Τον Δεκέμβριο του 2003 ο γιατρός Πολ Κόλφορντ, μέλος του νοσοκομείου Σκάρμπορο στο Τορόντο, το οποίο είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της επιδημίας του SARS, έγραφε στην επιστημονική επιθεώρηση «Lancet»: «Χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε την παροχή φροντίδας υγείας τόσο τοπικά όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, διακινδυνεύουμε την κατά τα άλλα αποτρέψιμη εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων είτε από αυτόν τον ιό είτε από τον επόμενο». Καθώς διανύουμε ήδη τον δεύτερο χρόνο της πανδημίας της COVID, η οποία αριθμεί παγκοσμίως 212.544.576 κρούσματα και 4.441.429 θύματα σύμφωνα με τα διαθέσιμα κατά τη συγγραφή του κειμένου στοιχεία του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να χαρακτηρίσει την παραπάνω επισήμανση προφητική. Ωστόσο, ειδοποιό χαρακτηριστικό της επιστήμης είναι ότι βρίσκεται πέρα από τις προφητείες και τη «στερνή γνώση» – η πρόγνωση του Κόλφορντ προήλθε ως προβολή στο μέλλον των τεκμηρίων και της εμπειρίας μιας επικίνδυνης ασθένειας. Κατά μία έννοια, το παράθεμα αυτό από το σπουδαίο βιβλίο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Γέιλ Φρανκ Σνόουντεν με τίτλο Επιδημίες και κοινωνία (εκδ. Πατάκη) συνοψίζει τον στόχο του: να χαρτογραφήσει το αποτύπωμα των πανδημιών στην ανθρώπινη ιστορία μέσω ενός ποταμού πληροφοριών, μαρτυριών, στατιστικών, ιατρικών μελετών, λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων προειδοποιώντας ταυτόχρονα για την αδήριτη ανάγκη της εγρήγορσης.
Νόσος και πολιτισμός
Ο Σνόουντεν εκκινεί από την καίρια επισήμανση ότι «τα λοιμώδη νοσήματα είναι τόσο σημαντικά για την κατανόηση της κοινωνικής εξέλιξης όσο και οι οικονομικές κρίσεις, οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις και η δημογραφική αλλαγή». Προκειμένου να στηρίξει το επιχείρημά του, επιλέγει μια σειρά νόσων (πανώλη, ευλογιά, χολέρα, κίτρινο πυρετό, δυσεντερία, τύφο, φυματίωση, πολιομυελίτιδα, AIDS, SARS, Εμπολα) με βάση τον κοινωνικό, επιστημονικό και πολιτισμικό τους αντίκτυπο, την ανάπτυξη στρατηγικών δημόσιας υγείας, την ποικιλότητα και τη θνησιμότητά τους. Συγκροτεί την αφήγησή του χρονολογικά, αλλά πολυπρισματικά. Την εξέταση της πανώλης και της ευλογιάς διαδέχεται η εξιστόρηση των ναπολεόντειων εκστρατειών στην Αϊτή και στη Ρωσία που αναδεικνύει τη σχέση πολέμου και ασθενειών (κίτρινος πυρετός, δυσεντερία, τύφος), ακολουθεί η πραγμάτευση της υγειονομικής μεταρρύθμισης του 19ου αιώνα, έπεται η ανάδυση της μικροβιακής θεωρίας. Παράλληλα, σημειώνει τα στάδια της επιστημονικής εξέλιξης, από τη χυμοπαθολογία του Ιπποκράτη και του Γαληνού στη νοσοκομειακή ιατρική του 18ου και την εργαστηριακή ιατρική του 19ου αιώνα. Ως δείκτη των ευαισθησιών της κάθε περιόδου παραθέτει τη λογοτεχνική διαχείριση της ασθένειας: Κιτς και Σέλεϊ αποτυπώνουν τη ρομαντική πρόσληψη της φυματίωσης, ο Κάρολος Ντίκενς καταγράφει το ζοφερό αστικό περιβάλλον της εκβιομηχάνισης συνηγορώντας θερμά υπέρ των μέτρων δημόσιας υγείας. Εχοντας διασχίσει με αυτόν τον τρόπο επτά αιώνες ανθρώπινης ιστορίας, ο Σνόουντεν τονίζει εμφατικά ένα σημείο του οποίου η αίσθηση είχε ατονήσει μεταξύ του παγκόσμιου κοινού πριν από την έλευση της COVID: η εκάστοτε πανδημία αποτελεί συνολικό κοινωνικό φαινόμενο, δεν εξαντλείται στην ασθένεια και στην ίαση, στη νόσηση και στη θεραπεία.
Τα σημαντικά επιδημικά επεισόδια επιφέρουν ένα πυκνό πλέγμα κοινωνικών και πολιτισμικών μεταβολών. Η πανώλη, για παράδειγμα, διέκοψε με τραυματικό τρόπο τις πρακτικές τούν κατά Φιλίπ Αριές «εξημερωμένου θανάτου» (τις τελετουργικές διαδικασίες με τις οποίες ο μεσαιωνικός χριστιανισμός είχε αποσυνδέσει τον θάνατο από τη βίαιή του όψη), προωθώντας ταυτόχρονα «την επαύξηση της εξουσίας και της νομιμοποίησης του σύγχρονου κράτους». «Κοινωνικές νόσοι» όπως η χολέρα ή η σύγχρονη πανώλη, οι οποίες έπλητταν κατώτερα και περιθωριοποιημένα στρώματα όντας άμεσα συνδεδεμένες με την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού σε ανθυγιεινές συνθήκες ύδρευσης και αποχέτευσης, ώθησαν τα κράτη σε συστηματικές υγειονομικές μεταρρυθμίσεις ή αστικές αναδιατάξεις – η διαμόρφωση των ευρειών λεωφόρων του Παρισιού από τον βαρόνο Οσμάν τη δεκαετία του 1850 σχεδιάστηκε όχι μόνο για να λείψει ο ιδανικός για τις εξεγέρσεις των «επικίνδυνων τάξεων» δαίδαλος των παρόδων, αλλά και υπό τον φόβο της χολέρας. Στη «ρομαντική εποχή» του 19ου αιώνα η φυματίωση εντυπώθηκε στο συλλογικό φαντασιακό ως ασθένεια που όξυνε τη διάνοια και συνδεόταν με υψηλότερες καλλιτεχνικές επιδόσεις, έπειτα όμως από την ανακάλυψη του βακίλου της, στην «πεζή εποχή» του 20ού, ταυτίστηκε με τον στιγματισμό των θυμάτων και τον πανικό της μετάδοσης: η Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης απολύμαινε τα βιβλία της με αέριο φορμαλδεΰδης, οι τράπεζες αποστείρωναν τα χαρτονομίσματα και η ανδρική μόδα εγκατέλειψε το πρότυπο του μουστακιού και της γενειάδας που επικρατούσε επί πολλές δεκαετίες.
Διάλογος με το σήμερα
Παρά το ότι η αμερικανική έκδοση συνέπεσε με την έναρξη της πανδημίας και επιτρέπει στον συγγραφέα περιορισμένες μόνο εισαγωγικές παρατηρήσεις, το βιβλίο λειτουργεί για τον αναγνώστη κατοπτρικά ως προς το παρόν, σαν διαρκές σχόλιο για την πορεία του κορωνοϊού. Πρακτικές καραντίνας, εγκλεισμού, απομόνωσης κρουσμάτων εγκατέστησαν στο σήμερα ένα παρελθόν που θεωρούνταν πια απόηχος. Υπάρχουν όμως εντονότερες συμμετρίες διάσπαρτες στον τόμο. Η διασύνδεση κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων με τα ποσοστά θανάτου που καταγράφηκαν σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ινδία, τα αντιεμβολιαστικά κινήματα, οι θεωρίες συνωμοσίας για την προέλευση της COVID έχουν αντίστοιχα επεισόδια στις περιπτώσεις της χολέρας, της πολιομυελίτιδας, της πανώλης. Και οι ηθικές επικρίσεις της ρεπουμπλικανικής συντηρητικής ελίτ της κυβέρνησης Ρίγκαν κατά των ασθενών με AIDS αντί της άμεσης λήψης μέτρων στη δεκαετία του ’80 θυμίζουν την πρόσφατη καταστροφική για τη δημόσια υγεία άρνηση της πανδημίας από την κυβέρνηση Μπολσονάρου στη Βραζιλία.
Η συγγραφή μιας συνολικής ιστορίας, η οποία να ενθέτει αποτελεσματικά τα γεγονότα στα κοινωνικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα της εποχής τους, απαιτεί αυστηρή δομή, αφηγηματική δεινότητα και συνιστά δύσκολο εγχείρημα. Ο Φρανκ Σνόουντεν δίνει εδώ ένα από τα σπάνια εκείνα έργα που το επιτυγχάνουν πλήρως. Ως προς το μέλλον, ο καθηγητής του Γέιλ εξαίρει τη σημασία της εγρήγορσης. Η πρότερη πεποίθηση για την ιατρική εκρίζωση των ασθενειών αποδείχθηκε, με την εξαίρεση της ευλογιάς, άτοπη: το 2008 ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature» προσδιόριζε ότι μεταξύ 1940 και 2004 είχαν καταγραφεί 335 νέες λοιμώδεις νόσοι. Οντας παραδείγματα εξελικτικής επιτάχυνσης, οι ιοί θέτουν το μέλλον των αντιβιοτικών εν αμφιβόλω. Εγκυρες επιστημονικές εκθέσεις που προειδοποιούσαν για τις δραματικές επιπτώσεις ενδεχόμενης πανδημίας κυκλοφορούσαν διεθνώς μετά τις εξάρσεις του SARS το 2003 και του Εμπολα το 2014 χωρίς να εισακουστούν σε κυβερνητικό επίπεδο στη Δύση. Τότε και πολύ περισσότερο τώρα το ζητούμενο είναι οι ορθές οικονομικές αποφάσεις και η πολιτική δέσμευση για λειτουργικά συστήματα δημόσιας υγείας παγκοσμίως. Οι επιδημικές νόσοι, παρατηρεί ο συγγραφέας, διαδίδονται πλέον στα όρια μεταξύ περιβαλλοντικής υποβάθμισης, υπερπληθυσμού και φτώχειας. Οπως δείχνει με τραγικό τρόπο ο κορωνοϊός και επιγραμματικά τονίζει στην καταληκτική του πρόταση ο Φρανκ Σνόουντεν, «η δημόσια υγεία είναι ο υπέρτατος νόμος – και πρέπει να υπερισχύει των νόμων της αγοράς».
Frank M. Snowden
Επιδημίες και κοινωνία.
Από τον Μαύρο Θάνατο μέχρι σήμερα
Μετάφραση Τιτίνα Σπερελάκη, πρόλογος Κυριάκος Πιερρακάκης.
Εκδόσεις Πατάκη, 2021, σελ. 704,
τιμή 32 ευρώ