«Θα προτιμούσα να κλαίω μέσα σε μια Ρολς Ρόις από το να είμαι χαρούμενη πάνω σε ένα ποδήλατο». Aκόμα και σήμερα, η ατάκα αυτή παραμένει η πιο διάσημη της Πατρίτσια Ρετζιάνι, γνωστής κυρίως ως Lady Gucci – ένα παρατσούκλι που οφείλει στα Μέσα.
Η σύζυγος του Μαουρίτσιο Γκούτσι, εγγονού του Γκούτσιο Γκούτσι, ο οποίος είχε μετατρέψει σε μία από τις πιο ισχυρές φίρμες του κόσμου το μικρό οικογενειακό κατάστημα δερµάτινων ειδών ιππασίας και ταξιδίου που άνοιξε το 1921 στη Φλωρεντία, υπήρξε μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του jet set στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Με τον Μαουρίτσιο παντρεύτηκαν το 1972 και απέκτησαν δύο κόρες. Εµειναν παντρεµένοι τυπικά έως το 1994, οπότε οριστικοποιήθηκε το διαζύγιό τους, αν και ο Γκούτσι την είχε εγκαταλείψει από το 1985 για µια νεότερή της γυναίκα. Μέσα σε αυτό το διάστημα η Πατρίτσια Ρετζιάνι έκανε τα πάντα για να κερδίσει τον έλεγχο της φίρμας και τα κατάφερε, αν και η διαχείριση του Μαουρίτσιο ήταν τόσο κακή που το αποτέλεσμα ήταν να πουλήσει τελικά την εταιρεία στον κολοσσό Investcorp στο Μπαχρέιν (κάτι που έγινε μετά τον χωρισμό τους). Οταν στις 27 Μαρτίου 1995, στα 46 του, ο Μαουρίτσιο έπεσε θύμα δολοφονίας στο Μιλάνο, η Ρετζιάνι θεωρήθηκε αμέσως βασική ύποπτη. Ακολούθησε µία από τις πιο πολυσυζητηµένες δίκες της δεκαετίας του 1990 στην Ιταλία που είχε ως αποτέλεσµα την καταδίκη της σε πολυετή κάθειρξη (αποφυλακίστηκε το 2016). Είναι φυσικό λοιπόν η Πατρίτσια Ρετζιάνι να γίνει η αγαπημένη των ιταλικών tabloid. Πασίγνωστη για τις σπατάλες της, ζούσε κάθε μέρα μέσα στην υπερβολή και την εκκεντρικότητα. Μπορούσε να ξοδεύει 9.000 βρετανικές στερλίνες ανά μήνα μόνο και μόνο για τις ορχιδέες της, να κάνει κάμπινγκ στο ρετιρέ της στο Olympic Tower του Μανχάταν ή σουλάτσο από το ένα ιδιωτικό νησάκι της Καραϊβικής στο άλλο μέσα στο Creole, το τεράστιο γιοτ της.
Ολα τα παραπάνω και δεκάδες άλλα μικρά και μεγάλα περιστατικά πλάθουν μια – τουλάχιστον – ενδιαφέρουσα προσωπικότητα που θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μια εξίσου ενδιαφέρουσα κινηματογραφική ηρωίδα. Και όλα δείχνουν ότι αυτό ακριβώς θα γίνει, λαμβανομένου υπόψη ότι την ιστορία της ανέλαβε να μεταφέρει στο σινεμά ένας από τους σημαντικότερους auteurs του κινηματογράφου σήμερα. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ που το 1977, την εποχή που η Ρετζιάνι βρισκόταν στα ντουζένια της, γύριζε την πρώτη του κινηματογραφική ταινία, τους «Μονομάχους», παρουσιάζει αυτή την εποχή το «House of Gucci» («Ο Οίκος Γκούτσι») όπως ονομάζεται η νέα ταινία του η οποία γυρίστηκε στην Ιταλία και εστιάζει φυσικά στην προσωπικότητα της Ρετζιάνι και τη σχέση της με τον Μαουρίτσιο. Την πολυσυζητημένη αυτή γυναίκα, που σήμερα κυκλοφορεί στους δρόμους με τις πιο εξεζητημένες μπουτίκ του Μιλάνου παρέα με τον σκύλο της, τον Μπο, ανέλαβε να υποδυθεί μια άλλη Lady, επίσης γνωστή για την εκκεντρικότητά της: η Lady Gaga.
Το ιστορικό της ταινίας
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφτεί, η Lady Gaga, στην πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή της μετά το «Ενα αστέρι γεννιέται», (2018), δεν ήταν η πρώτη επιλογή για τον ρόλο της Lady Gucci όταν το σχέδιο βρισκόταν ακόμη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ούτε και ο Ρίντλεϊ Σκοτ επρόκειτο να σκηνοθετήσει την ταινία. Ενας άλλος μετρ του σινεμά, ο Μάρτιν Σκορσέζε, είχε στα σχέδιά του μια κινηματογραφική βιογραφία της Ρετζιάνι, και μάλιστα εδώ και παραπάνω από μια δεκαετία. Το όνομα της ηθοποιού που για μια περίοδο συζητιόταν σε σχέση με τον ρόλο της κοσμοπολίτισσας ήταν αυτό της Αντζελίνα Τζολί, ενώ πηγές αναφέρουν ότι ηθοποιοί όπως η Μαριόν Κοτιγιάρ και η Αν Χάθαγουεϊ βρίσκονταν στη λίστα των υποψηφίων. Οπως όμως γίνεται συχνά στον κινηματογράφο, πολλά άλλαξαν στην πορεία, άλλες δεσμεύσεις ακύρωσαν τον προγραμματισμό του Σκορσέζε, οπότε κάποια στιγμή προέκυψε ο Σκοτ, ένας από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες και παραγωγούς των τελευταίων δεκαετιών. Ενώ γύριζε το «House of Gucci», ο Σκοτ βρισκόταν επίσης στο στάδιο του post-production της τελευταίας ταινίας του, «The Last Duel» («Η τελευταία µονοµαχία»), ιστορικό δράµα µε τους Ματ Ντέιµον, Μπεν Αφλεκ, Ανταμ Ντράιβερ και πρωταγωνίστρια την ταχύτατα ανερχόμενη Τζόντι Κόμερ. Μια ταινία όπως το «House of Gucci» δεν θα μπορούσε παρά να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον της ελίτ της υποκριτικής και όντως, από τη δημιουργία του Σκοτ παρελαύνουν πολύ σημαντικοί ηθοποιοί που έχουν μοιραστεί τους ρόλους της οικογενείας Γκούτσι. Ο Ανταμ Ντράιβερ υποδύεται τον Μαουρίτσιο Γκούτσι, ο Αλ Πατσίνο τον θείο του, Αλντο (1905-1990), ο Τζέρεμι Αϊρονς τον πατέρα του, Ροντόλφο Γκούτσι (1912-1983) και ο Τζάρεντ Λέτο τον ξάδελφο του Μαουρίτσιο, Πάολο Γκούτσι. Κυριολεκτικά μια οσκαρική παρέλαση γιατί όλοι έχουν κερδίσει από ένα Οσκαρ καλύτερης ερµηνείας, εκτός από τον Ντράιβερ (ο οποίος µετρά δύο υποψηφιότητες) και τη Lady Gaga (που διαθέτει πάντως ένα Οσκαρ καλύτερου τραγουδιού και µία υποψηφιότητα Α’ γυναικείου ρόλου). Βάση του σεναρίου που υπογράφει ο Ρομπέρτο Μπεντιβένια αποτέλεσε το μπεστ σέλερ της Σάρα Γκέι Φόρντεν «The House of Gucci: A Sensational Story of Murder, Madness, Glamour, and Greed». Θα έχει πάντως ενδιαφέρον το πώς ακριβώς ο Σκοτ θα αντιμετωπίσει αυτή την ιστορία, η οποία κρύβει και μια ισχυρή δόση ματαιοδοξίας, τη ματαιοδοξία του πλούτου, κάτι που ο σκηνοθέτης είχε αποκρυσταλλώσει και σε μια προηγούμενη ταινία του, το «Ολα τα λεφτά του κόσμου» (2017) πάνω σε έναν άλλο πλούσιο επιχειρηματία, τον Τζον Πολ Γκέτι (Κρίστοφερ Πλάμερ).
