Ο κόσμος της τέχνης, σε διεθνές επίπεδο, πάρα τις εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες λόγω της πανδημίας, γνωρίζει μεγαλειώδεις στιγμές. Ισως ποτέ στο παρελθόν οι μεγαλύτερες δημοπρασίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε αίθουσες εμβληματικών διεθνών οίκων όπως οι Sotheby’s, Christie’s, Bonhams και Phillips, δεν συγκέντρωσαν τόσα, μα τόσα χρήματα. Εργα κλασικών, μεγάλων εικαστικών, αλλά και αυτών της νέας γενιάς, που ήδη έχουν κερδίσει τις εντυπώσεις, πουλήθηκαν σε… εξωφρενικά υψηλές τιμές, καταγράφοντας αύξηση της τάξεως του 230% από την περυσινή χρονιά καθώς και ένα μικρό προβάδισμα σε σχέση με τα στοιχεία του 2019. Τα έσοδα μόνο από τις διαδικτυακές αγοραπωλησίες σχεδόν διπλασιάστηκαν (από 337 εκατ. το 2020 σε 660 εκατ. δολάρια το 2021), ενώ ο οίκος Christie’s, με κέρδη 101 εκατομμύρια λίρες στο κλείσιμο της σεζόν του Λονδίνου στις 30 Ιουνίου, μιλάει για «το καλύτερο καλοκαίρι από το 2017». Από τον ίδιο οίκο πραγματοποιήθηκε και η πιο ακριβή αγορά διαδικτυακής τέχνης (NFT), ύψους 69 εκατομμυρίων δολαρίων.
Δυναµική «παρουσία» όµως είχαν και οι έλληνες εικαστικοί µέσα από τις γνωστές δηµοπρασίες που διοργανώνει στο Λονδίνο ο οίκος Bonhams. Κορυφαίοι ζωγράφοι και γλύπτες «χτύπησαν» εξαιρετικά υψηλές τιµές, µε δύο από αυτούς, τους Νίκο Εγγονόπουλο και Γιάννη Μόραλη, να «σπάνε» ρεκόρ πωλήσεων. Συγκεκριµένα, ο πίνακας µε τίτλο «Οµηρική Σκηνή: Επεισόδιο από τον Τρωικό Πόλεµο» (1938) του Εγγονόπουλου πουλήθηκε για 682.750 στερλίνες, ενώ η αρχική εκτίµηση ήταν 120.000-200.000, και εκείνος µε τίτλο «Ερωτικό» (1977) του Μόραλη, κατακυρώθηκε αντί 525.250 στερλινών, µε αρχική εκτίµηση τις 180.000-250.000.
Σημαντικές παρουσιάσεις σε κορυφαία μουσεία, γκαλερί, αλλά και εξωτερικούς χώρους, όπως ο περίφημος Κήπος του Ανακτόρου των Βερσαλλιών – εκεί φιλοξενείται η πρωτότυπη έκθεση «The Lalanne at Trianon» με έργα των γλυπτών Κλοντ και Φρανσουά-Ξαβιέ Λαλάν, που θα διαρκέσει μέχρι τις 10 Οκτωβρίου -, συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον εκατομμυρίων επισκεπτών, έστω και αν πολλοί παρακολουθούσαν μέσω Διαδικτύου. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις είναι η τιτλοφορούμενη «The Art of Banksy», στο Museum of Broadcast Communications στο Σικάγο. Ογδόντα αυθεντικά έργα του πασίγνωστου street artist συγκεντρώθηκαν από ιδιωτικές συλλογές, χωρίς τη συγκατάθεση του ίδιου του καλλιτέχνη.
