Οι δραματικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν με την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν διαμορφώνουν οπωσδήποτε ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ υπέστησαν μια ταπεινωτική ήττα ύστερα από εικοσαετή στρατιωτική παρουσία στη χώρα με στόχο την εξουδετέρωση της τρομοκρατίας (Αλ Κάιντα κ.λπ.) και την οικοδόμηση ενός νέου δημοκρατικού συστήματος. Κίνα και Ρωσία πανηγυρίζουν καθώς βγαίνουν ωφελημένες πολλαπλώς από τις εξελίξεις. Αλλά μια άλλη χώρα που επίσης φαίνεται να βγαίνει ωφελημένη είναι η Τουρκία. Αγκυρα και Ταλιμπάν αναφέρονται σε «αδελφική μεταξύ τους σχέση». Και στη βάση αυτή η Τουρκία διεκδικεί έναν νέο γεωπολιτικό ρόλο: αυτόν της χώρας-γέφυρας ανάμεσα στο Αφγανιστάν/Ταλιμπάν και στη Δύση, κάτι που Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες φαίνεται να ενθαρρύνουν (άλλωστε υπάρχει και η διάσταση του Προσφυγικού/Μεταναστευτικού). Ετσι η Τουρκία (με Πακιστάν και Ιράν) δεν αποκλείεται να καταστεί ο πλέον προνομιακός συνομιλιτής των Ταλιμπάν και κρίσιμος παράγων στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτές όμως οι εξελίξεις θα πρέπει να οδηγήσουν την Ελλάδα «να ξανασκεφτεί» την εξωτερική της πολιτική. Και πρώτα απ’ όλα να ξανασκεφτεί το ζήτημα «Τουρκία». Να το σκεφτεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την πρόσφατη στρατιωτική συμφωνία με Β. Μακεδονία, τη διαφαινόμενη εξομάλυνση των σχέσεών της με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), αλλά και τα νέα δεδομένα συνεργασίας που υπαγορεύουν η κλιματική κρίση (πυρκαγιές), ο νέος ρόλος των ΗΠΑ αλλά και οι κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν (πυρκαγιές, Προσφυγικό) και που θα είναι ολοένα και περισσότερες κ.λπ. Ισως τελικά η μια χώρα να έχει ανάγκη την άλλη περισσότερο απ’ ό,τι νομίζουμε. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν η Τουρκία να αναλαμβάνει νέους ρόλους, να ενισχύει την παρουσία της ως περιφρειακή δύναμη και η Ελλάδα να μην επανεξετάζει κάποιες βασικές «παραμέτρους» της πολιτικής της.
Αλλά θα πρέπει να σκεφτεί και κάποια άλλα συναφή «ελλείμματα» της εξωτερικής πολιτικής που ακουμπούν και στη διάδραση της πολιτικής με την κοινωνία. Ως πρώτο έλλειμμα θα κατέγραφα την απουσία μιας ολοκληρωμένης συνεκτικής Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας. Αλλά με σημαντική καθυστέρηση, η Ελλάδα φαίνεται ότι θα αποκτήσει επιτέλους Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (η οποία θα εκπονηθεί με ευθύνη του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, καθηγητή Θ. Ντόκου). Θα ακολουθήσει έτσι το παράδειγμα άλλων ανεπτυγμένων χωρών, μεγάλων ή μικρών, και κυρίως αυτό της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Η τελευταία εκπόνησε τη σχετική της στρατηγική το 2016 (A Global Strategy for the European Union’s Foreign and Security Policy). Παράλληλα επεξεργάζεται την περίοδο αυτή τη «Στρατηγική Πυξίδα» («Strategic Compass») για την καλύτερη προετοιμασία της στην αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και τη δημιουργία κοινής στρατηγικής κουλτούρας. Προφανώς τα κείμενα αυτά θα ληφθούν υπ’ όψιν για την ελληνική Στρατηγική, η οποία θα πρέπει να αποτελέσει έναν μελλοντικό οδηγό για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Θα καλυφθεί έτσι ένα βασικό δομικό «έλλειμμα». Ωστόσο θα πρέπει να εξετασθούν τρεις τουλάχιστον άλλες πτυχές/ελλείμματα:
Πρώτον, ο θεσμικός – ουσιαστικός, όχι τυπικός – τρόπος διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής. Πριν από είκοσι περίπου χρόνια (1999) έγραψα ένα δοκίμιο σε αγγλική έκδοση βιβλίου με τίτλο «The Model of Foreign Policy – Making in Greece: Personalities versus Institutions» – «Το Πρότυπο Διαμόρφωσης Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα: Προσωπικότητες έναντι Θεσμών». Στο άρθρο αυτό επισήμανα τεκμηριωμένα την κυριαρχία των προσωπικοτήτων (εκάστοτε ΥΠΕΞ κ.λπ.) στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και τον σχετικά υποβαθμισμένο ρόλο των θεσμών και απρόσωπων διαδικασιών (συλλογικών οργάνων, διπλωματικής υπηρεσίας κ.ά.). Αλλά όσο ικανοί κι αν είναι οι ΥΠΕΞ (που κατά κανόνα είναι), χρειάζονται η θεσμική μνήμη και ο θεσμικός ρόλος. Από τότε και μέχρι σήμερα αρκετά έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Αλλά παραμένει ένα ερώτημα, εάν και κατά πόσο ακολουθείται μια θεσμικά δομημένη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής με όλα τα σχετικά στάδια (προετοιμασία, υιοθέτηση, εφαρμογή, παρακολούθηση) και με όλες τις σχετικές προϋποθέσεις και κριτήρια. Και κυρίως ποια κουλτούρα επικρατεί, αυτή της επίλυσης των προβλημάτων (problem-solving) ή απλώς της διαχείρισής τους; Υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα επικρατούσας κουλτούρας για το ΥΠΕΞ.
Δεύτερον, η βασική συναίνεση γύρω από τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι μια απόλυτα επιθυμητή κατάσταση (πολύ περισσότερο η εθνική ενότητα που θα πρέπει να είναι αρραγής στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας). Αλλά όχι και μια τυφλή συναίνεση σε έναν παρονομαστή που ουσιαστικά ακυρώνει τη δημοκρατική αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στις κεντρικές επιλογές και στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Γιατί αυτή τη στιγμή αυτό το πρότυπο συναίνεσης εν πολλοίς επικρατεί ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Διαφωνούν σε επιμέρους χειρισμούς, αλλά μέχρι εκεί. Δεν προσφέρουν ριζικές εναλλακτικές προτάσεις και ιδέες. Ετσι το λεγόμενο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής τελειώνει πάντα «σε κλίμα συναίνεσης». Ναι, αλλά το Συμβούλιο έγινε για ουσιαστικό διάλογο, αντιπαράθεση επιχειρημάτων και κατάθεση προτάσεων και όχι για να καταγράφει συναινέσεις, γνήσιες ή πλαστές. Αυτό το φαινόμενο της συναίνεσης δεν παρουσιάζεται σε καμιά απολύτως δημοκρατική χώρα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει φτάσει μέχρι το σημείο να πει ότι προωθεί «μια ταξική πολιτική για τη μεσαία τάξη» (βλέπε λόγο του στο State Department, 4 Φεβρουαρίου 2021). Κανένας δεν θα ήθελε μια τέτοια πολιτική σε μια χώρα στην οποία διακυβεύονται ύψιστα αγαθά. Ενας υψηλός βαθμός συναίνεσης είναι αναγκαίος, αλλά όχι όμως τέτοιος που να μην επιτρέπει την έκφραση διαφορετικής εναλλακτικής άποψης. Θα είχε ενδιαφέρον αν υπήρχε και στην Ελλάδα θεσμοποιημένη (στον Οργανισμό του ΥΠΕΞ) διαδικασία τύπου Dissent Channel που υπάρχει στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες και που επιτρέπει στους διπλωμάτες να εκφράζουν τη ριζική διαφωνία τους και εναλλακτικές προτάσεις για επιλογές της εξωτερικής πολιτικής χωρίς τιμωρητικές συνέπειες (διαφωνία και προτάσεις πέρα από τις τρέχουσες γραφειοκρατικής μορφής).
Τρίτον, το περίφημο «δίλημμα των φυλακισμένων» διδάσκει ότι επιτυγχάνονται άριστα (optimum) καλύτερα αποτελέσματα πολιτικής εάν μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών υπάρχει εμπιστοσύνη (trust), επικοινωνία, ανταλλαγή πληροφοριών κ.λπ. Το ερώτημα είναι εάν θέλουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα και για π.χ. τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πόσο φροντίζουμε για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Η πρόσφατη «ελληνοτουρκική θετική ατζέντα» είναι ένα καλό βήμα (και) προς την κατεύθυνση αυτή. Αλλά ο λόγος που εκπέμπεται λ.χ. από σημαντική μερίδα του επικοινωνιακού σύστηματος όχι μόνο δεν συμβάλλει αναλογικά στη δημιουργία και εμπέδωση εμπιστοσύνης, αλλά μάλλον προς το αντίθετο – την κλονίζει. Αυτό είναι ένα θεμελιακό έλλειμμα για τη Ελλάδα, όπως επισήμανε πρόσφατα σε συνέντευξή του και ο Φράνσις Φουκουγιάμα («ΤΑ ΝΕΑ», 10/7).
{IDI}Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος
του επιστημονικού συμβουλίου του FEPS. Από
τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».{IDI}