Ανιέλι = Ιταλία
Αν όμως η «δυναστεία Γκούτσι» προσφέρεται για μια ταινία μεγάλων προσδοκιών, που μάλιστα ακούγεται ήδη ότι θα απασχολήσει τις επόμενες υποψηφιότητες των Οσκαρ, το ίδιο θα έλεγες ότι θα μπορούσε να συμβεί και με μια άλλη ιταλική δυναστεία, των Ανιέλι. Και όμως, προς το παρόν η ζωή των Ανιέλι δεν έχει μεταφερθεί στο σελιλόιντ, όχι με τη μορφή που πολύς κόσμος φαντάζεται. Oταν την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2003 ο Τζιάνι Ανιέλι έφυγε από τη ζωή μην μπορώντας άλλο να αντισταθεί στον καρκίνο του προστάτη από τον οποίο έπασχε αλλά και την οδύνη για τον χαμό του γιου του Εντοάρντο που είχε αυτοκτονήσει τον Νοέμβριο του 2000, η πατρίδα του η Ιταλία κυριολεκτικά πάγωσε. «Ο επίτιμος πρόεδρος του ομίλου Fiat Τζιοβάνι Ανιέλι απεβίωσε σήμερα στο σπίτι του στο Τορίνο έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του Μαρέλα και την κόρη του Μαργκερίτα» ήταν η λιτή ανακοίνωση της οικογένειας. Ομως όλη η Ιταλία είχε αναστατωθεί γιατί ήξερε ότι αυτός ο θάνατος θα σήμαινε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής εφόσον ο Ανιέλι ήταν μια τεράστια προσωπικότητα που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο και στην πολιτική ζωή της χώρας. Τα συλλυπητήριά του προς την οικογένεια του εκλιπόντος είχε εκφράσει ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄, ενώ ο τότε πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι είχε μιλήσει για τον Ανιέλι αναφερόμενος σε μια «ηγετική μορφή της ιταλικής δημόσιας ζωής για περισσότερο από μισόν αιώνα». Εξάλλου, στην προεκλογική εκστρατεία του ο Μπερλουσκόνι είχε να το λέει για την προσωπική σχέση του με τον Ανιέλι, κάτι που επίσης διατυμπάνιζαν με περίσσια υπερηφάνεια κορυφαίες προσωπικότητες της πολιτικής όπως ο Χένρι Κίσινγκερ. Εκ μέρους του Κοινοβουλίου ο Πιερ Φερντινάντο Καζίνι έκανε ίσως την πιο καίρια δήλωση: «Ο Τζιάνι Ανιέλι συμβόλιζε ό,τι υπήρξαμε και ό,τι είμαστε σήμερα». Γιατί ο ιταλικός λαός, από τον πρωθυπουργό της χώρας ως τον απλό, ανώνυμο πολίτη, τον απλό ανώνυμο οπαδό της Γιουβέντους στην οποία ο Ανιέλι ήταν πρόεδρος, γνώριζε πολύ καλά τη συµβολή του «αβοκάτο» (δικηγόρος), όπως ήταν το παρατσούκλι του, στην ανάδειξη της Ιταλίας. Και δεν έκρυβε την υπερηφάνειά του για αυτόν. Κυρίως μέσω της Fiat ο Ανιέλι έδωσε πολλά στην Ιταλία.
