Ελεγαν ότι γεννήθηκε την 4η Ιουλίου, την ημέρα της αμερικανικής ανεξαρτησίας. Αυτό, όπως και πολλά άλλα τα οποία διαδίδονταν για τη ζωή του ήταν μύθος. Μύθος, όμως, που αντανακλούσε τις δικές του δοξασίες, τον παροξυσμό των μέσων ενημέρωσης και τη θέση του στη συλλογική συνείδηση του κοινού. Ο Λούις Αρμστρονγκ αγνοούσε το πότε ακριβώς ήρθε στον κόσμο (πιθανότατα στις 4 Αυγούστου 1901), όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να συμπληρώσει το κενό της γνώσης μόνος του, όπως μόνος του ξέφυγε από την απόλυτη ανέχεια της Νέας Ορλεάνης και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς του 20ού αιώνα. Επινοητικός, χαρισματικός, τρομπετίστας ολκής, έγινε είδωλο στη διάρκεια του βίου του. Για τον κύκλο εκείνων που παθιάστηκαν με τον νέο ρυθμό των δεκαετιών του ’20 και του ’30 υπήρξε κάτι παραπάνω – ο «θεός» της πρώιμης τζαζ.
Κακόφημοι δρόμοι
Μεγάλωσε κοντά στην κακόφημη μαύρη συνοικία της Νέας Ορλεάνης, τη «Μαύρη Στόριβιλ».
Η γειτονιά ήταν γνωστή ως Μπάτλφιλντ: «Πεδίο μάχης». Σκονισμένοι δρόμοι που μετατρέπονταν σε λάσπη όταν έβρεχε, ξερές πίσω αυλές, στέρνες για τη συλλογή νερού, εξωτερικές τουαλέτες και μπάνιο σε σκάφες ήταν η καθημερινότητά του. Μαχαίρια και πιστόλια έβγαιναν συχνά, οι φόνοι δεν ήταν ασυνήθιστοι και στις πολυπληθείς αίθουσες χορού, που αποτελούσαν τη φθηνή διασκέδαση της εποχής, οι εξώστες όπου έπαιζε η μπάντα βρίσκονταν σε ύψος τριών μέτρων για να μη διακόπτεται η μουσική από τους συχνούς καβγάδες. Ο πατέρας τού Λούις τους εγκατέλειψε πολύ νωρίς δημιουργώντας άλλη οικογένεια. Η μητέρα του ενδεχομένως να αναγκάστηκε να ζήσει περιστασιακά ως πόρνη, σίγουρα εργάστηκε ως καθαρίστρια σε σπίτια λευκών στην περίφημη Κανάλ Στριτ. Τα προς το ζην δύσκολα εξασφαλίζονταν. Το σύνηθες γεύμα αποτελούνταν από κοτόπουλο γκάμπο, σούπα από ψαροκέφαλα, κόκκινα φασόλια και ρύζι – κλασική κουζίνα της Νέας Ορλεάνης σήμερα, φαγητό των φτωχών τότε. Κέικ, πίτες, μπισκότα ήταν άγνωστα. Ο μικρός Λούις δεν εμφανιζόταν και πολύ συχνά στο σχολείο – και όποτε το έκανε, πήγαινε ξυπόλυτος. Στο Μπάτλφιλντ δεν υπήρχε και πολλή ελπίδα για το μέλλον και όλοι ζούσαν για το παρόν. Το μόνο που είχαν, γράφει ο Τζέιμς Λίνκολν Κόλιερ στη βιογραφία του «Louis Armstrong. An American Genius» (εκδ. Oxford University Press), ήταν η συντροφικότητά τους – και η μουσική.
