Συχνά έχουμε την τάση να θεωρούμε ότι όλες οι μορφές ένοπλης ισλαμικής δράσης αποτελούν παραλλαγές «τζιχαντισμού». Αυτό συχνά συνδυάζεται με την αναπαραγωγή στερεοτύπων, επί της ουσίας ισλαμοφοβικών, που θεωρούν ότι για εν γένει το Ισλάμ διευκολύνει την εμφάνιση μορφών τυφλής βίας. Αυτό που λείπει τις περισσότερες φορές είναι μια προσέγγιση των διαφορετικών ρευμάτων και των διαφορετικών ιστοριών που εμπλέκονται σε αυτά τα φαινόμενα, όπως και των διαφορετικών τοπικών ιστοριών που τις τροφοδοτούν.
Η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους
Η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους ως ιδιαίτερου ρεύματος μέσα στο ευρύτερο ρεύμα των ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων, ή των οργανώσεων που επικαλούνται κάποια παραλλαγή τζιχάντ, έχει να κάνει τόσο συγκεκριμένα ιδεολογικά ρεύματα όσο και με τις εξελίξεις που έφεραν οι αμερικανικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ.
Παρότι το πολιτικό Ισλάμ σε διάφορες παραλλαγές είναι ενεργό ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, όντως ένα από τα ρεύματα που αναδύθηκαν μέσα στη μετάβαση του ευρύτερου μουσουλμανικού κόσμου στη νεωτερικότητα, θα χρειαστεί η κρίση της αραβικής αριστεράς και του αραβικού εθνικισμού, όπως και το παράδειγμα μια νικηφόρας ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν για να αρχίσει να είναι ρεύμα ηγεμονικό.
Σε αυτό θα παίξουν ρόλο και συγκεκριμένα ρεύματα θεολογικά και πολιτικά εντός του σουνιτικού Ισλάμ. Το βασικό θα είναι αυτό που συνήθως περιγράφεται ως Σαλαφισμός, που προέκυψε μέσα από διανοουμένους της Ισλαμικής Αδελφότητας όπως ο Σαγίντ Κουτμπ, και το οποίο υποστήριζε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν μια επιστροφή στο αυθεντικό πνεύμα του Ισλάμ και την προσπάθεια ενότητας της κοινότητας των πιστών (της ούμα) και της υπεράσπισής της έναντι εχθρών.
Στην εκδοχή των ένοπλων οργανώσεων περιλαμβάνει και την ιδιαίτερη έμφαση στην τζιχάντ ενάντια στα άπιστα καθεστώτα, αλλά και την σημασία του να μπορούν να κηρύσσονται αποστάτες όσοι μουσουλμάνοι δεν ακολουθούν την ορθή κατεύθυνση (πρακτική που περιγράφεται ως τακφίρ).
Σε αυτή τη βάση συναντήθηκε με διάφορα ιδιαίτερα θεολογικά ρεύματα, που κατέτειναν σε μια επιμονή στην επιστροφή στο αυθεντικό Ισλάμ και τον ισλαμικό νόμο, όπως για παράδειγμα ο ουαχαμπισμός στη Σαουδική Αραβία. Στο στόχαστρό του θα βάζει και τον «μακρινό εχθρό» (τις ΗΠΑ, τη Δύση γενικότερα) και τον «κοντινό εχθρό» (τα υπαρκτά καθεστώτα στον ευρύτερο μουσουλμανικό χώρο).
Διάφορες συγκυρίες θα τροφοδοτήσουν αυτό το ρεύμα. Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν θα πυροδοτήσει την αντίσταση ισλαμικών οργανώσεων, με πιο βασική τους Ταλιμπάν, αλλά και την εμφάνιση ενός σημαντικού αριθμού διεθνών μαχητών, ενώ παρουσία διεθνών μαχητών θα καταγραφεί και στη Βοσνία.
Η Αλ Κάιντα θα είναι το πρώτο συγκροτημένο πολιτικό κέντρο που θα προσπαθήσει να εκφράσει πιο συνολικά αυτό το ρεύμα, επικεντρώνοντας σε μεγάλες επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στόχων, με αποκορύφωμα την 11 Σεπτεμβρίου. Σε αυτό διευκολυνόταν από τον τρόπο που λειτουργούσε ως ένα κέντρο ενός ευρύτερου και πιο χαλαρού δικτύου.
Ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» των ΗΠΑ και η εισβολή πρώτα στο Αφγανιστάν και μετά στο Ιράκ θα δώσει νέα ώθησε σε αυτό ρεύμα, κυρίως μέσα από την αντίσταση στην παρουσία και δράση των δυτικών δυνάμεων. Ειδικά, στο Ιράκ αυτά τα ρεύματα θα συναντηθούν και την ιδιαίτερη δυσαρέσκεια και οργή του μεγάλου σουνιτικού τμήματος του πληθυσμού, ενώ σε επιχειρησιακό επίπεδο θα ενισχυθεί από σημαντικό αριθμό ανθρώπων που προέρχονταν από τις ένοπλες δυνάμεις της εποχής που την εξουσία είχε ο Σαντάμ Χουσεΐν και το κόμμα Μπάαθ. Μια νέα ώθηση σε αυτά τα ρεύματα θα υπάρξει μετά την «Αραβική Άνοιξη» και κυρίως μετά την έκρηξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία.
Θα είναι σε αυτό το φόντο που μέσα από ένα κλίμα που έμοιαζε περισσότερο με αυτό της αρχικής Αλ Κάιντα θα αρχίσει να αναδύεται η πολιτική ταυτότητα του Ισλαμικού Κράτους.
Η ιδιαίτερη ταυτότητα του Ισλαμικού Κράτους
Μια σειρά από στοιχεία έδιναν την ιδιαίτερη ταυτότητα του Ισλαμικού Κράτους ήδη κατά την αρχική του ανάδυση στον ευρύτερο χώρο του Ιράκ και της Συρίας. Έδινε μεγαλύτερη έμφαση στο πόλεμο κατά των απίστων, περιλαμβάνοντας σε αυτούς και τους άλλους μουσουλμάνους που χαρακτήριζε σαν αποστάτες, και στον πόλεμο «κατά του κοντινού εχθρού». Αυτό ήταν επέτρεπε να αντιμετωπίζει την κατάσταση στο Ιράκ ως πόλεμο κατά των σιιτών και να προτείνει μια αιματηρή και βάναυση εκδοχή «σουνιτικής εξέγερσης» και στη Συρία ως πόλεμο κατά του καθεστώτος Άσαντ και των συμμάχων του. Ταυτόχρονα, χάρη σε αυτό τον προσανατολισμό μπορούσε πιο εύκολα να λαμβάνει ενίσχυση από άλλα σουνιτικά κράτη που είχαν ένα ενδιαφέρον στη σύγκρουση (π.χ. μοναρχίες του Περσικού Κόλπου). Πρόβαλε την άμεση δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα «Χαλιφάτο», δηλαδή ένα κράτος αυθεντικής εφαρμογής του ισλαμικού νόμου, ενώ η Αλ Κάιντα θεωρούσε ότι έπρεπε πρώτα να διαμορφωθούν όροι. Επέμενε πάρα πολύ στην επίδειξη στρατιωτικής αποτελεσματικότητας και ωμής βίας (αξιοποιώντας στο έπακρο και τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας) για να μπορεί να προσελκύει και χρηματοδότες (είτε κυβερνήσεις είτε ισλαμιστές επιχειρήσεις) και εθελοντές που θέλγονταν από το πόσο «μάχιμο» φαινόταν.
Η ανακήρυξη του «Χαλιφάτου» θα είναι μια αποφασιστική στιγμή, θα σφυρηλατήσει ένα «παράδειγμα» και θα επιτρέψει και ακόμη μεγαλύτερη στρατολόγηση μαχητών από διάφορες χώρες.
Η διαμόρφωση του Ισλαμικού Κράτους στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν
Τόσο το Αφγανιστάν, όσο και μια ευρύτερη περιοχή χωρών γύρω του υπήρξαν από τη δεκαετία του 1990 πεδίο εμφάνισης πλήθους ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων . Στο ίδιο το Αφγανιστάν θα υπάρχουν οι οργανώσεις που αντιστάθηκαν στη σοβιετική εισβολή και θα πάρουν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο, αλλά και μετά το 2001 σε όλο το φάσμα των πρακτικών αντίστασης στην παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων, με πιο μεγάλη τους Ταλιμπάν. Παράλληλα, για χρόνια η ευρύτερη περιοχή του Αφγανιστάν θα είναι και ο χώρος δράσης της Αλ Κάιντα. Βέβαια, οι Ταλιμπάν δεν θα είναι απλώς η τοπική εκδοχή «τζιχάντ» αφού θα στηρίζονται στους Παστούν, τις ιδιαίτερες παραδόσεις και την ιδιαίτερη κοινωνική συνθήκη, όμως θα συνεργάζονται και με την Αλ Κάιντα (που αρχικά βοηθούσε τους Ταλιμπάν και με την τεχνογνωσία και με την πρόσβασή της σε χρηματοδότηση).
Από την άλλη στο Πακιστάν, θα υπάρχουν διάφορες ένοπλες οργανώσεις όπως οι Ταλιμπάν του Πακιστάν, ενώ ένοπλες οργανώσεις θα δρουν (ή θα προσπαθούν να δράσουν) είτε στις χώρες της Κεντρικής Ασίας είτε ακόμη και στην Κίνα (στις περιοχές των Ουιγούρων), είτε και στο Ιράν. Παράλληλα, ακόμη και στο εσωτερικό των Ταλιμπάν θα εμφανιστούν για ένα διάστημα διαφορετικές προσεγγίσεις και διαφορετικά κέντρα εξουσίας.
Το σημείο κλειδί για την εμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους στο Χορασάν θα είναι η προσπάθεια να μεταφερθούν εθελοντές στη Συρία το 2012 από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, κυρίως μέσα από το δίκτυο της Αλ Κάιντα που είχε απευθυνθεί και προς του Ταλιμπάν και άλλες οργανώσεις. Ένα μέρος αυτών των εθελοντών θα προέρχεται και από συγκεκριμένα ρεύμα του χώρου των Ταλιμπάν όπως το δίκτυο Χακάνι. Η ανακήρυξη του Χαλιφάτου θα συνοδευτεί από την προσπάθεια να φτιαχτεί Ισλαμικό Κράτος και στην ευρύτερη περιοχή του Πακιστάν και του Αφγανιστάν, με πυρήνα τους εθελοντές που επέστρεφαν.
Έτσι τον Ιανουάριο του 2015 θα υπάρξουν και οι πρώτες πιο ανοιχτές εμφανίσεις του Ισλαμικού Κράτους, με την επίσημη ανακοίνωση να γίνεται από το «κεντρικό» Ισλαμικό Κράτος στις 26 Ιανουαρίου 2015. Η επιλογή της αναφοράς σε Χορασάν δεν ήταν τυχαίο. Η ονομασία αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή που περιλαμβάνει το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τμήμα της Κεντρικής Ασίας, τμήμα του Ιράν, τμήμα της Ινδίας.
Μικρή απήχηση στην κοινωνία, μεγαλύτερη στους μαχητές
Η πραγματική απήχηση του Ισλαμικού Κράτους στο Χορασάν εντός των αντίστοιχων κοινωνιών παρέμεινε περιορισμένη, σε αντιδιαστολή π.χ. με την πραγματική γείωση των Ταλιμπάν, ιδίως τους Παστούν. Όμως, φάνηκε ότι την περίοδο 2015-2016 μπορούσε να έχει σημαντική απήχηση ανάμεσα στους μαχητές, κατορθώνοντας να προσελκύει ολόκληρες οργανώσεις αλλά και μεμονωμένους ενόπλους. Οι ΗΠΑ εκτιμούσαν στα μέσα του 2016 ότι είχε περίπου 3500 μέλη στο Αφγανιστάν εκ των οποίων τα 1500 ήταν μαχητές. Σε μεγάλο βαθμό μπορούσαν να επενδύσουν και στην ύπαρξη «απογοητευμένων» μελών των Ταλιμπάν που επεδίωκαν να βρεθούν σε μια πιο μαχητική οργάνωση. Ωστόσο, παρά την μεγάλη επένδυση από το «κεντρικό» Ισλαμικό Κράτους, που θεωρούσε ότι μπορούσε να κάνει άνοιγμα σε μια μεγάλη περιοχή, δεν κατάφεραν να αποκτήσουν μια κρίσιμη ευρύτερη απήχηση. Ωστόσο, εκμεταλλευόμενοι και την εσωτερική κρίση των Ταλιμπάν εκείνη την περίοδο μπορούσαν να στρατολογούν, αν και σύντομα θα έχουν σημαντικές απώλειες από τις συντονισμένες επιθέσεις των αμερικανικών και αφγανικών κυβερνητικών δυνάμεων.
Η αντεπίθεση των Ταλιμπάν
Οι Ταλιμπάν, που θα αποκαταστήσουν την ενότητά τους θα δουν το Ισλαμικό Κράτος ως αντίπαλο, κάτι που θα επικυρωθεί το 2017 όταν πέραν των αμερικανικών και αφγανικών κυβερνητικών δυνάμεων επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους θα κάνουν και οι Ταλιμπάν.
Ούτως ή άλλως, σταδιακά η προσπάθεια των Ταλιμπάν θα στραφεί προς τη σταδιακή απόκτηση του ελέγχου περιοχών, παράλληλα με τη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία στη Ντόχα, με αποκορύφωμα την αναγνώρισή τους ουσιαστικά από τις ΗΠΑ με τη συμφωνία του Φεβρουαρίου 2020, που όρισε ουσιαστικά και το ορόσημο της αποχώρησης.
Επιπλέον, βασικό στοιχείο των εγγυήσεων που έδωσαν σε διάφορες πλευρές (πέραν των ΗΠΑ, στη Ρωσία, την Κίνα, αλλά και το Ιράν) ήταν ότι δεν θα αποτελούσε το Αφγανιστάν πλέον ορμητήριο οργανώσεων που θα πραγματοποιούσαν επιθέσεις. Όμως, μια βασική οργάνωση που προσπάθησε να συντονίσει μαχητές για επιθέσεις και προς αυτές τις χώρες ήταν το Ισλαμικό Κράτος και αυτό εξηγεί την ακόμη μεγαλύτερη αμοιβαία εχθρότητα.
Από ένα σημείο και μετά το Ισλαμικό Κράτος κυρίως προσανατολίστηκε σε επιθέσεις που θα αποσταθεροποιούσαν την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Αυτό αποτυπώθηκε στις επιθέσεις του 2020 που περιλάμβαναν ένα μαιευτήριο που λειτουργούσαν οι «Γιατροί χωρίς Σύνορα, μια φυλακή στη Τζαλαλαμπάντ, το Πανεπιστήμιο στην Καμπούλ αλλά και τις επιθέσεις με ρουκέτες στο αεροδρόμιο της Καμπούλ και τη βάση στη Μπαγκράμ.
Το πώς αντιμετωπίζουν οι Ταλιμπάν το Ισλαμικό Κράτος φάνηκε και από το γεγονός ότι όταν κατέλαβαν μια φυλακή μπαίνοντας στην Καμπούλ απελευθέρωσαν όλους τους κρατούμενους εκτός από μια ομάδα στελεχών του Ισλαμικού Κράτους, που συμπεριλάμβανε τον καταδικασμένο σε θάνατο Αμπού Ομάρ Χορασάνι, τους οποίους και εκτέλεσαν.
Η επανεμφάνιση του Ισλαμικού Κράτους στο Χορασάν ήρθε να υπογραμμίσει ότι παραμένει ακόμη ικανό να κάνει μεγάλες επιθέσεις και ότι θα προσπαθήσει να αποσταθεροποιήσει την πορεία των Ταλιμπάν προς την εξουσία, κάτι που εκτός όλων των άλλων ανοίγει και τη συζήτηση και για ποιες άλλες δυνάμεις θα ήθελαν να αποτύχει η τρέχουσα πολιτική μετάβαση στο Αφγανιστάν. Tαυτόχρονα η επίθεσή αυτή σημαίνει ότι τόσο οι Ταλιμπάν όσο και οι ΗΠΑ θα επιμείνουν ακόμη περισσότερο στην εξάρθρωσή του.