«Φοβόμαστε! Eίναι πάρα πολύ επικίνδυνα. Αν μας βρουν και ανακαλύψουν ότι δουλέψαμε με την ISAF (σ.σ.: International Security Assistance Force, τη διεθνή δύναμη της οποίας ηγείτο το ΝΑΤΟ), θα χάσουμε τη ζωή μας». Η μαρτυρία αυτή ανήκει στον -ευρισκόμενο στην Καμπούλ – Ταχίρ Γκαφόρ, με τον οποίο «Το Βήμα» επικοινώνησε την περασμένη Πέμπτη. Ο κ. Γκαφόρ είναι ο ένας από τους δύο μεταφραστές που συνεργάστηκαν με την Ελληνική Δύναμη Αφγανιστάν. Και δυστυχώς, λίγες ώρες αργότερα, ο κίνδυνος που περιέγραφε επαληθεύτηκε – με αίμα: τρεις επιθέσεις αυτοκτονίας από μία οργάνωση-παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους στοίχισαν τη ζωή σε περισσότερους από 100 ανθρώπους, τραυματίζοντας εκατοντάδες.
Ο αφγανός μεταφραστής συνεργάστηκε με τις ελληνικές δυνάμεις που έδρασαν στο Αφγανιστάν από το 2002 έως το 2012. Αφότου κατέλαβαν την εξουσία οι Ταλιμπάν, επεδίωξε να διαφύγει από την αφγανική πρωτεύουσα, γνωρίζοντας τι επιφυλάσσουν οι Ταλιμπάν σε όσους συνεργάστηκαν με τις δυτικές δυνάμεις. Ενας ακόμα ντόπιος, ο Γουάις Γκαζάλι, συνεργάστηκε με τους Ελληνες. Μαζί με τις οικογένειές τους, οι μεταφραστές αριθμούν 10 άτομα.
«Ο κόσμος δεν έχει λεφτά»
«Πηγαίναμε στο αεροδρόμιο και μας έδιωχναν. Δεν έχουμε σήμα, δεν έχουμε Internet, δεν λειτουργεί τίποτα. Τα πάντα άλλαξαν μετά τη νίκη των Ταλιμπάν. Τα μαγαζιά είναι κλειστά. Και σε όσα είναι ανοιχτά, ο κόσμος δεν έχει λεφτά να ψωνίσει. Τα γραφεία και οι Αρχές είναι κλειστά. Δεν μπορείς να βγάλεις ούτε ταυτότητα ούτε διαβατήριο» σημειώνει ο κ. Γκαφόρ. Η προοπτική του ερχομού του στην Ελλάδα, το ξεκίνημα μιας νέας ζωής για αυτόν και την οικογένειά του, φαντάζει ιδανική. «Θα χαιρόμουν να έρθω στην Ελλάδα. Είναι η καλύτερή μου ευχή» μας λέει.
Ο απεγκλωβισμός όμως των κ.κ. Γκαφόρ και Γκαζάλι και των οικογενειών τους αποδείχθηκε μια εξαιρετικά περίπλοκη επιχείρηση – που συνδυάστηκε και με ολισθήματα από ελληνικής πλευράς. Προκειμένου να απεγκλωβίσει τους 10 Αφγανούς ελληνικού ενδιαφέροντος, η ελληνική πολιτεία έστειλε τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Πακιστάν, Ανδρέα Παπασταύρου (ο οποίος είναι διαπιστευμένος και για το Αφγανιστάν) στην Καμπούλ την περασμένη Τετάρτη. Ο σκοπός ήταν να χορηγήσει ο πρεσβευτής τα κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα στους Αφγανούς, ούτως ώστε αυτοί να καταφέρουν να επιβιβαστούν σε κάποιο αεροπλάνο και με κάποια ενδιάμεση στάση να έρθουν στην Ελλάδα.
Τι έγινε στο αεροδρόμιο
Εντούτοις, επί του εδάφους, η υπόθεση περιπλέχθηκε. Μετά την άφιξή του στο αεροδρόμιο της Καμπούλ ο έλληνας πρεσβευτής δεν εξήλθε αυτού, προκειμένου να εντοπίσει τους διερμηνείς και να προχωρήσει η διαδικασία απεγκλωβισμού τους. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, αυτό δεν κατέστη δυνατό καθώς οι Ταλιμπάν δεν επέτρεψαν στους διερμηνείς και στις οικογένειές τους να φτάσουν μέχρι την πύλη του αεροδρομίου. Ο κ. Παπασταύρου φέρεται να επικαλέστηκε τις δύσκολες συνθήκες ασφαλείας (που όμως ισχύουν για όλους τους εκεί διπλωμάτες) και ύστερα από παραμονή έξι ωρών στο αεροδρόμιο της Καμπούλ επέστρεψε στο Ισλαμαμπάντ χωρίς να ταυτοποιήσει τους 10 Αφγανούς και να τους δώσει τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα.