Οσο για τα καινούργια μουσεία, από τα πιο ενδιαφέροντα είναι το Bourse de Commerce – Pinault Collection που άνοιξε ο Φρανσουά Πινό, μεγάλος αντίπαλος του Μπερνάρ Αρνό στις επιχειρήσεις αλλά και στον κόσμο της τέχνης. Ο γνωστός δισεκατομμυριούχος ανακαίνισε το παλιό χρηματιστήριο του Παρισιού, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Λούβρο και στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού. Λέγεται μάλιστα ότι ξόδεψε 160 εκατ. ευρώ για το project, το οποίο ανέλαβε ο πολυβραβευμένος ιάπωνας αρχιτέκτων Ταντάο Αντο – χρυσό μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής (1989), βραβείο Carlsberg (1992), βραβείο Pritzker (1995), βασιλικό χρυσό μετάλλιο του Βασιλικού Ινστιτούτου των Βρετανών Αρχιτεκτόνων (1997) -, ο οποίος έχει ανακαινίσει για τον μεγαλοεπιχειρηματία και άλλους εμβληματικούς χώρους, όπως τα Palazzo Grassi και Punta della Dogana στη Βενετία.
Στο νέο του κτίριο στο Παρίσι, ο φιλότεχνος μεγιστάνας – ένα πάθος που μοιράζεται με τον γιο του, Φρανσουά-Ανρί, και τη νύφη του, τη διάσημη ηθοποιό Σάλμα Χάγεκ-Πινό – αποφάσισε να στεγάσει την προσωπική του συλλογή μοντέρνων έργων τέχνης, η οποία θεωρείται από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες στον κόσμο.
ΜFAH – Το «διαμάντι» του Τέξας
Τη δική μας όμως προσοχή τράβηξε ένα λιγότερο γνωστό Μουσείο, εφάμιλλο όμως των πιο ξακουστών, όπως είναι το Metropolitan Museum of Art στη Νέα Υόρκη ή το Λούβρο στο Παρίσι και η Galleria degli Uffizi στη Φλωρεντία. Ο λόγος για το Museum of Fine Arts, Houston (MFAH), που με την πρόσφατη προσθήκη του νέου, εντυπωσιακού κτιρίου Κίντερ στο campus του βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ανάμεσα σε άλλα σημαντικά hotspots τέχνης και πολιτισμού που υπάρχουν στη μεγαλούπολη του Τέξας, όπως είναι η διάσημη Οπερα του Χιούστον, το συγκεκριμένο μουσείο ξεχωρίζει, εκτός των άλλων, γιατί διαθέτει μία από τις σπουδαιότερες συλλογές έργων τέχνης της χώρας, αλλά και γιατί αναδεικνύει συνεχώς νέους καλλιτέχνες.
Πρόκειται για ένα από τα 10 μεγαλύτερα μουσεία των ΗΠΑ και για το μεγαλύτερο και παλαιότερο μουσείο τέχνης του Τέξας. Συγκεκριμένα, το MFAH εκτείνεται σε 28.000 τετραγωνικά μέτρα, διαθέτει εννέα διαφορετικές εγκαταστάσεις και η συλλογή του διατρέχει έξι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας με 70.000 εκθέματα που προέρχονται από έξι ηπείρους. Ανοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 1924 (θα εορτάσει τα 100 του χρόνια με πολλές εκδηλώσεις το 2024) σε ένα νεοκλασικού αρχιτεκτονικού ρυθμού κτίριο, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Γουίλιαμ Γουόρντ Ουάτκιν. Τον πρώτο καιρό της λειτουργίας του διοργάνωνε μικρές εκθέσεις, μέχρι που μια δωρεά από τον Τζορτζ M. Ντίκσον και την αδελφή του Μπελ, αποτελούμενη από 25 πίνακες ζωγραφικής και μερικά επιπλέον έργα τέχνης, δημιούργησαν τη βασική μόνιμη συλλογή του μουσείου, η οποία ενισχύθηκε τη δεκαετία του ’30 από την Ανέτ Φίνιγκαν. Η φιλότεχνη σουφραζέτα δώρισε στο μουσείο αρχαιότητες από την Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και την Ισπανία. Εκτοτε, η συλλογή του έχει εμπλουτιστεί με αμερικανική τέχνη, αφρικανικό χρυσό, διακοσμητική τέχνη και σχέδια, φωτογραφίες, μοντέρνα και σύγχρονη γλυπτική, τέχνη της Λατινικής Αμερικής, καλλιτεχνήματα από την Ωκεανία και την Ασία, αντικείμενα από την Ινδονησία, ενώ είναι και το μοναδικό ίδρυμα στο Χιούστον στο οποίο υπάρχει χώρος αφιερωμένος στην τέχνη και στην κουλτούρα της Ινδίας.
Μία από τις μεγαλύτερες δωρεές την έλαβε το 1957, όταν η «Πρώτη Κυρία του Τέξας», όπως την αποκαλούσαν, λόγω του κύρους που διέθετε στην κοινωνία της εποχής, η μανιώδης συλλέκτρια έργων τέχνης Aϊμα Χογκ, χάρισε στο μουσείο μία από τις ιδιοκτησίες της, το Μπάγιου Μπεντ, που διέθετε 28 δωμάτια και απείχε μόλις 8 χιλιόμετρα από το μουσείο. Εκεί σήμερα στεγάζεται μια συλλογή από αμερικανικά έργα διακοσμητικής τέχνης και έπιπλα, κεραμικά, γυαλικά και υφάσματα. Το 2000 προστέθηκε ακόμη ένα κτίριο στο campus, το Οντρεϊ Τζόουνς Μπεκ, όπου ανάμεσα σε άλλα αριστουργήματα αμερικανικής και ευρωπαϊκής τέχνης εκτίθεται και το «Πορτρέτο μιας νεαρής γυναίκας» (1633) του Ρέμπραντ.
H Καρολάιν Γουίς Λο (1918-2003), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου Καλών Τεχνών στο Χιούστον, κληροδότησε, μετά τον θάνατό της, εκτός από τη σημαντική συλλογή της από πίνακες ζωγραφικής του 20ού αιώνα, η οποία περιελάμβανε μεταξύ άλλων έργα των Γουίλεμ ντε Κούνινγκ, Ζουάν Μιρό και Αντι Γουόρχολ, και περίπου 450 εκατομμύρια δολάρια
– ποσό που θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες δωρεές σε αμερικανικό μουσείο τέχνης. Η δωρεά αυτή έδωσε τη δυνατότητα στο ίδρυμα να αγοράσει περίπου 2.000 έργα μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης, ένα γεγονός που έκανε, περισσότερο από ποτέ, εμφανή την ανάγκη επέκτασης των εγκαταστάσεων. Ετσι, στις ήδη υπάρχουσες πτέρυγες του μουσείου, αποφασίστηκε να προστεθεί μία ακόμη.
Τον περασμένο Νοέμβριο άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το κτίριο Νάνσι και Ριτς Κίντερ, το οποίο από μόνο του είναι σαν ένα έργο τέχνης. Δομικά, μοιάζει με αστερία, ο οποίος όταν τη νύχτα φωτίζεται από μέσα δημιουργεί ένα υπέροχο θέαμα. Το αρχιτεκτονικό σχέδιο ανήκει στον Νεοϋορκέζο Στίβεν Χολ, ο οποίος είναι επίσης υπεύθυνος για το καινούργιο design και ενός άλλου κτιρίου στην περιοχή, του Glassell School of Art, το οποίο χτίστηκε προ μερικών ετών σε σχήμα «L» και περιλαμβάνει δύο τεράστια υπόγεια γκαράζ. Από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του νέου κτιρίου είναι το υπόγειο τούνελ που το συνδέει με το κτίριο Κίντερ. Γύρω από τις εγκαταστάσεις υπάρχουν επτά κήποι, ένας εκ των οποίων, ο Κήπος Γλυπτών Λίλι και Χιου Ρόι Κάλεν, είναι σχεδιασμένος από τον διάσημο αμερικανοϊάπωνα καλλιτέχνη Ισάμου Νογκούτσι. Ο κήπος περιλαμβάνει γλυπτά των Ανρί Ματίς, Ογκίστ Ροντέν, Αντουάν Μπουρντέλ και Αλεξάντερ Κάλντερ.
Στο εσωτερικό του φαντασμαγορικού κτιρίου Κίντερ αυτό που δεσπόζει είναι το αίθριο που διαπερνά τους τρεις ορόφους και γεμίζει τον χώρο με φυσικό φως. Το ισόγειο είναι αφιερωμένο σε installations, ενώ ο δεύτερος όροφος περιλαμβάνει αίθουσες με διαφορετικές συλλογές και είδη τέχνης, μεταξύ αυτών και η φωτογραφία. Στον τρίτο όροφο πραγματοποιούνται οι περιοδικές θεματικές εκθέσεις. Σημαντικά έργα τέχνης, τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία, έχουν δημιουργήσει, ειδικά για το συγκεκριμένο κτίριο, σύγχρονοι καλλιτέχνες όπως ο Ελ Ανατσουί από την Γκάνα, ο Νοτιοκορεάτης Μπιούνγκ Χουν Τσόι, η Ισπανίδα Κριστίνα Ιγκλέσιας, ο Κάρλος Κρουζ Ντιτς από τη Βενεζουέλα, ο Ισλανδοδανός Ολαφουρ Ελίασον, καθώς και οι Τεξανοί Τρέντον Ντόιλ Χάνκοκ και Τζέισον Σάλαβον. Στόχος των ανθρώπων του μουσείου, και ειδικά της μουσειολόγου Μαρί Κάρμεν Ραμίρεζ, η οποία επιμελείται μεταξύ άλλων τις εκθέσεις λατινοαμερικανικής τέχνης, είναι να τιμηθούν η διαφορετικότητα και η συμπεριληπτικότητα, να υπάρχουν δηλαδή στη συλλογή έργα τέχνης από καλλιτέχνες που προέρχονται από όλα τα μέρη της Γης, από γυναίκες, μειονότητες κ.ά. Φυσικά, δεν λείπουν και οι κλασικοί του 20ού αιώνα, όπως είναι οι Πάμπλο Πικάσο, Ανρί Ματίς, Τζάκσον Πόλοκ, Τζόρτζια Ο’Κιφ.
ΜFAH – Τα έργα
«Arearea (Joyfulness) ΙΙ», 1894, Πολ Γκογκέν (1848-1903)
Η υδατογραφία σε λινό, που έχει σχήμα βεντάλιας, δημιουργήθηκε από τον γάλλο ζωγράφο βασιζόμενη σε μια παλαιότερη ελαιογραφία του, την οποία ολοκλήρωσε κατά τη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στην Ταϊτή της Γαλλικής Πολυνησίας στον Ειρηνικό και που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Ορσέ στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα της δεκαετίας του 1890 είχαν μεγάλη ζήτηση οι πίνακες σε σχήμα βεντάλιας.
«Δύο γυναίκες μπροστά σε ένα παράθυρο», 1927, Πάμπλο Πικάσο (1881-1973)
Μια ελαιογραφία πάνω σε καμβά, η οποία ενώνει τον κυβισμό με τον σουρεαλισμό. Θεωρείται ότι η μία γυναίκα, που έχει πιο σκληρές γωνίες, χαρακτηριστικό γνώρισμα του κυβισμού, αντιπροσωπεύει την Ολγα Χοχλόβα, την πρώτη σύζυγο του Πικάσο, ενώ η δεξιά τη Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, την ερωμένη του εκείνη την εποχή, η οποία είναι πιο αισθησιακή και αέρινη, όπως επιτάσσει ο σουρεαλισμός.
«Οι εργάτες της θάλασσας», 1873, Εντουάρ Μανέ (1832-1883)
Δέκα χρόνια πριν πεθάνει ολοκλήρωσε τη συγκεκριμένη, γεμάτη δράση, ελαιογραφία του ο μεγάλος γάλλος ζωγράφος. Ο πίνακας απεικονίζει ένα μικρό ιστιοφόρο σε ταραγμένη θάλασσα με τους ψαράδες να δουλεύουν σκληρά για να κερδίσουν τα προς το ζην.
«Καρολάιν Λο», 1976, Αντι Γουόρχολ (1928-1987)
Εργο του Αντι Γουόρχολπου απεικονίζει την Καρολάιν Γουίς Λο, η οποία ήταν γνωστή ως «Τζάκι Κένεντι του Χιούστον». Μεγάλη θαυμάστρια του Γουόρχολ, η Λο του ανέθεσε τα πορτρέτα της στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Το συγκεκριμένο έργο καταδεικνύει την απόλυτη γνώση του χρώματος από τον καλλιτέχνη σε αυτό το στάδιο της καριέρας του.
«Κορίτσι που διαβάζει», π. 1890, Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ (1841-1919)
Μια ελαιογραφία σε καμβά από την ηγετική μορφή του ιμπρεσιονισμού. Ο συγκεκριμένος πίνακας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου του που ξεχωρίζει για το έντονο φως, το χρώμα του, αλλά και για το θέμα του, που εστιάζει στον άνθρωπο σε διάφορες προσωπικές και αυθεντικές στιγμές.
«Η Σούζαν παρηγορεί το μωρό», π. 1881, Μέρι Κάσατ (1844-1926)
Ελαιογραφία σε καμβά της αμερικανίδας καλλιτέχνιδας από την Πενσιλβάνια. Η Κάσατ, προερχόμενη από πλούσια οικογένεια, έγινε προσωπική φίλη του Εντγκάρ Ντεγκά και κατά συνέπεια ασπάστηκε τις αρχές του ιμπρεσιονιστικού κινήματος.
«Γυναίκα που σκουπίζεται μετά το μπάνιο», π. 1905, Εντγκάρ Ντεγκά (1834-1917)
Eνα από τα αριστούργημα του γάλλου καλλιτέχνη. Πρόκειται για κάρβουνο και παστέλ πάνω σε χαρτί αντιγραφής. Ολη του τη ζωή ο Ντεγκά ήταν εξαιρετικός στην απεικόνιση του γυναικείου σώματος.
«Ο ανεμόμυλος στο Ονμπέκεντε Γκραχτ», 1874, Κλοντ Μονέ (1840-1926)
Ενας μύλος στις όχθες του ποταμού Αμστελ από τον «πατέρα» του ιμπρεσιονισμού. Οπως ακριβώς έκανε και σε αυτή την ελαιογραφία, τα περισσότερα τοπία του τα ζωγράφισε στο ύπαιθρο.
«Μαντάμ Σεζάν στα μπλε», 1888-1890, Πολ Σεζάν (1839-1906)
Ο διάσημος γάλλος ζωγράφος γεφύρωσε τον 19ο με τον 20ό αιώνα. Τόσο ο Ματίς όσο και ο Πικάσο απέδωσαν στον Σεζάν τον τίτλο «ο πατέρας όλων μας». Σε αυτόν τον πίνακα, το θέμα είναι η σύζυγος του καλλιτέχνη, ζωγραφισμένη με την ξεχωριστή τεχνοτροπία του.
«Λέοπολντ Ζμπορόφσκι», π. 1916, Αμεντέο Μοντιλιάνι (1884-1920)
Ελαιογραφία που απεικονίζει τον πολωνό ποιητή που γνώρισε τον Μοντιλιάνι στην παρισινή γειτονιά Μονπαρνάς. Παρότι ο Ζμπορόφσκι δεν ήταν πλούσιος, εκτιμούσε τόσο πολύ τη δουλειά του Μοντιλιάνι που αποφάσισε να τον υποστηρίξει οικονομικά. Οταν πέθανε, η χήρα του αναγκάστηκε να πουλήσει όλους τους πίνακες του Μοντιλιάνι που είχε στην κατοχή της, επειδή έμεινε βαθιά χρεωμένη από την οικονομική κακοδιαχείριση του συζύγου της.