Σε αρκετά εργοστάσια της Foxconn, βασικό προμηθευτή της Apple στην Κίνα, τα εφάπαξ και δη παχυλά μπόνους για νέες προσλήψεις πέφτουν τις τελευταίες εβδομάδες «βροχή», λόγω των αυξημένων απαιτήσεων για το λανσάρισμα της νέας σειράς των iPhone, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Τα ποσά αυτά πλέον κυμαίνονται σε ύψη ρεκόρ, από 6.000 έως και 12.000 γουάν, γράφουν οι Global Times, αγγλόφωνη κινεζική ταμπλόιντ που εκδίδει η επίσημη εφημερίδα του ΚΚΚ, η Λαϊκή Ημερησία.
Ορισμένα ξεπερνούν κατά πολύ ή είναι πολλαπλάσια ενός μέσου μισθού. Συνήθως όμως συνδέονται με αυστηρές προϋποθέσεις.
Στο εργοστάσιο στη Τσεντσόου στην κεντροανατολική Κίνα, για παράδειγμα, γράφει η Wall Street Journal, τα μπόνους ξεπέρασαν τον περασμένο μήνα τα 9.000 γουάν (περίπου 1.400 δολάρια), υπό τον όρο οι νεοπροσλαμβανόμενοι να δουλέψουν για 90 ημέρες χωρίς ρεπό, όπως ανέφερε αγγελία της εταιρείας στο WeChat.
Παρά τα πρόσθετα και δελεαστικά οικονομικά κίνητρα για τον μέσο Κινέζο, οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό επιμένουν.
Και το φαινόμενο δεν περιορίζεται στις τάξεις των κατασκευαστών πρωτότυπου σχεδίου (ODM) της Apple.
Μειώνονται τα εργατικά χέρια
Το πρόβλημα είναι συνολικότερο στα εργοστάσια της Κίνας, οι ιδιοκτήτες των οποίων λένε ότι πασχίζουν πια να καλύψουν θέσεις εργασίας. Ακόμη και εκείνες που δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη εξειδίκευση.
Κι αυτό, σε μία περίοδο όπου η παγκόσμια ζήτηση για κινεζικά προϊόντα είναι ιδιαίτερα αυξημένη, λόγω και των προβλημάτων στην αλυσίδα παραγωγής πολλών άλλων χώρες που έχει προκαλέσει η κρίση της Covid-19.
Οι λόγοι της καταγραφόμενης έλλειψης εργατικού δυναμικού ποικίλουν.
Ολοένα και περισσότεροι Κινέζοι εργάτες της περιφέρειας προτιμούν πια να παραμείνουν στην ενδοχώρα, λόγω και της πανδημίας, αλλά και της ανάπτυξης που γνώρισαν τα τελευταία χρόνια περιοχές εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων.
Ταυτόχρονα, οι νέοι στρέφονται πλέον μαζικά σε άλλου είδους δουλειές, εκτός εργοστασίων. Κυρίως, δε, στον τομέα της παροχής υπηρεσιών και σε θέσεις εργασίας με καλύτερους σε γενικές γραμμές μισθούς και με καλύτερες συνθήκες.
Στο μεσοδιάστημα, αυξάνονται οι απόφοιτοι ανώτερης εκπαίδευσης -φτάνοντας φέτος σε επίπεδα ρεκόρ, στα 9 εκατομμύρια πτυχιούχους- εντείνοντας έτσι τη διαρθρωτική αναντιστοιχία στην κινεζική αγορά εργασίας.
Νέες προσκλήσεις
Ευρύτερο, το συγκεκριμένο πρόβλημα στην δεύτερη προσώρας μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα χρόνια, δεδομένων των μακροπρόθεσμων δημογραφικών μεταβολών, με τη γήρανση του πληθυσμού και την αριθμητική συρρίκνωση της παραγωγικής ομάδας.
Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, το εργατικό δυναμικό της Κίνας αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 35 εκατομμύρια τα επόμενα πέντε χρόνια.
Ειδικοί αντίστοιχα εκτιμούν, ότι για την επόμενη δεκαετία, το προβλεπόμενο ετήσιο κενό σε εργατικό δυναμικό μπορεί να φτάσει έως και τα 11,8 εκατομμύρια, χωρίς διορθωτικές κινήσεις.
Την περασμένη εβδομάδα, το Πεκίνο καθιέρωσε με νόμο πια την νέα πολιτική των «τριών παιδιών».
Μένει ωστόσο να φανεί εάν θα αποδώσει σε βάθος χρόνου, λόγω και της απροθυμίας και οικονομικής αδυναμίας των νέων Κινέζων να την ακολουθήσουν.
Σε πιο άμεσο ορίζοντα, αναλυτές κάνουν λόγο για πιθανή αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης και μεταρρυθμίσεις στην μεταναστευτική πολιτική της Κίνας, προκειμένου να μην χαθεί το μακροπρόθεσμο «στοίχημα» του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξής της.
Άμεσες επιπτώσεις
Προς το παρόν, ο Κινέζος πρωθυπουργός Λι Κετσιάνγκ δεσμεύτηκε για περισσότερη στήριξη σε βιομηχανίες έντασης εργασίας, συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης.
Πολλές επιχειρήσεις εν τω μεταξύ επενδύουν πρόσθετα κεφάλαια στην περαιτέρω αυτοματοποίηση της παραγωγής τους.
Στην παρούσα φάση, ωστόσο, η προβληματική κατάσταση παραμένει ως έχει.
«Πολλοί ιδιοκτήτες εργοστασίων βρίσκονται τώρα σε δίλημμα. Δεν ξέρουν καν εάν θα έχουν περιθώριο κέρδους, αποδεχόμενοι νέες παραγγελίες», παρατηρεί ο Ντέιβιντ Λι, γενικός γραμματέας της Ένωσης Υποδηματοποιών Ασίας στη Ντονγκουάν.
«Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος τους είναι ο αγώνας για την εύρεση εργαζομένων».
Ειδικοί αναφέρουν στους Global Times ότι τα πρωτοφανή για τα χώρα υψηλά μπόνους νέων προσλήψεων, σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών, μπορεί να οδηγήσουν σε μετακύλιση του αυξημένου κόστους παραγωγής στις τιμές των νέων προϊόντων.
Τάσεις, παρατηρεί η WSJ, που μπορεί «να καταστήσουν πιο δύσκολο για την Κίνα να συνεχίσει να προμηθεύει τον κόσμο με φθηνά μεταποιημένα προϊόντα, ενδεχομένως έτσι εντείνοντας τις παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις».