Το γεγονός και μόνο ότι η αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο είναι στο έλεος της εκάστοτε εποχικής βροχής, έστω ισχυρής, δημιουργεί χωρίς αμφιβολία θλίψη και για τα εκθέματα αλλά και για το ίδιο το prestige του Μουσείου που δεν είναι ένας φορέας χωρίς ιστορική σημασία. Βέβαια, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι ακριβώς έχει συμβεί, κι ούτε να αξιολογήσω τις ενδεχόμενες ζημιές, που θα μπορούσαν να έχουν υποστεί τα γλυπτά του Παρθενώνα. Τα σχετικά δημοσιεύματα στον ξένο Τύπο από όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, με εξαίρεση τα άρθρα στις εφημερίδες «The Art Newspaper» και «Telegraph», είναι αρκετά περιορισμένα. Σε αυτά αναφέρεται, κυρίως, ότι μετά από ισχυρές βροχοπτώσεις το περασμένο διάστημα (δεν μου είναι απολύτως σαφές αν σχετίζονται με αυτές του Ιανουαρίου του 2020 ή αποκλειστικά με τις πιο πρόσφατες της 25ης Ιουλίου του τρέχοντος έτους), υπήρξε «κάποια» διαρροή στην οροφή του Βρετανικού Μουσείου που πλημμύρισε αρκετές αίθουσες. Η σύγχυση για την τρύπα στην οροφή και τις πλημμύρες συνδέεται και από μια παλαιότερη πληροφόρηση ότι τον Ιανουάριο του 2020 εντοπίστηκε εισροή νερού από βροχή και σε μία από τις αίθουσες της Ασσυριακής Τέχνης (10β), η οποία βρίσκεται στο ίδιο τμήμα του Μουσείου με τις ελληνικές αίθουσες. Γενικότερα, πολλές φορές στο παρελθόν έχει επισημανθεί η κακή κατάσταση των αιθουσών που στεγάζουν τόσο τους ελληνικούς όσο και ασσυριακούς θησαυρούς του Μουσείου. Από όσο θυμάμαι, και το 2018 δημοσιεύτηκαν ανάλογες φωτογραφίες στον Τύπο, που έδειχναν νερό να στάζει μέσα στην αίθουσα που φιλοξενεί τα γλυπτά από τον Παρθενώνα. Το πρόβλημα, αν δεν κάνω λάθος, αποδίδεται σε μια γερμανική βόμβα το 1940, ενώ η κακή κατάσταση της οροφής στην αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα πηγαίνει ήδη πίσω στο 1962, όταν μετά από 22 χρόνια κλεισίματος για το κοινό, επαναλειτούργησε, χωρίς το πρόβλημα της «λεκιασμένης» στέγης να έχει πλήρως αποκατασταθεί. Τώρα βέβαια, αυτός ο ανεμιστήρας, τοποθετημένος μπροστά από την έκθεση των γλυπτών του Παρθενώνα, στις τελευταίες φωτογραφίες, αν όντως σχετίζεται με τη διαδικασία αφύγρανσης του χώρου(!), εγείρει ερωτηματικά για τα μέσα και τους πόρους που διαθέτει το Μουσείο στη διαχείριση ενός τόσο σοβαρού θέματος.
Με τελευταία ανακοίνωση στον ιστότοπο του Βρετανικού Μουσείου οι επισκέπτες ενημερώνονται ότι επτά αίθουσες της ελληνικής τέχνης (12-18) είναι επί του παρόντος κλειστές «λόγω συνεχιζόμενων εργασιών ανακαίνισης». Οι υπεύθυνοι του Μουσείου δεν έδωσαν καμία διευκρίνιση ούτε αν υπήρξε από εισροή βροχής κάποιου είδους ζημιά στα ελληνικά γλυπτά ούτε πότε θα μπορούσαν να ανοίξουν ξανά οι εκθέσεις. Είναι γνωστό ότι υπό τη σημερινή διεύθυνση του Hartwig Fischer, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα το 2016, το Βρετανικό Μουσείο έχει εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο επαναπροβολής των συλλογών του και ανακαίνισης όλων των ιστορικών αιθουσών του, προκειμένου να βελτιωθεί η εμπειρία των επισκεπτών, αλλά η εκτέλεσή του όπως είναι λογικό, είναι πιθανό να διαρκέσει μεγάλο διάστημα, ίσως δεκαετίες…
Δικαίως τονίστηκε από τους αρμόδιους της ελληνικής πλευράς ότι οι αίθουσες φύλαξης των ελληνικών γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο δεν είναι πλέον μόνο ακατάλληλες, αλλά και επικίνδυνες. Το Μουσείο Ακρόπολης, και δεν μπορώ να φανταστώ καμία λογική ένσταση, είναι ο ιδανικός και ο ασφαλέστερος χώρος για τον επαναπατρισμό και την επανένωση των γλυπτών. Και προσωπικά, δεν βλέπω κανένα ακαδημαϊκό, έστω ηθικό, αν θέλετε, ούτε και οιασδήποτε άλλης φύσης έρεισμα, στην πείσμονα άρνηση του Βρετανικού Μουσείου. Αντιθέτως…
Κατανοώ την αγωνία ότι μια γενναία παραχώρηση των βιαίως αποσπασθέντων γλυπτών του Παρθενώνα προς την Αθήνα εκ μέρους του Βρετανικού Μουσείου θα έθετε αυτομάτως ζητήματα νομιμότητας των συλλογών του που συγκροτήθηκαν στη βάση μιας αποικιοκρατικής αντίληψης. Εν τούτοις, όπως έχει τονιστεί από ορισμένους, και πολύ σωστά, ο ιστορικός συμβιβασμός, με τη λύση του «δανεισμού», θα έλυνε με αξιοπρέπεια το πρόβλημα και για τις δύο πλευρές: επανένωση των εμβληματικών γλυπτών στο νέο Μουσείο Ακροπόλεως και ταυτόχρονα αναγνώριση της κυριότητας για το Βρετανικό Μουσείο. Με βάση τον συρμό και τις νεότερες τάσεις στον ακαδημαϊκό χώρο, ένα Μουσείο που θέλει να διατηρήσει το πολιτιστικό του κύρος και λόγο, αμφιβάλλω αν θα μπορεί για πολύ ακόμη να φέρει πάνω του το άγος της αποικιοκρατίας, με ό,τι αυτό και αν σημαίνει.
Ο κ. Δημήτρης Μποσνάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.