Αποστολή: Κώστας Κωνσταντίνου
Από τα πολλά μου ταξίδια στη Βηρυτό, αυτό που θυμάμαι εντονότερα είναι το πρώτο, μερικά χρόνια μόλις μετά το τέλος του εμφυλίου. Το ιστορικό κέντρο της πόλης ήταν κλειστό και κατεστραμμένο, στο μεγαλύτερό του μέρος απαγορευόταν η είσοδος, η δε εμπορικότερη τότε περιοχή της Χάμρα σε κάποια σημεία της δεν είχε πια οδόστρωμα και κάθε τόσο ορθώνονταν στη μέση του δρόμου φυλάκια του στρατού.
Το πιο συγκλονιστικό, θυμάμαι, ήταν πως τα διαμερίσματα ή τουλάχιστον τα πλείστα από αυτά αντί για πορτοπαράθυρα είχαν μουσαμάδες. Είχα φτάσει αργά το βράδυ και ο ήχος των γεννητριών για το ρεύμα ακουγόταν παντού, καθώς η πόλη πάλευε με τις διακοπές στην ηλεκτροδότηση και τη χρόνια πια καταστροφή στις υποδομές της. Θυμάμαι ότι είχα αναρωτηθεί μήπως όσοι μου είχαν πει να μην κάνω αυτό το ταξίδι, είχαν δίκαιο.
Δεν είχαν. Η Βηρυτός, αν και κατεστραμμένη ήταν μια συναρπαστική πόλη. Και έδειχνε να υπόσχεται στον επισκέπτη πως θα γινόταν και πάλι το Παρίσι της Ανατολής, όπως την έλεγαν πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, το ’75. Αυτό πίστευαν και οι κάτοικοί της, αυτό μου είπε και ο ιδιοκτήτης ενός συνοικιακού δισκάδικου το οποίο εντόπισα τυχαία στην πρώτη πρωινή μου βόλτα και ο οποίος με μύησε στη μουσική των αδερφών Ραχμπάνι και τη φωνή της Φαϊρούζ πουλώντας μου CD φτιαγμένα από τη δισκογραφική τους στην Αθήνα, λόγω της κατάστασης.
Στις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν θα έβλεπα τη Βηρυτό να ξαναγεννιέται. Nα τραβάει σαν μαγνήτης τους τουρίστες και να παραδίδεται στη χλιδή, με τρομερές έστω κοινωνικές ανισότητες, Mέχρι που η δολοφονία Χαρίρι σήμανε την αντίστροφη μέτρηση. Ο Λίβανος άρχισε να καταρρέει οικονομικά σε μια μακρά κρίση, ώσπου η περσινή έκρηξη, του έδωσε τη χαριστική βολή.
Είναι καλοκαίρι του 2021, ένα χρόνο ακριβώς μετά την καταστροφή και από το παράθυρο του ξενοδοχείου μου βλέπω και πάλι τη Βηρυτό ντυμένη με ένα παρόμοιο, μελαγχολικό σκοτάδι, όπως την πρώτη φορά που την επισκέφθηκα. Η παροχή ρεύματος διακόπτεται σχεδόν κάθε ώρα και ξεκινούν οι γεννήτριες τις οποίες λειτουργούν από κοινού κάτοικοι και καταστήματα. Οταν υπάρχει μαζούτ. Συχνά δεν υπάρχει. Οι διακοπές ρεύματος ήταν μέρος της ζωής από τότε που ξέσπασε ο εμφύλιος. Η υπηρεσία ηλεκτρισμού του Λιβάνου ακόμα και μετά τον πόλεμο δεν μπόρεσε να φτάσει σε επίπεδα απόλυτης αυτάρκειας.
Τώρα όμως η κατάσταση έγινε τραγική. Η παροχή διακόπτεται πλέον για τρεις έως δώδεκα ώρες την ημέρα. Μια πρόσφατη έρευνα του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού κατέδειξε πως η ραγδαία αύξηση των εισαγωγών ατόμων όλων των ηλικιών στα νοσοκομεία συνδέεται ακριβώς με την ευρεία χρήση γεννητριών καυσίμων. Η έρευνα φανέρωσε όμως και κάτι πιο ανησυχητικό: ότι οι καρκινογόνες ουσίες στην ατμόσφαιρα αυξήθηκαν κατά 40%. Και αυξάνονται.
«Είναι όντως χειρότερα και από τον εμφύλιο;» ρωτώ τον κύριο Ουάλιντ, ο οποίος διατηρεί ένα συνοικιακό περίπτερο – αναψυκτήριο κοντά στο λιμάνι της Βηρυτού και είναι αρκετά μεγάλος για να θυμάται όχι μόνο τον πόλεμο αλλά και τους «bon vieux temps», τους παλιούς καλούς καιρούς πριν από αυτόν. Η φράση είναι το μότο των ημερών στο Λίβανο. «Ισως και να είναι χειρότερα» μου λέει. «Γιατί τότε ελπίζαμε σε κάτι, σε ένα θαύμα. Τώρα πια ο κόσμος δεν ελπίζει». Και είναι αλήθεια. Το διαβάζει κανείς στα σκυθρωπά πρόσωπα που δείχνουν να συμβιβάστηκαν με την ιδέα ότι η μιζέρια επέστρεψε και πως κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σήμερα το μέλλον που ονειρευόταν τότε στα ερείπια.
«Με τα καύσιμα τι γίνεται;» τον ρωτώ. «Πολύ δύσκολα» μου λέει «αλλά τώρα που τελειώνουν και οι επιδοτήσεις να δεις!». Η τελευταία φάση της κρίσης προκλήθηκε από την απόφαση της κεντρικής τράπεζας του Λιβάνου να τερματίσει τις επιδοτήσεις στα καύσιμα. Οι πολιτικοί αντέδρασαν λέγοντας ότι θα είναι το τελειωτικό κτύπημα στη χώρα, ο διοικητής όμως απάντησε ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή με τη χώρα να κινείται σε ιστορικά χαμηλά σε αποθέματα ξένου συναλλάγματος. Η κρίση του ηλεκτρισμού έχει εκτινάξει τη ζήτηση για καύσιμα και ήδη σχηματίζονται ουρές μπροστά στα πρατήρια με τη μαύρη αγορά να κάνει θραύση εκεί όπου δεν υπάρχουν πια, με το ξένο συνάλλαγμα να στερεύει.
Τα σημάδια της καταστροφής από την περσινή έκρηξη γύρω από το λιμάνι είναι παντού. Μια πρώτη, μακρινή ματιά στα πολυτελή ξενοδοχεία και τους ουρανοξύστες με τα διαμερίσματα στη λεωφόρο που οδηγεί στο λιμάνι από τη μαρίνα της Βηρυτού σε ξεγελά. Οταν προσεγγίζεις τα κτίρια με πρώτο και πιο επιβλητικό τον φουτουριστικό ουρανοξύστη του Four Seasons της Βηρυτού διαπιστώνεις πως τα περισσότερα έχουν εγκαταλειφθεί μετά την έκρηξη – αυτός επίσης – ενώ σε πολλά τα τζάμια έχουν αντικατασταθεί μέχρι νεωτέρας με ξύλινες πλάκες και μουσαμάδες. Οπως τότε μετά τον πόλεμο. Αλλα επιδιορθώνονται αργά, πολλά όχι.
Λίγο πιο πάνω στην Πλατεία των Μαρτύρων το κομψότερο ίσως από τα πολυτελή ξενοδοχεία της πόλης, το Le Gray, έχει κρεμάσει στην πρόσοψή του μια τεράστια σημαία του Λιβάνου με ένα πανό στα αγγλικά το οποίο γράφει: «Μένουμε δυνατοί! Μαζί θα σηκωθούμε και πάλι. Θα τα πούμε σύντομα. Le Gray, Beirut». Απέναντι ακριβώς, τα γραφεία της «An-Nahar», μιας από τις πιο παλιές και ίσως της πιο γνωστής για τις φιλελεύθερες της απόψεις εφημερίδας του Λιβάνου, στα οποία είχα μπει πριν από χρόνια, κλειστά και αυτά. Κατεστραμμένα.
Αυτό που είναι περισσότερο αποκαρδιωτικό όμως είναι πως το αναπαλαιωμένο ιστορικό κέντρο της πόλης με τα θαυμάσια κτίρια, τους πεζοδρόμους οι οποίοι έσφυζαν από ζωή, το κοινοβούλιο αλλά και τον ελληνορθόδοξο καθεδρικό του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος στέκει εκεί από το 1772 – μέχρι 30.000 είχε φτάσει η παρούσα εδώ από την εποχή των Φοινίκων ελληνική κοινότητα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τώρα είναι 10.000 περίπου οι 7.000 πρόσφυγες από τη Συρία -, δεν είναι πια προσβάσιμα. Τα καταστήματα και τα εστιατόρια του κέντρου έκλεισαν με την κρίση, πολλά υπέστησαν ούτως ή άλλως ζημιές μετά την έκρηξη και η περιοχή έχει σφραγιστεί πάλι με μεταλλικές πύλες.
Το πιο σημαντικό αξιοθέατο της Βηρυτού… τα αναπαλαιωμένα σουκ απέναντι κλειστά και αυτά. Παραδίπλα διακρίνω το πολυτελές κατάστημα γνωστού γαλλικού οίκου μόδας το οποίο λειτουργεί παραδόξως ακόμη, απέναντι από ένα άλλο κατεστραμμένο από την έκρηξη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιπροσωπευτικό της Βηρυτού από αυτό το ιδιόρρυθμο πνεύμα της απαντοχής αλλά και το χάσμα της ανισότητας. Μόνο που τώρα η κατάσταση έχει επιδεινωθεί και η μεσαία τάξη, η οποία πήγε να δημιουργηθεί, εξαφανίζεται. Υπάρχουν λίγοι πλούσιοι, λίγοι στο μέσον, πολλοί νεόπτωχοι και περισσότεροι φτωχοί.
Διαλυμένη από την έκρηξη του 2020 αλλά και τον μαρασμό που έφερε η πολιτική αστάθεια αρκετών χρόνων βρήκε τη Βηρυτό και τη χώρα η πανδημία. Αν σ’ αυτό συνυπολογίσει κανείς το 1,5 εκατομμύριο των σύρων προσφύγων, οι οποίοι κατέφευγαν – στον Λίβανο των 6,7 εκατομμυρίων – αντιλαμβάνεται την πίεση που υφίσταται η χώρα. Αντιλαμβάνεται όμως εύκολα και την ακόμη χειρότερη κατάσταση στην οποία βρίσκονται ειδικά αυτοί οι πρόσφυγες, κάποιοι από τους οποίους ζητούν βοήθεια κρατώντας τα παιδιά τους μπροστά από καταστήματα και εστιατόρια.
Ιδιαίτερο πρόβλημα ρατσισμού έναντί τους δεν υπάρχει αλλά ούτε και η δυνατότητα να βοηθηθούν από το κράτος. Στη Χάμρα, το άλλοτε κέντρο του μουσουλμανικού τομέα της Βηρυτού απέναντι από το άλλοτε επίσης Le Meridien, παιδιά προσφύγων παίζουν ανάμεσα σε μπάζα που πέταξαν διάφοροι σε ένα οικόπεδο. Δύσκολο να φανταστεί κανείς το μέλλον τους – ίσως πάλι και να μη θέλει. Λίγο πιο κάτω όμως, ένα μικρό μαγαζί με το όνομα Byblos Hub σερβίρει σπιτικό φαγητό vegan και γλυκά που φτιάχνει η ιδιοκτήτρια με τον άντρα της. Η Σίλβια και ο Ρίτσαρντ είναι χριστιανοί του Λιβάνου και δεν δείχνουν να ξαφνιάζονται όταν μπαίνω μέσα και τους λέω χαμογελώντας πως είναι μεγάλο τόλμημα να ανοίξει κανείς τέτοιο εστιατόριο σ’ αυτή την κατάσταση.
Mε τη λίρα του Λιβάνου να έχει χάσει – μόνο πέρυσι – το 90% της αξίας της και τον πληθωρισμό να έχει εκτιναχθεί από το 3% το 2019 στο 88% το 2020, σ’ αυτό που η Παγκόσμια Τράπεζα περιγράφει ως τη χειρότερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη Ιστορία του Λιβάνου και «ως μια από τις χειρότερες των τελευταίων 150 χρόνων παγκοσμίως», ανοίγει κανείς vegan καφετέρια; Ή με το επιδοτούμενο επίσης ψωμί να έχει ακριβύνει πέντε φορές σε ούτε τρία χρόνια; Εχουμε μάθει να προσαρμοζόμαστε για να επιβιώσουμε, μου λέει η Σίλβια καθώς μου φτιάχνει καφέ. Ο,τι βλέπεις από αυτά εδώ που δεν θα πουλήσουμε θα είναι το φαΐ μας για απόψε. Ο Ρίτσαρντ συμφωνεί. Θυμάται δε με νοσταλγία την Ελλάδα, την οποία επισκέφθηκε πριν από πολλά χρόνια και του φέρθηκαν με καλοσύνη, αλλά και την Κύπρο, στην οποία, νέος τότε, πήγαινε για Σαββατοκύριακα. Είκοσι λεπτά διαρκεί άλλωστε η πτήση.
Η Σίλβια μού μιλάει για την ημέρα της έκρηξης και μου λέει ότι ένιωσαν το κτίριο να σείεται – ε μα την έκρηξη την είχα ακούσει στην παραλία στη Λάρνακα εκείνη τη μέρα, της λέω – και μου περιγράφει παραστατικά πώς ξαφνικά άρχισε να βρέχει σπασμένα γυαλιά. Ευτυχώς τα δικά τους τζάμια δεν έσπασαν, εξηγεί, γιατί το μαγαζί είναι μικρό και θα είχαν σκοτωθεί. Αλλά το πρώτο που έκαναν ήταν να βγουν έξω και να δουν ποιος από τους τραυματίες στον δρόμο χρειαζόταν βοήθεια. Για αυτό μένετε αισιόδοξοι στο Λίβανο, της λέω, γιατί περάσατε πολλά. Ιδιαίτερα αισιόδοξοι ειδικά με αυτό τώρα δεν μπορούμε να είμαστε, μου αποκρίνεται και χαμογελά. «Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή, θα το παλέψουμε. Στην υγειά μας!».
Και εκεί θυμάμαι πως, στο αγαπημένο μου τραγούδι της η Φαΐρουζ λέει σε κάποιο σημείο απευθυνόμενη στον Λίβανο, στον οποίο επέλεξε να μείνει σε όλη τη διάρκεια του πολέμου: «Πώς μπορώ να μη σε αγαπώ / ακόμα και μέσα σ’ αυτή σου την τρέλα σ’ αγαπώ». Σ’ αυτή τη χώρα, σκέφτομαι, σίγουρα δεν βαρέθηκε ποτέ κανείς. Από την καλή και από την ανάποδη.
Εχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Τα φώτα και τα φανάρια στους δρόμους πάλι δεν λειτουργούν, οι γεννήτριες ακούγονται ακόμα εντονότερα και η Βηρυτός βυθίζεται εν πολλοίς στο σκοτάδι. Αργά αλλά σταθερά. Μαζί και στη δίνη της νέας, σκληρής της πραγματικότητας.