Πλεϊμπόι, μα και πατριώτης
Είναι να απορείς πάντως που μέχρι στιγμής η ζωή του Τζιάνι Ανιέλι δεν έχει γίνει κινηματογραφική ταινία γιατί έχει όλα τα βασικά συστατικά. Ηταν τόσο περιπετειώδης, γεμάτη έντονα χρώματα αλλά και πολλές σκιές. Γιατί ποιος αλήθεια θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένας κοσμοπολίτης
πλεϊμπόι που ουδόλως ενδιαφερόταν για οποιουδήποτε είδους εργασία ως την πέμπτη δεκαετία της ζωής του, θα εξελισσόταν σε τόσο μεγάλο επιχειρηματία, σε ένα σύμβολο της παγκόσμιας βιομηχανίας αυτοκινήτων, μα και σε έναν άνθρωπο-κλειδί της πολιτικής και δημόσιας ζωής στην Ιταλία; Ο Ανιέλι ήταν ένας τύπος που έζησε τη ζωή με το μεγαλύτερο πάθος που μπορεί κανείς να φανταστεί, είχε το γλέντι στο αίμα του, οδηγούσε ταχύτατα αυτοκίνητα, ανέπτυσσε σχέσεις με διάσημες σταρ του Χόλιγουντ, λάμβανε μέρος σε οικογενειακούς καβγάδες, έπαθλο των οποίων, συνήθως, ήταν δισεκατομμύρια ιταλικές λιρέτες. Ηταν ίσως ό,τι ακριβώς θα περίµενε κανείς να είναι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε μέσα σε έναν πακτωλό χρημάτων αλλά συγχρόνως ήταν και κάτι παραπάνω γιατί είχε το μυαλό και τις ικανότητες να αυξήσει τον πλούτο μέσα στον οποίο γεννήθηκε. Και όμως, κάθε τύπου απασχόληση που απαιτούσε εργασία ήταν για τον Τζιοβάνι Ανιέλι ξενο σώμα στα νιάτα του. Προτιμούσε – και ως ένα σημείο το καταλαβαίνει κανείς – να ζει τη ζωή ενός γνήσιου κοσμοπολίτη, με φίλους ανθρώπους όπως ο πρίγκιπας Ρενιέ του Μονακό και παρέες µε γυναίκες όπως η Ρίτα Χέιγουορθ και η Ανίτα Εκµπεργκ. Να όμως και μια παραδοξότητα: δεν προσπάθησε να έχει μια «ανώδυνη» στρατιωτική θητεία, παρότι αυτό συνέπεσε με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντιθέτως, ο Ανιέλι πήγε στο Ανατολικό Μέτωπο και πολέμησε για την πατρίδα του, φυσικά με το μέρος του φασισμού.
Ζενίθ και τραγωδίες
Η εργασία του Ανιέλι για την οικογένειά του θα αναβαλλόταν για αρκετά χρόνια μετά τον πόλεμο. Ο παππούς του, Τζιοβάνι Ανιέλι, ιδρυτής της Fiat, είχε τοποθετήσει άλλους έμπιστους συνεργάτες του στο τιμόνι της επιχείρησης και σε αυτή τη θέση ο Τζιάνι Ανιέλι θα καθόταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και ενώ ήταν πια 45 ετών. Οι Ανιέλι είχαν εμμονή με την οικογενειακή διαδοχή, κάτι που είχε αρχίσει από τη στιγμή που η δυναστεία τους ιδρύθηκε. Αλλά η τραγωδία που συχνά χτυπά αυτές τις οικογένειες δεν μπορούσε να λείψει από τους Ανιέλι. Ο παππούς Τζιοβάνι, στον οποίο οφείλεται η γιγάντωση της Fiat, έχασε τον µονάκριβο γιο του Εντοάρντο το 1935 όταν το υδροπλάνο του τελευταίου συνετρίβη. Ο γιος του Εντοάρντο, ο Τζιάνι, ήταν τότε 14 ετών και θα ονόμαζε αργότερα τον δικό του γιο, τον αυτόχειρα, Εντοάρντο. Είχε δε προηγηθεί ο θάνατος ενός άλλου Ανιέλι, του Τζιοβανίνο Ανιέλι, ανιψιού του Τζιάνι, τον οποίο είχε προσωπικά προωθήσει ο θείος του διακρίνοντας πάνω του ένα σπάνιο επιχειρηματικό πνεύμα. Και είχε δίκιο διότι ο Τζιοβανίνο ο Τζιοβανίνο, που πέθανε από µια σπάνια µορφή καρκίνου σε ηλικία 33 ετών, οδήγησε την Piaggio στην κορυφή της ευρωπαϊκής αγοράς και στην τέταρτη θέση διεθνώς.