Στη Νέα Ορλεάνη, την πρώην γαλλική αποικία με την καθολική κληρονομιά και το νότιο ταμπεραμέντο, η μουσική ήταν βαθιά εμπεδωμένη στην κουλτούρα. Γάμοι, κηδείες, γιορτές, εκδηλώσεις δεν νοούνταν χωρίς ηχητική επένδυση. Τα Σαββατοκύριακα για τις λιγότερο εύπορες τάξεις ταυτίζονταν με ημερήσια πικνίκ στη λίμνη Ποντσαρτρέιν, όπου μαζεύονταν και έπαιζαν κάπου σαράντα διαφορετικές μπάντες. Ακόμη και το ορφανοτροφείο, όπου εξαιτίας της οικογενειακής του κατάστασης βρέθηκε ο Λούις έπειτα από ένα επεισόδιο με όπλα, είχε τη δική του ορχήστρα: εκεί, παίζοντας στις γωνίες των δρόμων της Νέας Ορλεάνης, έμαθε κόρνο. Εφηβος αναγκάστηκε να δουλέψει ως γαλατάς, λιμενεργάτης, καραγωγέας. Τη μέρα μετέφερε τόνους κάρβουνου για την Εταιρεία Ανθρακα Αντριους, τη νύχτα έπαιζε στα «honky-tonks», τα χαμηλότερης υποστάθμης μπαρ της πόλης, για ένα δολάριο τη βραδιά. Στην αυστηρά φυλετικά διαχωρισμένη αμερικανική κοινωνία της εποχής αυτά προορίζονταν για τους μαύρους της εργατικής τάξης με αποκλειστικά μαύρους μουσικούς. Υπήρχαν και άλλοι συνδυασμοί: κέντρα με μεικτή πελατεία, άλλα μόνο για λευκούς, εκείνα που πρώτα δέχονταν τους μεν και μετά τους δε. Ο απαράβατος κανόνας αφορούσε τα συγκροτήματα – ήταν είτε πλήρως μαύρα είτε πλήρως λευκά, η μείξη απαγορευόταν.
Ο καιρός της τζαζ
Σε αυτό το περιβάλλον, μεταξύ 1910 και 1920, άνθησε η «καυτή μουσική», μια εξέλιξη του ράγκταϊμ, η πρώιμη τζαζ. Η Original Dixieland Jazz Band, o Τζο Κινγκ Ολιβερ, o Φρέντι Κέπαρντ, o Σίντνεϊ Μπεσέ και πολλοί άλλοι δημιούργησαν ένα νέο ιδίωμα το οποίο εξαπλώθηκε σε όλη την Αμερική. Πάνω στο αρχικό του κύμα, με ένα τρύπιο κόρνο που αγόρασε για 10 δολάρια, ο Λούις Αρμστρονγκ δούλεψε σε κλαμπ, αίθουσες χορού, εστιατόρια, ποταμόπλοια. Διακρίθηκε για τη μελωδικότητα, τη δυναμικότητα, την επιδεξιότητα, την άψογη τεχνική του. Συνεσταλμένος, όμως, και πρόθυμος να παίζει σε γνώριμο περιβάλλον, άργησε να βγει από τη Νέα Ορλεάνη. Αν δεν τον καλούσε ο Κινγκ Ολιβερ στο Σικάγο το 1922, ίσως και να έμενε εκεί. Πόλη του εμπορίου, του κέρδους, της ενεργητικότητας, όπου η βιομηχανία της ψυχαγωγίας ελεγχόταν από τη μαφία και είχε ως πρώτιστο μέλημά της το χρήμα, το Σικάγο υπήρξε σημαντικό φυτώριο της τζαζ στη δεκαετία του ’20. Στα κλαμπ του «τα φώτα ήταν χαμηλά, ο εξαερισμός άθλιος, οι χορευτές ιδρωμένοι και οι μπάντες καυτές», η πρώιμη τζαζ όμως ακουγόταν στο ραδιόφωνο και περνούσε στη δισκογραφική βιομηχανία. Το «Lincoln Gardens», όπου εμφανιζόταν ο Ολιβερ, ήταν πιο αξιοπρεπές και προοριζόταν αποκλειστικά για μαύρη πελατεία. Ωστόσο, όπως τονίζει εμφατικά ο Κόλιερ, η τζαζ δεν υπήρξε ποτέ «μουσική των μαύρων». Εξαρχής διέθετε διόλου ευκαταφρόνητο λευκό κοινό: στο «Gardens» τα βράδια της Τετάρτης η μπάντα τελείωνε την πρώτη της εμφάνιση στις 11 το βράδυ, επέστρεφε όμως μετά τα μεσάνυχτα για να παίξει μπροστά σε λευκούς, κατά κύριο λόγο μουσικούς, οι οποίοι είχαν τελειώσει τη δική τους βάρδια και έρχονταν να ακούσουν τους μαύρους συναδέλφους τους. Την πρώτη του μέρα στο Σικάγο ο Λούις πήγε κατευθείαν από τον σταθμό στο κλαμπ. Με την εξαίρεση της διετίας 1924-1925, όταν δοκίμασε την τύχη του στη Νέα Υόρκη, θα έμενε εκεί ως το 1929 παίζοντας το απόγευμα στις ορχήστρες του βωβού κινηματογράφου και το βράδυ σε καμπαρέ. Τραγουδώντας, αλλάζοντας όργανο από κόρνο σε τρομπέτα, αποκτώντας τη δική του μπάντα, έγινε διάσημος. Για τους πολυπληθείς πια οπαδούς της τζαζ ήταν ένας κορυφαίος μουσικός. Για το πολυπληθέστερο ευρύ κοινό ήταν ένας μείζων entertainer.
