Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Άκη Τσοχατζόπουλου σημαδεύτηκαν από τις δικαστικές του περιπέτειες, την καταδίκη και τη φυλάκισή του για μίζες σε σκάνδαλα εξοπλιστικών προγραμμάτων κυρίως της περιόδου 1996-2001.
Ποινή φυλάκισης 19 ετών
Στις 11 Απριλίου 2012 ο πρώην υπουργός Άμυνας συνελήφθη με την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών, με την ποινή του να μειώνεται αργότερα σε 19 χρόνια.
Στις 2 Ιουλίου 2018 αποφυλακίστηκε επικαλούμενος προβλήματα υγείας, ωστόσο μέχρι και πέρσι το όνομα του Άκη Τσοχατζόπουλου δεν σταμάτησε να εμπλέκεται σε υποθέσεις διαφθοράς, καθώς τον Ιανούαριο του 2020 η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου διαβίβασε δικογραφία στη Βουλή με κεντρικό πρόσωπο τον πρώην υπουργό ασκώντας ποινική δίωξη σε συνολικά 30 πρόσωπα για το αδίκημα της απιστίας στο πλαίσιο του σκανδάλου της Siemens.
Η υπόθεση αφορούσε την περίοδο 2001 ως 2006 για τους στρατιωτικούς τηλεφωνικούς πίνακες, η οποία εκτιμάται από τους εισαγγελείς ότι προκάλεσε ζημιά στο δημόσιο ύψους περίπου 1,5 εκατ. ευρώ.
Αντίστροφη πολιτική μέτρηση
Πολιτικά, η αντίστροφη μέτρηση για το πρώην κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε λίγο πριν την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν ήδη εκτός Βουλής από τις εκλογές του 2007, ωστόσο ο Μάιος του 2010 θα αλλάξει άρδην τη ζωή του πρώην υπουργού καθώς θα αποτελέσει την απαρχή δικαστικών περιπετειών που θα τον οδηγήσουν στη φυλακή.
Στις 30 Μαΐου 2010 δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η σύζυγος του Άκη Τσοχατζόπουλου αγόρασε έναντι ενός περίπου εκατομμυρίου ευρώ οικία στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, συμφερόντων της υπεράκτιας εταιρείας Τορκάσο, τρεις ημέρες πριν την ψήφιση του νόμου «περί αποκατάστασης της φορολογικής Δικαιοσύνης και αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής». Ο νόμος αυτός περιείχε διάταξη που πενταπλασίαζε τη φορολογία ακινήτων που ανήκουν σε υπεράκτιες εταιρείες.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος υπεραμύνθηκε της αθωότητάς του, προειδοποίησε ότι θα προσφύγει στη ελληνική δικαιοσύνη, ενώ η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Διαφάνειας του ΠΑΣΟΚ. Την 1η Ιουνίου η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Ελένη Ράικου, διέταξε προκαταρκτική εξέταση με αφορμή τα δημοσιεύματα, ενώ έρευνα άσκησε και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).
Στις 7 Ιουνίου η επιτροπή του ΠΑΣΟΚ ζήτησε την αναστολή της κομματικής του ιδιότητας λόγω των στοιχείων που προέκυψαν εις βάρος του.
Στις 26 Μαΐου 2011, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα στοιχεία που αφορούσαν την έρευνα του ΣΔΟΕ για το πόθεν έσχες του Άκη Τσοχατζόπουλου. Σύμφωνα με το ΣΔΟΕ, η τιμή που είχε δηλώσει ο Άκης Τσοχατζόπουλος ότι αγόρασε το σπίτι του στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ήταν μικρότερη από την αντικειμενική του αξία.
Αργότερα, κλήθηκε στον εισαγγελέα ως ύποπτος για ανειλικρινή φορολογική δήλωση του 2009. Τον Απρίλιο του 2014, το Εφετείο αποφάσισε την τελική του ποινή γι’ αυτήν την υπόθεση, σε 5,5 χρόνια φυλάκιση και χρηματική ποινή 210.000 ευρώ.
Σκάνδαλο Siemens
Ύστερα από την έρευνα Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που συντάχθηκε για την έρευνα των σκανδάλου της Siemens, βγήκαν στη δημοσιότητα διάφορα στοιχεία περί συμμετοχής πολιτικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Άκη Τσοχατζόπουλου.
Το πόρισμα ανέφερε ότι «Ο κ. Τσοχατζόπουλος ελέγχεται για τις ενέργειές του ως υπουργός Εθνικής Άμυνας την περίοδο από το 1996 έως 2001. Η επιτροπή συνδυάζει τις παραγγελίες εξοπλιστικών συστημάτων που έγιναν επί υπουργίας του με τις καταθέσεις μαρτύρων που είχαν συνεργαστεί με την εταιρεία Siemens ότι είχαν δωροδοκήσει Έλληνες πολιτικούς και αξιωματούχους για τα Patriot».
Υποβρύχια, Προανακριτική και άσκηση ποινικής δίωξης
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος κατέθεσε μήνυση κατά του γνωστού γερμανικού περιοδικού Der Spiegel με αφορμή δημοσίευμα του περιοδικού τον Φεβρουάριο του 2011, που τον συνέδεσε με την υπόθεση δωροδοκιών της εταιρείας κατασκευής υποβρυχίων Ferrostaal.
Αμέσως μετά, η Επιτροπή θεσμών και διαφάνειας της Βουλής αποφάσισε τον έλεγχο του πόθεν έσχες του πρώην υπουργού καθώς θεωρήθηκε ερευνητέο το ποσό των καταθέσεών του ύψους 178 εκατομμυρίων ευρώ. Ο πρώην υπουργός δήλωσε έκπληκτος από την απόφαση και ζήτησε εξηγήσεις από την επιτροπή.