Αυτό που παρά την απειρία του ο Τζιάνι Ανιέλι έκανε όταν ανέλαβε τα ηνία της δυναστείας ήταν να «απελευθερώσει» τη Fiat από τα αυστηρά στεγανά μιας καταπιεστικής αυτοκρατορίας και να της δώσει ένα άλλου τύπου πνεύμα: ενθάρρυνε τις πρωτοβουλίες των εργαζομένων της και υποστήριξε νέες ιδέες και πειραματισμούς από ανθρώπους που ήξεραν πολύ καλά τι σημαίνει αυτοκίνητο. Σε αυτόν εξάλλου η Fiat οφείλει την παγκόσμια ακτινοβολία της την ώρα που εκείνος απήλαυσε τους καρπούς των δραστηριοτήτων του με τον καλύτερο τρόπο: πέρα από το γεγονός της εξαγοράς μεγαθηρίων όπως η Ferrari και η Alfa Romeo, o Ανιέλι ασχολήθηκε και με άλλους τομείς, από την τηλεπικοινωνία και τα Media ως τον τουρισµό και την… πολεµική βιοµηχανία. Φυσικά, μία από τις μεγάλες του αγάπες ήταν η Γιούβε, η ποδοσφαιρική ομάδα Γιουβέντους, της οποίας υπήρξε θρυλικός πρόεδρος.
Η τραγική ειρωνεία όμως ήταν ότι ο θάνατος του Τζιάνι Ανιέλι ήρθε τη χειρότερη στιγμή γιατί συνέπεσε με μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονική συγκυρία για τον βιομηχανικό όμιλό του: οι ζημιές σε ό,τι αφορούσε τον κλάδο αυτοκινήτου της Fiat ανέρχονταν σε 1,3 δισ. ευρώ! Η Fiat δεν είχε πλέον την αίγλη που είχε τις πάλαι ποτέ καλές εποχές, τα μοντέλα της ήταν λιγότερο ελκυστικά μπροστά στον ανταγωνισμό της παγκόσμιας αγοράς αυτοκινήτου, η μετοχή της είχε χάσει σημαντικό μέρος της αξίας της και η εταιρεία συρρικνωνόταν. Ομως όσο ο Ανιέλι ήταν ζωντανός η ελπίδα δεν χανόταν. Και εν τέλει πέθανε λίγες μόλις ώρες πριν από μια μεγάλη συνάντηση των μελών της οικογένειας προκειμένου να ληφθούν μεγάλες αποφάσεις για το μέλλον της Fiat. Ο εκλιπών ήταν φανατικός πολέμιος της πρότασης για εξαγορά της Fiat από τον πρώην πρόεδρο της Telecom Ιταλίας Ρομπέρτο Κολανίνο. Και αυτή η αντίθεσή του τον είχε φέρει αντιμέτωπο με τον αδελφό του Ουμπέρτο Ανιέλι, ο οποίος όταν ο Τζιοβάνι Ανιέλι πέθανε ανέλαβε καθήκοντα προέδρου του οµίλου.
«Κρεολή», ένας συνδετικός κρίκος
Το μοναδικής γοητείας και μεγέθους ιστιοφόρο «Κρεολή», ένα μήκους 65,3 μέτρων τρικάταρτο σκαρί από ξύλο τικ που ναυπηγήθηκε το 1927 από την Camper & Nicholsons Yachts για λογαριασμό του εκατομμυριούχου Αλεξάντερ Σμιθ Κόχραν, πέρασε στην ιδιοκτησία του Σταύρου Νιάρχου στα τέλη των 40s. Αργότερα έγινε γνωστό ως το περίφημο «party yacht» του τζετ σετ. Και ήταν εκεί όπου ο έλληνας μεγαλοεφοπλιστής και στενός φίλος του Τζιάνι Ανιέλι πέρασε πολλές βραδιές με τον ιταλό κολλητό του μιλώντας για συλλογές πανάκριβων πινάκων (στο «Κρεολή» φιλοξενούνταν μεταξύ άλλων έργα Ρενουάρ, Σεζάν, Ντεγκά και Βαν Γκογκ – ο Νιάρχος διέθετε άλλωστε τη μεγαλύτερη συλλογή με πίνακες του ολλανδού ζωγράφου σε όλον τον κόσμο), για όμορφες γυναίκες και φυσικά για ιστιοφόρα, ένα από τα μεγάλα πάθη τους (η μήκους 25 μέτρων «Αgneta» του Ανιέλι ήταν ένα σπουδαίο σκαρί του 1950 κατασκευασμένο από μαόνι). Πολλά χρόνια αργότερα, το 1983, η «Κρεολή» πουλήθηκε στον Μαουρίτσιο Γκούτσι. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, το γιοτ παρέμεινε στην οικογένεια Γκούτσι, που το ενοικίαζε σε τουρίστες οι οποίοι μπορούσαν να αντέξουν το υψηλό αντίτιμο…