Στη σκηνή ο «Satchmo» (παραφθορά του «Satchel Μouth», από το μεγάλο στόμα του) ήταν σόουμαν, απαιτούσε όμως ποιότητα και σοβαρότητα στην εκτέλεση. Εκτός σκηνής παρέμενε πάντοτε ο συνεσταλμένος εαυτός του που απέφευγε τις πρωτοβουλίες και άφηνε τις προοπτικές της καριέρας του σε άλλους: στη δεύτερη σύζυγό του Λιλ, στον επί τριάντα χρόνια μάνατζέρ του Τζο Γκλέιζερ. Αντίθετα με τη δημόσια εικόνα του, ο Λούις Αρμστρονγκ ήταν μοναχικός χαρακτήρας. Δεν έπαυε να είναι φιλικός, αστειευόταν με όλους, δεν είχε όμως στενούς φίλους και κρατούσε αποστάσεις. Ακόμη και όταν ως διασημότητα χαριεντιζόταν με κινηματογραφικούς σταρ και βασιλείς (κάποτε συνέστησε ένα καθαρκτικό σε μέλη της αγγλικής βασιλικής οικογένειας), προτιμούσε τις ελεύθερες ώρες του να πηγαίνει στο Χάρλεμ και να παίζει ζάρια με ανθρώπους της εργατικής τάξης, τους οποίους αισθανόταν πιο κοντά του.
Οι συνάδελφοί του ήταν μέλη μιας αδελφότητας, ως έναν βαθμό όμως ήταν και δυνητικοί ανταγωνιστές. Κάποιοι, όπως ο Ζάτι Σίνγκλετον, θεωρούσαν ότι τους ζήλευε. Στην πραγματικότητα ο Αρμστρονγκ ήταν ανταγωνιστικός ως προς τη μουσική του, κυρίως όμως αναζητούσε την επιβράβευση του κοινού – και την ήθελε όλη δική του. «Μπορούν να μου κλέψουν τα πάντα, όχι όμως το χειροκρότημά μου» έλεγε στον τρομπετίστα Ρούμπι Μπραφ. «Φίλε, δεν με νοιάζει ποιος με θεωρεί θεό και ποιος όχι. […] Εγώ θέλω κοινό, δεν θέλω βάθρο» δήλωνε το 1941 στο περιοδικό «Music and Rhythm».
Λούις ο entertainer
Περιοδεύοντας πλέον ανά την Ευρώπη τη δεκαετία του ’30 και την Αμερική τη δεκαετία του ’40, δεν βρισκόταν στην αιχμή της τζαζ (ο ίδιος χαρακτήριζε το γρήγορο και αυτοσχεδιαστικό bop των Τσάρλι Πάρκερ, Μάιλς Ντέιβις, Ντίζι Γκιλέσπι, Τελόνιους Μονκ «κινέζικη μουσική»), μεταβαλλόταν όμως σε φαινόμενο της βιομηχανίας του θεάματος. Κινηματογραφικές (και αργότερα τηλεοπτικές) εμφανίσεις και τακτική δισκογραφική παρουσία τον κατέστησαν άκρως δημοφιλή προσωπικότητα. Η ιδιωτική του ζωή, έπειτα από τρεις γάμους, με την πόρνη Ντέιζι Πάρκερ σε ηλικία 18 ετών, μετά με την πιανίστρια Λιλ Χάρτιν και τέλος με την Αλφα Σμιθ, ισορρόπησε οριστικά το 1942 όταν παντρεύτηκε τη Λουσίλ Γουίλσον, με την οποία έζησε ως τον θάνατό του, το 1971. Η οικονομική του κατάσταση, προβληματική για πολλά χρόνια εξαιτίας της εκμετάλλευσής του από μάνατζερ που είχαν δεσμούς με τη μαφία, βελτιώθηκε θεαματικά όταν ανέλαβε τη διαχείρισή της ο Τζο Γκλέιζερ, σκληρός ατζέντης από το Σικάγο, με τις δικές του ύποπτες διασυνδέσεις, ο οποίος χειριζόταν τις υποθέσεις καλλιτεχνών όπως η Μπίλι Χόλιντεϊ, η Ελα Φιτζέραλντ και η Σάρα Βον. Σε ανύποπτο χρόνο ο Λούις είχε εκφράσει την πικρία του για την υποχρεωτική αυτή πατρωνία, καθώς οι λευκοί ιδιοκτήτες αιθουσών και εταιρειών αρνούνταν να διαπραγματευτούν με τους μαύρους εργαζομένους τους επί ίσοις όροις: «Πρέπει να έχεις έναν λευκό αφέντη, ώστε αν ο νόμος σε βάλει φυλακή, να πάει και να του πει «γιατί έβαλες τον νέγρο μου μέσα»;». Είναι ενδιαφέρον ότι η γενιά των πολιτικών δικαιωμάτων τον έκρινε από τη σκηνική του περσόνα κατηγορώντας τον πως δεν ήταν παρά ένας «Θείος Τομ» που υποκλινόταν στους λευκούς. Εκ φύσεως ο Αρμστρονγκ απέφευγε τις συγκρούσεις, προσωπικές και πολιτικές, ενώ οι γκριμάτσες, οι υπερβολές, τα αστεία του στη σκηνή είχαν επηρεαστεί πράγματι από τη στερεοτυπική εικόνα των μαύρων τροβαδούρων του Νότου. Δεν εκφραζόταν δημοσίως τακτικά, δεν σιωπούσε όμως. Τον Σεπτέμβριο του 1957, όταν το Λιτλ Ροκ του Αρκανσο αρνούνταν να εφαρμόσει την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για μεικτά σχολεία, ο Αρμοστρονγκ δήλωνε ότι ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ «δεν έχει κότσια» και «να πάει στον διάβολο η αμερικανική κυβέρνηση». Το 1959 τον ρώτησαν γιατί δεν έπαιζε στη Νέα Ορλεάνη: «Με αποδέχονται σε όλον τον κόσμο, όταν με αποδεχθεί και η Νέα Ορλεάνη, θα πάω και στο σπίτι μου» είπε υπαινισσόμενος τους ρατσιστικούς νόμους που ίσχυαν ακόμη στη Λουιζιάνα. Στη διάρκεια της πορείας στη Σέλμα το 1965 σχολίαζε ότι «αν ο Ιησούς ήταν μαύρος και τολμούσε να πάρει μέρος στην πορεία, θα τον έδερναν». Τη στάση του έναντι του ρατσισμού την καθόριζε το κύριο στοιχείο του χαρακτήρα του: ο αυθορμητισμός του.
Παρά τα προβλήματα καρδιάς που αντιμετώπισε την τελευταία δεκαετία της ζωής του, παρέμεινε ενεργός ως το τέλος. Μερικούς μήνες πριν από τον θάνατό του, τον Μάρτιο του 1971, έκανε τις τελευταίες του εμφανίσεις, στο ξενοδοχείο «Γουάλντορφ-Αστόρια» της Νέας Υόρκης. Σχεδίαζε μια ακόμη περιοδεία όταν πέθανε στις 6 Ιουλίου 1971. Σήμερα η μνήμη του είναι κυρίως αυτή του τραγουδιστή των κομματιών της ύστερης περιόδου, του «Hello Dolly!» με το οποίο έριξε το «Can’t Buy Me Love» των Beatles από την κορυφή των charts το 1964, του «What a Wonderful World», του «Mack the Knife». Ομως, όπως επισημαίνει ο Τζέιμς Κόλιερ, η ιδιοφυία του Λούις Αρμστρονγκ δεν βρίσκεται στην πλούσια φωνή ή στην όψιμη παρουσία του ως εμπορικού καλλιτέχνη, αλλά σε εκείνες τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, όταν η τρομπέτα του όριζε τον ρυθμό και τον ήχο της πρώιμης τζαζ.