Ενα απέραντο μαύρο έχει καλύψει τη χώρα. Καμένη γη, σκελετοί δέντρων που γυμνά χάσκουν στα ελληνικά βουνά, ζώα που χάθηκαν και άλλα που εγκαταλείφθηκαν, θλιμμένοι, απογοητευμένοι και θυμωμένοι κάτοικοι, αποκαμωμένοι πυροσβέστες και εθελοντές που πολέμησαν τον πύρινο εφιάλτη. Το… βομβαρδισμένο τοπίο «μετρά» κοντά στα 900.000 στρέμματα, εκ των οποίων πάνω από 500.000 στην Εύβοια και τα υπόλοιπα σε Πελοπόννησο και Αττική. Εκατοντάδες τα κατεστραμμένα σπίτια, ανυπολόγιστες οι απώλειες στην πανίδα.
Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) κ. Νικήτας Φραγκισκάκης «λογαριάζει» τις απώλειες της φύσης, με την πύρινη λαίλαπα στην Εύβοια να έχει κάψει, στα πεδινά και σε μικρό υψόμετρο, χαλέπιο και μαύρη πεύκη και πιο ψηλά, στα βουνά, συστάδες δρυός και ελάτης. «Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι κάηκαν ψυχρόβια δέντρα όπως η δρυς, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος και την ένταση της πυρκαγιάς» αναφέρει στο «Βήμα». Στην Αττική οι φλόγες εξαφάνισαν τα τελευταία πεδινά δάση χαλεπίου πεύκης, απειλώντας τα… σύνορα των εκτάσεων ελάτης που είχαν καεί στην καταστροφική πυρκαγιά του 2007 στην Πάρνηθα, ενώ στην Ιπποκράτειο Πολιτεία εισέβαλαν και στο δρυοδάσος. Στην Πελοπόννησο, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, οι φωτιές πέρασαν κυρίως από πουρναρότοπους.
Η επόμενη ημέρα θα είναι δραματική, από όποια οπτική γωνιά και αν ιδωθεί – κοινωνική, οικονομική ή κλιματική. Οι εξαγγελίες για μέτρα στήριξης και ανακούφισης των πληγέντων δεν αρκούν. Αποζημιώνονται οι χαμένες αναμνήσεις και οι καθαρές ανάσες που έσβησαν; Αλλωστε, θα έρθει και άλλη πυρκαγιά. Και πάλι από την αρχή…
Εν αρχή ην η πρόληψη
Η πρόληψη, ήτοι δασική διαχείριση, η οποία έχει γίνει «καραμέλα» στο στόμα των ειδικών επιστημόνων, αποτελεί τη μοναδική λύση όσο το φαινόμενο του θερμοκηπίου επιδεινώνεται και τα ακραία καιρικά φαινόμενα πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο, η αντιπυρική πολιτική της χώρας παραμένει προσανατολισμένη στην καταστολή. Δεκάδες μελέτες από διάφορους φορείς έμειναν στο συρτάρι, με κορυφαία εκείνη της Ανεξάρτητης Επιτροπής που είχε συσταθεί μετά την τραγωδία στο Μάτι, υπό τον συντονισμό του διευθυντή του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών, καθηγητή Γιόχαν Γκολντάμερ, η οποία εντόπιζε την «τρύπα» στην πρόληψη και τη μακρά λίστα των αδυναμιών της καταστολής, προτείνοντας παρεμβάσεις θεσμικού χαρακτήρα, αναδιανομή των κονδυλίων υπέρ των προληπτικών μέτρων, αλλαγές στην οργάνωση της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών κ.λπ.
«Η πρόληψη πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαχείρισης, με τοπικά αντιπυρικά σχέδια. Για παράδειγμα, κάθε χωριό έπρεπε να έχει μια αντιπυρική ζώνη γύρω του. Δεν μπορεί να καθαριστεί όλο το δάσος» τονίζει ο δασολόγος, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης κ. Αριστοτέλης Παπαγεωργίου. Από την πλευρά του, ο κ. Φραγκισκάκης επιμένει ότι πρέπει η καταστολή να πάρει… απόσταση από τον νόμο 4662/2020 και να υπάρχει μια κλιμάκωση των εμπλεκομένων, με ενδυνάμωση του ρόλου των Δασικών Υπηρεσιών. Παράλληλα, όπως σημειώνει, η ολοκλήρωση των Δασικών Χαρτών θα προσδιορίσει σαφώς τον χαρακτηρισμό κάθε έκτασης.
Η επόμενη ημέρα στα καμένα
Σε κάθε περίπτωση, αυτή την ώρα το… βλέμμα στρέφεται στην επόμενη μέρα. Η κήρυξη των καμένων εκτάσεων ως αναδασωτέων, προκειμένου να κλείσει οποιοδήποτε «παράθυρο» στις αναπτυξιακές πιέσεις, δεν χρειάζεται βαρύγδουπες ανακοινώσεις. Αλλωστε η πολιτεία δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, καθώς προβλέπεται από το Σύνταγμα, όπως λέει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαγεωργίου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η φύση πρέπει, σε πρώτη φάση, να αφεθεί στην ησυχία της, να κλείσει τις πληγές της, θέτοντας απαγορεύσεις στη θήρα και στη βόσκηση. «Αν χρειαστεί βοήθεια, τότε μπορεί να γίνουν εστιασμένα παρεμβάσεις αναδάσωσης, αλλά ύστερα από έναν χρόνο, αφού εκτιμηθεί πρώτα η πορεία της φυσικής αναγέννησης» υπογραμμίζει. Στο μεταξύ, αφού εντοπιστούν περιοχές με μεγάλες κλίσεις και προτού πιάσουν οι πρώτες βροχές πρέπει ταχύτατα να σταθεροποιηθούν τα εδάφη, με αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα, ώστε να αποτραπούν πλημμυρικά φαινόμενα ή κατολισθήσεις. Στα έργα μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι καμένοι κορμοί των δέντρων. «Ισως χρειαστούν και υδρονομικά έργα μικρής κλίμακας, αλλά σε μεγάλη έκταση, σε περιοχές με ρέματα» αναφέρει ο ίδιος.
Σχετικά με τις αναδασώσεις, όπως επισημαίνουν οι κ.κ. Φραγκισκάκης και Παπαγεωργίου, δεν θα είναι εκτεταμένες. Στην Αττική το πευκοδάσος που κάηκε ήταν ώριμο, οπότε θα υπάρχουν άφθονοι σπόροι. Ετσι, σύμφωνα με τον αναπληρωτή καθηγητή Δασολογίας, οι καμένες εκτάσεις μετά τις πρώτες βροχές θα υποδεχθούν ένα χαλί από μικρά πευκάκια. Οσο για άλλα δέντρα, όπως κουμαριές, βελανιδιές κ.λπ., που δεν έχουν καεί ολοσχερώς, ριζοβλασταίνουν.
«Στα τμήματα που έχουν διπλοκαεί ή τριπλοκαεί, όπως στον Αγιο Στέφανο ή σε περιοχές της Βόρειας Εύβοιας, θα δυσκολευτούν να ξαναβγούν, οπότε, σε έναν χρόνο και μετά από αυτοψία, θα κριθεί πού πρέπει να προχωρήσει αναδάσωση. Αυτό λέει η επιστήμη: συμπληρώνουμε τη Φύση και δεν αντικαθιστούμε. Αυτή τη λογική ακολουθήσαμε και στην Αρχαία Ολυμπία μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 2007 μια ομάδα από το Δημοκρίτειο Θράκης, τον ΕΛΓΟ Δήμητρα και το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών. Συμπληρώσαμε τη βλάστηση και δεν βάλαμε ούτε ένα πεύκο» τονίζει ο κ. Παπαγεωργίου.
Το συγκεκριμένο μοντέλο, σύμφωνα με τον κ. Φραγκισκάκη, είχε εφαρμοστεί για πρώτη φορά το 1997 μετά την πυρκαγιά στο Σέιχ Σου, στην Κασσάνδρα το 1998, στη Χαλκιδική το 2006 και στην Πάρνηθα το 2007. «Στη Θάσο, όπου το 2016 κάηκαν 70.000 στρέμματα πευκοδάσους, θα χρειαστεί αναδάσωση σε 5.000 με 10.000 στρέμματα» υποστηρίζει ο ίδιος.
Οχι στο «μποϊκοτάζ» των πεύκων
Σχετικά με τις διάφορες θεωρίες που κυκλοφορούν, υποστηρίζοντας ότι πρέπει τα πεύκα να αντικατασταθούν με άλλα είδη πιο ανθεκτικά στις πυρκαγιές, ο κ. Παπαγεωργίου σημειώνει ότι «το πεύκο και να το κόψεις θα φυτρώσει μόνο του, καθώς αυτή είναι η δυναμική της φύσης». Από την πλευρά του και ο κ. Φραγκισκάκης προσθέτει: «Είναι ουτοπικό να θεωρούν ότι θα λυθεί το πρόβλημα αν βγάλουμε τα πεύκα. Αν φυτέψουμε στην Αττική ή στην Εύβοια με τα ξερικά καλοκαίρια ψυχρόβια κωνοφόρα που βλέπουμε στην κορυφή του Πηλίου ή στην Πίνδο, θα ξεραίνονταν. Είναι δυνατό να ποτίζουμε τα δάση;». Η επιλογή ξεχωριστού είδους, όπως αναφέρει ο κ. Παπαγεωργίου, μπορεί να γίνει σε ένα αστικό πάρκο και όχι στις αναδασωτέες εκτάσεις.
Ειδικά στις ζώνες μείξης δασών-οικισμών, όπου τα σπίτια είναι δίπλα ή μέσα στο δάσος, όπως στις περιοχές που κάηκαν στην Αττική, ο κ. Φραγκισκάκης επισημαίνει ότι πρέπει τα πεύκα να αραιώσουν και να οριστεί μια απόσταση μεταξύ κτισμάτων και δέντρων – όση το ύψος τους – ενώ σε όσα παραμείνουν να μην κλαδεύονται τα κάτω κλαδιά τους, διότι σε περίπτωση πυρκαγιάς η φωτιά γίνεται επικόρφια και προχωρεί με μεγαλύτερη ταχύτητα.