Λίγες ημέρες απομένουν από την έλευση του φθινοπώρου, με τον Σεπτέμβριο να αποτελεί μήνα-crash test για την εξέλιξη της πανδημίας στη χώρα μας. Η επαναλειτουργία των σχολείων, η ενεργοποίηση της νέας δέσμης μέτρων που δημιουργεί μια πραγματικότητα δύο ταχυτήτων για εμβολιασμένους και μη, αλλά και η εφαρμογή του μέτρου της αναστολής εργασίας των υγειονομικών που αρνήθηκαν το εμβόλιο, είναι οι νέες προκλήσεις εν μέσω του τέταρτου κύματος.
Στο πλαίσιο αυτό, το Σαββατοκύριακο που πέρασε αποτέλεσε διήμερο σημαντικών αποφάσεων για τα σχολεία. Η ανταλλαγή απόψεων των μελών της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων συνεχίζεται σήμερα και αύριο με στόχο την ερχόμενη εβδομάδα να έχουν καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις σχετικά με την πλέον ασφαλή λειτουργία των μαθητικών αιθουσών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η στόχευση είναι οι τάξεις να παραμείνουν ανοιχτές παρά το υψηλό ιικό φορτίο που καταγράφεται στη χώρα μας. Μάλιστα, δεδομένης της βαθιάς διείσδυσης του μολυσματικού στελέχους Δέλτα στην κοινωνία, οι επιστήμονες κρίνουν ότι εφεξής τα τμήματα δεν πρέπει να κλείνουν για προληπτικούς λόγους στην περίπτωση εντοπισμού ενός κρούσματος. Αντιθέτως, επαναπροσδιορίζοντας τον ορισμό της «στενής επαφής», προκρίνουν τη λύση του τακτικού ελέγχου (ακόμη και κάθε δύο ημέρες) των συμμαθητών σε βάθος ενός δεκαημέρου από τον εντοπισμό του επιβεβαιωμένου κρούσματος. Επιπρόσθετα, προσανατολίζονται ο έλεγχος να γίνεται με rapid test, με τη συνδρομή του ΕΟΔΥ, τόσο για τους μαθητές δημοτικού όσο και για τους μαθητές γυμνασίου και λυκείου, για τους οποίους έχει ενεργοποιηθεί η πλατφόρμα προγραμματισμού ραντεβού σε εμβολιαστικό κέντρο.
Σε κάθε περίπτωση, οι αλλαγές που δρομολογούνται αποτελούν μια στροφή στη στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας, καθώς η εισβολή του νέου στελέχους και στη χώρα μας έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα. Πάντως, οι ίδιες πηγές σημείωναν στα «ΝΕΑ» ότι τα σχολεία πρέπει πάση θυσία να μείνουν ανοιχτά, εστιάζοντας στο γεγονός ότι μικροί και μεγάλοι μαθητές έχουν ήδη στερηθεί δύο χρόνια διά ζώσης εκπαίδευσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παράλληλα, όμως είναι διάχυτη η αγωνία για όσα θα εκτυλιχθούν το ερχόμενο διάστημα στην περίπτωση που δεν συρρικνωθεί σημαντικά η «δεξαμενή» των ανεμβολίαστων πολιτών. Η έναρξη της σχολικής χρονιάς – που σηματοδοτεί και την έναρξη της έντονης κοινωνικότητας – δεν αποτελεί, άλλωστε, τον μοναδικό παράγοντα κινδύνου. Επιπρόσθετα και καθώς οι καλοκαιρινές διακοπές λήγουν, η οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα επιστρέφει στα μεγάλα αστικά κέντρα που οι επιστήμονες έχουν χαρακτηρίσει στο παρελθόν ως «εκκολαπτήρια» της πανδημίας.
Οι εμβολιασμοί, το στοίχημα
Συνεπώς η ελπίδα των ειδικών είναι αφενός να αυξηθεί ο ρυθμός των εμβολιασμών – που σημειωτέον ατόνησε σημαντικά τους τελευταίους δύο μήνες – και αφετέρου η νέα δέσμη μέτρων, που περιορίζει την καθημερινότητα των μη εμβολιασμένων και επαναφέρει δυναμικά τη διεξαγωγή rapid test, να διαπιστωθεί αποτελεσματική, πλέκοντας ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας έναντι της ιδιαίτερα μεταδοτικής Δέλτα. Ζητούμενο, εντούτοις, παραμένει εάν και σε ποιον βαθμό θα τηρήσουν οι πολίτες – ανεξαρτήτως εάν έχουν εμβολιαστεί ή όχι – τα μέτρα ατομικής προστασίας και αποστασιοποίησης σε χώρους υψηλού συγχρωτισμού, όπως είναι τα ΜΜΜ.
Εν τω μεταξύ, σημείο έντονου προβληματισμού αποτελούν και τα κενά που θα προκύψουν σε ΕΣΥ και ΕΚΑΒ, καθώς από 1η Σεπτεμβρίου τίθενται σε αναστολή εργασίας οι ανεμβολίαστοι εργαζόμενοι. Εκτιμάται ότι μόνο στα δημόσια νοσοκομεία τουλάχιστον 7.500 εργαζόμενοι θα απομακρυνθούν άμεσα. Ανάμεσά τους και γιατροί περιφερειακών νοσοκομείων στα οποία δεν υπηρετεί αντικαταστάτης τους, αλλά και ιατροί ειδικοτήτων αιχμής, όπως είναι για παράδειγμα οι αναισθησιολόγοι, οι οποίοι ούτως ή άλλως δεν επαρκούν.
Οπως σημειώνουν πηγές της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, σε πρώτη φάση πρέπει να αποκρυσταλλωθεί η εικόνα των κενών και συνεπακόλουθα των αναγκών που θα προκύψουν. Εφεξής, το σχέδιο που θα ακολουθηθεί δεν θα είναι ενιαίο για όλες τις δομές, αλλά θα επιχειρηθούν να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα κατά περίπτωση. Σε πρώτη φάση η αναστολή των αδειών του προσωπικού στις δημόσιες δομές Υγείας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη μετακίνηση προσωπικού όπου προκύπτει ανάγκη, ενώ το «plan b» προβλέπει εκτός από τις συμβάσεις τρίμηνης διάρκειας την ενίσχυση δυναμικότητας του ΕΣΥ με τη συνεργασία του ιδιωτικού τομέα αλλά και ιδιωτιών γιατρών.
Παρ’ όλα αυτά, οι υγειονομικοί εκφράζουν την ανησυχία τους για την αποδυνάμωση των τμημάτων του ΕΣΥ, θεωρώντας βέβαιο ότι ανοίγει νέος κύκλος πίεσης του συστήματος, ενώ δεν λείπουν και οι αντιδράσεις που δυναμιτίζουν την ούτως ή άλλως εύθραυστη κατάσταση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η Αριστερή Ριζοσπαστική Συνεργασία Ιατρών προειδοποιεί για κινητοποιήσεις, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «οι υγειονομικοί δεν είναι υπεράνθρωποι να δουλεύουν non stop».