Μετά τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, η Βουλή την 1η Ιουλίου 2011, με ευρεία πλειοψηφία αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξη κατά του Άκη Τσοχατζόπουλου για παθητική δωροδοκία σε βάρος του δημοσίου και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος από την πλευρά του δήλωνε ότι πρόκειται για σκευωρία, ενώ ανακοίνωνε ότι προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς του.
Σύμφωνα με τη δικαιοσύνη, ο πρώην υπουργός δέχθηκε καταθέσεις μεγάλων ποσών σε προσωπικό του λογαριασμό του από εκπρόσωπο εταιρείας εξοπλιστικών συστημάτων και δήλωσε υπέρογκα ποσά που δόθηκαν για ανακαίνιση της οικίας του επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αμφισβητούσε την εγκυρότητα των στοιχείων που αφορούσαν την περιουσιακή του κατάσταση.
Σύλληψη και φυλάκιση
Στις 11 Απριλίου 2012, μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του από τον ειδικό ανακριτή Πρωτοδικών και την εισαγγελέα, συνελήφθη με την κατηγορία του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και οδηγήθηκε στην ΓΑΔΑ.
Στο εισαγγελικό πόρισμα που δημοσιεύτηκε μετά τη σύλληψή του, αναφερόταν χαρακτηριστικά: «ο Άκης Τσοχατζόπουλος και οι συνεργάτες του συνέστησαν εγκληματική οργάνωση και για την πραγμάτωση του σκοπού τους ίδρυσαν τρεις Off shore εταιρείες, τις BLUBELL, ΝΟΒΙLIS και TORCASO, μέσω των οποίων προέβησαν σε σειρά παράνομων πράξεων, μεταξύ άλλων και νομιμοποίηση παράνομων αμοιβών μέσω του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Σε αυτές τις εταιρίες ιδιοκτήτης φαινόταν να είναι ο Άκης Τσοχατζόπουλος.
Το πόρισμα των δύο Εισαγγελέων ανέφερε επίσης: «Το χρονικό διάστημα από τον Μάιο 1998 έως τις 7/6/2001 φέρεται να απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 16.202.000 ελβετικών φράγκων και 1.748.000 δολαρίων ΗΠΑ, χρήματα τα οποία αποτελούν προϊόν παθητικής δωροδοκίας του ίδιου σχετικά με τις συμβάσεις προμήθειας των οπλικών συστημάτων TOR M1. Την 2/12/2002 φέρεται να απέκρυψε περιουσία συνολικού ύψους 2.960.225 ελβετικών φράγκων σχετικά με τις συμβάσεις ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ και ΠΟΣΕΙΔΩΝ 2 (υποβρύχια) τα οποία αποτελούν παράνομη αμοιβή που κατέβαλε μέσω άλλης εταιρείας η γερμανική εταιρία FERROSTAAL».
Λίγο πριν από τις διπλές εκλογές του 2012, στις 16 Απριλίου 2012, μετά από πολύωρη απολογία, ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τη σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα, κρίθηκε προφυλακιστέος και στις 17 Απριλίου 2012 οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού. Ανάλογες ήταν οι αποφάσεις για τη σύζυγο του, Βίκυ Σταμάτη, την κόρη του καθώς και για πολλούς συνεργάτες του.
Ποινή κάθειρξης
Στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Σύμφωνα με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που κήρυξε ενόχους και καταδίκασε τους 17 από τους συνολικά 19 κατηγορούμενους στην υπόθεση, το ποσό που καταλογίζεται ότι έλαβε ο πρώην υπουργός ανέρχεται σε περίπου 54 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε μία δεκαετία.
Συγκεκριμένα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε πως ο Άκης Τσοχατζόπουλος ζητούσε ωφελήματα κατά τη διάρκεια της θητείας του στο υπουργείο Άμυνας από την άνοιξη του 1997 έως και τον Οκτώβριο του 2001. Τα χρήματα που εισέπραξε διακινήθηκαν τμηματικά και μέσω άλλων προσώπων ή εταιρειών, ώστε να αποκρυφτεί η πραγματική τους προέλευση. Η έφεση δεν είχε ανασταλτικό χαρακτήρα και οδηγήθηκε στις φυλακές.
Τον Ιούλιο του 2015, η πρώην σύζυγος του Τσοχατζόπουλου, Γκούντρουν Μολντενάουερ, η οποία επίσης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση 6 ετών για το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, υπέγραψε δήλωση συναίνεσης ώστε ποσό 833.000 δολαρίων που βρέθηκε σε λογαριασμό της στην Ελβετία να κατατεθεί στον ειδικό λογαριασμό του Δημοσίου.
Αποφυλάκιση με περιοριστικούς όρους
Στις 4 Μαΐου 2017, αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους, ενώ με γραπτή δήλωσή του επέμεινε ότι η δίωξή του ήταν «καθαρά πολιτική» και ανέφερε ότι θα το αποδείξει «με στοιχεία πέραν πάσης αμφισβήτησης» κατηγορώντας τους Γιώργο Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη ότι «σε συνεργασία με ελληνικές και ξένες υπηρεσίες, παρέδωσαν την χώρα στους ξένους και στους δανειστές».
Σύμφωνα με τη δήλωσή του, κατέθεσε τα στοιχεία αυτά στο δικαστήριο του πενταμελούς Εφετείου Αθηνών την επομένη ημέρα, 21η Ιουνίου, κατά την απολογία του.
Στις 31 Οκτωβρίου 2017, έπειτα από απόφαση του πενταμελούς εφετείου κακουργημάτων, ο Άκης Τσοχατζόπουλος οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή.