμψης, η χώρα μπορεί να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και να προχωρήσει σε επενδύσεις υψηλής απόδοσης ώστε να ενδυναμώσει την αλυσίδα αξίας, σε έναν κλάδο που έχει ξεκάθαρο συγκριτικό πλεονέκτημα. Ο εγχώριος αγροδιατροφικός τομέας θα μπορούσε, όπως εκτιμά, να διπλασιάσει το αποτύπωμά του στην ελληνική οικονομία (όφελος της τάξης των 13 δισ. ευρώ σε όρους προστιθέμενης αξίας), ενώ τα παραδείγματα άλλων χωρών (όπως η Ιταλία σε όρους τυποποίησης και το Ισραήλ σε όρους τεχνολογίας) μπορούν να αποτελέσουν οδηγό επιτυχημένων στρατηγικών αξιοποίησης των δυνατοτήτων τόσο στον πρωτογενή τομέα όσο και στη βιομηχανία τροφίμων ξεκλειδώνοντας σημαντική παραγωγική δυναμική.
Οι Κινέζοι οργανώνουν την παραγωγή τους
Οι προηγμένες οικονομικά χώρες προετοιμάζουν την αγροτική τους παραγωγή και θωρακίζουν τη διατροφική τους αυτάρκεια, αντιλαμβανόμενες – μεσούσης της πανδημίας – ότι το παιχνίδι στο μέλλον παίζεται στη διατροφική αυτάρκεια αλλά και στην επάρκεια σε πόσιμο νερό.
Για παράδειγμα, κριθάρι με 25 λεπτά το κιλό και καλαμπόκι με 30 λεπτά φορτώνουν οι Κινέζοι από το λιμάνι της Βάρνας στη Βουλγαρία. Είναι προφανές ότι επεκτείνουν την κτηνοτροφία τους ώστε να καταστούν αυτάρκεις. Ο λόγος είναι ότι Ευρώπη και ΗΠΑ βάζουν πλέον περιβαλλοντικά τέλη και δασμούς για εισαγωγές, οπότε διαβλέπουν πως στο μέλλον η παγκόσμια οικονομία θα κριθεί και από τη διασφάλιση της διατροφικής αυτάρκειας. Αναπτύσσουν πλέον τεράστιες μονάδες με αγελάδες και γουρούνια (250.000 αγελάδες η τελευταία που στήθηκε στην Ανατολική Κίνα) για να καλύψουν μελλοντικές επισιτιστικές ανάγκες. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι στο μέλλον, λόγω και της κλιματικής κρίσης, οι πόλεμοι θα είναι για νερό και τρόφιμα.
Η επιστροφή του πληθωρισμού και οι κεντρικές τράπεζες
Η επιστροφή του πληθωρισμού στις οικονομίες που ανακάμπτουν μετά τα σοκ των lockdown κατά της πανδημίας επηρεάζει τις αγορές και δημιουργεί το ερώτημα εάν αυτές οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις του πληθωρισμού θα αποδειχθούν προσωρινές ή πιο επίμονες.
Προς το παρόν οι κεντρικές τράπεζες τηρούν στάση αναμονής, διατηρούν ανοιχτούςς τους κρουνούς ρευστότητας στις οικονομίες (ιδίως στην ευρωζώνη), καθώς θεωρούν ότι δεν έχουμε τελειώσει με την πανδημία, και στέλνουν τα μηνύματά τους διατηρώντας αμετάβλημα (σχεδόν μηδενικά) τα επιτόκια.
Τι λένε οι μελετητές
Ωστόσο η συζήτηση για τον πληθωρισμό και τον επόμενο κύκλο της οικονομίας άνοιξε. Στη συζήτηση αυτή συμμετέχουν οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank, οι οποίοι στη μελέτη τους «Πληθωριστικές πιέσεις: Συνέπειες & Προοπτική» καταγράφουν τι συμβαίνει σε όλον τον κόσμο τονίζοντας τα εξής:
«Οι μεγάλες αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στον πληθωρισμό αποδίδονται κατ’ αρχάς σε παροδικούς παράγοντες, όπως τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, σε προσωρινές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης κατά το άνοιγμα των οικονομιών μετά τα παρατεταμένα lockdown, στην πραγματοποίηση δαπανών που αναβλήθηκαν εν μέσω των lockdown και στις ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την προηγούμενη πτώση των τιμών.
Ωστόσο, οι υπολανθάνουσες αιτίες του πληθωρισμού σχετίζονται με τα πρωτοφανούς μεγέθους νομισματικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας COVID-19 (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των επιτοκίων και της επέκτασης του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών, ήτοι την ποσοτική χαλάρωση), τις καθυστερήσεις στην παραγωγή από τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της ζήτησης».
Οι μελετητές Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος, Παρασκευή Πετροπούλου και Ολγα Κοσμά επισημαίνουν τα εξής:
«Ο πληθωρισμός αυξάνεται τους τελευταίους μήνες στις περισσότερες ανεπτυγμένες – και σε πολλές αναπτυσσόμενες – οικονομίες. Μεταξύ των πρώτων, το φαινόμενο αφορά περισσότερο τις ΗΠΑ και λιγότερο την ευρωζώνη, όπου η ασθενέστερη ανάκαμψη και δομικοί παράγοντες συγκρατούν τον πληθωρισμό σε χαμηλότερα συγκριτικά επίπεδα. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ιουνίου για τις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε υψηλό 13 ετών (5,4% ετησίως), ενώ ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1991 (4,5% ετησίως). Αυτό οφείλεται κυρίως στις υπηρεσίες μεταφορών και καταλυμάτων λόγω του ανοίγματος της οικονομίας (αεροπορικά εισιτήρια και καταλύματα +24,6% και +15,0% αντίστοιχα ετησίως τον Ιούνιο), καθώς και στην αύξηση της ζήτησης για μεταχειρισμένα οχήματα εξαιτίας της παγκόσμιας έλλειψης ημιαγωγών (+45,2% για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και φορτηγά σε ετήσια βάση τον Ιούνιο).
Στην ευρωζώνη ο κύριος δείκτης τιμών καταναλωτή ανήλθε τον Ιούλιο στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2018 (+2,2% ετησίως), κυρίως λόγω επιδράσεων βάσης στις τιμές ενέργειας και της προσωρινής μείωσης του ΦΠΑ στη Γερμανία το δεύτερο εξάμηνο του 2020, ενώ ο δομικός υποχώρησε για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες (+0,7% ετησίως) λόγω προσωρινών παραγόντων.
Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και περιουσιακών στοιχείων στις οποίες οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εντονότερες, με σημαντικές συνέπειες σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, ειδικά για τις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες αλλά και για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Χαρακτηριστικά, οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν αυξηθεί από την αρχή της πανδημίας σωρευτικά περίπου 60%. Η ενέργεια έχει αυξηθεί κατά 90% μεταξύ Απριλίου 2020 – Αυγούστου 2021 ενώ το πετρέλαιο Brent έχει τριπλασιάσει την τιμή του σε περίπου $70/bbl σήμερα από $19/bbl στις 21 Απριλίου 2020, το χαμηλότερο επίπεδο σε περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τα βιομηχανικά μέταλλα έχουν αυξηθεί κατά 77%, τα αγροτικά προϊόντα και τα σιτηρά κατά 67%. Ομοίως και οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται από την έναρξη της πανδημίας συγκριτικά ταχύτερα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο (12,6% και 9% ετησίως αντίστοιχα) έναντι 5,8% στην ευρωζώνη».
Το δίλημμα
Ολοι οι παραπάνω παράγοντες που ενδεχομένως συμβάλλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων έχουν διαφορετικό χρόνο εκδήλωσης. Η νομισματική χαλαρότητα, θεωρητικά, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να αντιστραφεί πιο γρήγορα, καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούν να μειώσουν την προσφορά χρήματος άμα τη εμφανίσει προειδοποιητικών σημαδιών υπερθέρμανσης και πιέσεων στις βασικές τιμές και στους μισθούς.
Ωστόσο, στο δίλημμα μεταξύ της πιθανά πρόωρης απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πρόληψη του πληθωρισμού και της αναμονής μέχρι να πειστούν ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι διατηρήσιμη, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες έχουν υποδηλώσει ότι θα επιλέξουν το δεύτερο.
Επομένως, στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και ιδίως στην ευρωζώνη) βρισκόμαστε ακόμη μακριά από την απόσυρση των διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής.