Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, άτομα που έχουν μολυνθεί με τη μετάλλαξη Δέλτα καθυστερούν να εμφανίσουν συμπτώματα COVID-19, ενώ είναι ικανά να μεταδίδουν τον ιό SARS-CoV-2.
Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα αυτά.
Συγκεκριμένα, αναλύθηκαν λεπτομερώς στοιχεία από 101 άτομα στην Κίνα που μολύνθηκαν με τη μετάλλαξη Δέλτα μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2021, καθώς και δεδομένα από στενές επαφές των ατόμων αυτών. Διαπιστώθηκε ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι άρχισαν να έχουν συμπτώματα 5,8 ημέρες μετά την αρχική μόλυνση και 1,8 ημέρες αφότου βρέθηκαν για πρώτη φορά θετικοί σε ιικό RNA.
Αυτό σημαίνει ότι τα άτομα αυτά ήταν ικανά για 2 σχεδόν μέρες να μολύνουν άλλους, πριν έχουν οποιοδήποτε σύμπτωμα της νόσου. Ο χρόνος αυτός είναι μεγαλύτερος συγκριτικά με παλαιότερες μορφές του ιού. Πράγματι, σε αυτή την περίπτωση χρειάζονται κατά μέσο όρο 6,3 ημέρες για να αναπτυχθούν συμπτώματα και 5,5 ημέρες για να έχουν θετικό RNA, αφήνοντας ένα στενότερο παράθυρο 0,8 ημερών για μόλυνση χωρίς παρουσία συμπτωμάτων.
Υψηλότερο ιικό φορτίο
Επίσης, στην τελευταία μελέτη διαπιστώθηκε ότι όσοι μολύνθηκαν με τη μετάλλαξη Δέλτα είχαν υψηλότερο ιικό φορτίο στο σώμα τους. Ως αποτέλεσμα, το 74% των
μολύνσεων έλαβε χώρα κατά την προσυμπτωματική φάση.
Οι ερευνητές υπολόγισαν ακόμη τον βασικό αριθμό αναπαραγωγής ή R0, που είναι ο μέσος αριθμός των ανθρώπων στους οποίους κάθε μολυσμένο άτομο θα μεταδώσει τον ιό σε ευαίσθητο πληθυσμό.
Εκτίμησαν ότι η μετάλλαξη Δέλτα έχει R0 6,4, πολύ υψηλότερο από το R0 2 ως 4 που υπολογίστηκε για την αρχική μορφή του SARS-CoV-2. Όλα τα παραπάνω εξηγούν πώς η μετάλλαξη αυτή κατάφερε να γίνει σύντομα το κυρίαρχο στέλεχος παγκοσμίως.
Ένας μικρός αριθμός συμμετεχόντων στη μελέτη εκδήλωσε τη λοίμωξη με τη μετάλλαξη Δέλτα, ενώ είχε λάβει και τις δύο δόσεις εμβολίου. Όμως, στα άτομα αυτά
το ιικό φορτίο ήταν μειωμένο, ειδικά στην κορύφωση της λοίμωξης. Τα εμβολιασμένα άτομα είχαν επίσης 65% λιγότερες πιθανότητες από τα μη εμβολιασμένα άτομα να
μεταδώσουν τον ιό σε κάποιον άλλο.
Αυτή η παρατήρηση είναι καθησυχαστική ότι τα εμβόλια παραμένουν αποτελεσματικά και αποτελούν σημαντικότατη απάντησή μας στην πανδημία.