Την επομένη, έπειτα από καταιγισμό παρασκηνιακών συνομιλιών και επαφών στο τρίγωνο Μαξίμου – υπουργείο Εξωτερικών – υπουργείο Εθνικής Αμυνας (όχι χωρίς εντάσεις), το κυβερνητικό αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας (Gulfstream) αναχώρησε για το Ισλαμαμπάντ, όπου έφθασε μέσω Αμπου Ντάμπι. Ο σκοπός ήταν ο πρεσβευτής Παπασταύρου και ακόμα δύο έλληνες διπλωμάτες, μαζί με τέσσερις άνδρες των ειδικών επιχειρήσεων και διπλό πλήρωμα (συνολικά 12 άτομα), να πετάξουν στην Καμπούλ και να απεγκλωβίσουν τους 10 Αφγανούς.
Ωστόσο, η τριπλή βομβιστική επίθεση της Πέμπτης δεν επέτρεψε στο ελληνικό αεροσκάφος να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Καμπούλ καθώς, αρχικά λόγω της κίνησης και εν συνεχεία λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων, χάθηκε το άνοιγμα (time slot) για προσγείωση, με αποτέλεσμα αυτό να μεταβεί στο Ισλαμαμπάντ.
Διπλωματικές πηγές ανέφεραν ότι το αεροσκάφος που μεταφέρει την ελληνική αποστολή ίσως λάμβανε εντολή για προσγείωση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ χθες (Σάββατο), εφόσον οι συνθήκες ασφαλείας το επέτρεπαν.
Χωρίς έγγραφα, αλλά με όρους
Πέραν των επιχειρησιακών δεδομένων, η διαδικασία απεγκλωβισμού των 10 Αφγανών αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. Οπως ανέφεραν στο «Βήμα» άριστα πληροφορημένες πηγές, οι διερμηνείς δεν διέθεταν ούτε διαβατήρια ούτε ταυτότητες. Από τον περασμένο Μάιο, ο ένας εκ των δύο μεταφραστών είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του να έρθει στην Ελλάδα. Μάλιστα, στα τέλη Ιουλίου, λίγες ημέρες πριν από την επικράτηση των Ταλιμπάν, είχε θέσει δύο όρους για την επιστροφή του: να αποχωρήσει από το Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 2021 και να μπορεί να επιστρέφει όποτε επιθυμεί στην Καμπούλ για να βλέπει τους οικείους του. Οι εν λόγω απαιτήσεις προκάλεσαν εντύπωση σε έμπειρους διπλωμάτες. Η γρήγορη κατάρρευση της κυβέρνησης Γκάνι και η επέλαση των Ταλιμπάν ανέτρεψαν τους σχεδιασμούς και οι απαιτήσεις έγιναν εκκλήσεις για άμεση απομάκρυνση από την ασιατική χώρα.
«Ποτέ δεν ελέγχθηκε η πόλη»
Η πραγματικότητα του Αφγανιστάν, για τους Ελληνες και εν γένει για τον δυτικό κόσμο, παραμένει άγνωστο κεφάλαιο. Ανθρωποι που βρέθηκαν εκεί περιγράφουν με σαφήνεια όσα είδαν.
«Η Καμπούλ δεν είναι πόλη. Είναι σύνολο από σοβιετικά κτίρια, μαχαλάδες και παραπήγματα. Πάντα οι Ταλιμπάν είχαν πυρήνες μέσα στην Καμπούλ. Ποτέ δεν ελέγχθηκε πλήρως η πρωτεύουσα του Αφγανιστάν» σημειώνει στο «Βήμα» ο Κωνσταντίνος Μορτόπουλος, δικηγόρος και πρώην αξιωματικός της Ελληνικής Δύναμης Αφγανιστάν.
«Ο αφγανικός στρατός ποτέ δεν ήταν στρατός. Ηταν «πλυντήριο συνειδήσεων» για να μπορέσει το Αφγανιστάν να αναπτύξει τη δυνατότητα διαλόγου με την παγκόσμια κοινότητα» υπογραμμίζει. «Πολλοί Αφγανοί», συνεχίζει, «δεν είχαν ακούσει τη λέξη Αφγανιστάν ποτέ. Δεν ήξεραν ότι ζούσαν σε κράτος. Ηξεραν μέχρι τα όρια της φυλής τους». Υπό τους Ταλιμπάν, τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο δύσκολα στο Αφγανιστάν. «Τα κορίτσια που είναι 20 ετών σήμερα δεν ξέρουν τι θα πει Ταλιμπάν. Δυστυχώς, θα μάθουν τώρα» καταλήγει ο κ. Μορτόπουλος.