Τη νύχτα της 20ης Αυγούστου 1968, οι στρατιωτικές δυνάμεις του Συμφώνου Βαρσοβίας (Σοβιετική Ένωση, Πολωνία, Ουγγαρία και Βουλγαρία) εισβάλουν στην Τσεχοσλοβακία. Εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες καταλαμβάνουν μέσα σε λίγες ώρες τα στρατηγικής σημασίας σημεία της χώρας. Οι δυνάμεις της Ανατολικής Γερμανίας δεν διέσχισαν τελικά τα σύνορα.
Tις ημέρες εκείνες εκτιμάται ότι δεκάδες άτομα έχασαν τη ζωή τους από τα πυρά των εισβολέων.
Αιτία της εισβολής ήταν η λεγόμενη «Άνοιξη της Πράγας», η απόπειρα δηλαδή του κυβερνόντος Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας και του ηγέτη του, Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού της χώρας.
Τον Δεκέμβριο του 1992 «ΤΑ ΝΕΑ», σε συνεργασία με την εφημερίδα «THE SUNDAY TIMES» δημοσιεύουν απόσπασμα της αυτοβιογραφίας του Αλεξάντερ Ντούμπτεσκ στο οποίο περιγράφει τις κρίσιμες εκείνες στιγμές.
Γράφει ο Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ:
«Έφτασε ένας αξιωματικός της Κα Γκε Μπε, που διέταξε να τον ακολουθήσω. Με τον συνταγματάρχη πίσω μου, οδηγήθηκα στο προαύλιο του κτιρίου όπου ήταν σταθμευμένα σοβιετικά άρματα μάχης και άλλα στρατιωτικά οχήματα.
»Με έβαλαν σε ένα θωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού, το οποίο ξεκίνησε αμέσως. Μετά λίγη ώρα κατάλαβα πως κατευθυνόμασταν στο αεροδρόμιο. (…)
»Με οδήγησαν σε αίθουσα του αεροδρομίου, όπου μετά από λίγο έφεραν τον Όλντριτς Τσέρνικ, τον Τσεχοσλοβάκο πρωθυπουργό, που είχαν επίσης συλλάβει. (…)
»Στις 9 το βράδυ μας οδήγησαν σε ένα αεροπλάνο. Πέρασε λίγη ώρα όμως, και μετά με κατέβασαν και με οδήγησαν σε άλλο αεροσκάφος. Μετά από μια δεύτερη σύντομη πτήση προσγειωθήκαμε σε αεροδρόμιο της Ουκρανίας. Προφανώς στο Ουζγκορόντ. Μας υποδέχτηκε ομάδα από αξιωματικούς της Κα Γκε Μπε με πολιτικά. (…)
»Άλλη μια μέρα πέρασε. Η Πέμπτη 22 Αυγούστου. Δεν είχα καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Ούτε εφημερίδες ούτε ραδιόφωνο. Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε στην Τσεχοσλοβακία. (…)
Στο Κρεμλίνο
«Με μετέφεραν στη Μόσχα, παρά τη θέλησή μου, σαν αιχμάλωτο, και χωρίς να μου δώσουν τον χρόνο να πλυθώ.
»Μετά από τρεις μέρες, με πήγαν στο Κρεμλίνο, στις 23 Αυγούστου, όπου αντίκρισα τους τέσσερις ανθρώπους που έφεραν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την εγκληματική εισβολή στη χώρα μου: τον Λεόντιντ Μπρέζνιεφ, γενικό γραμματέα του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Αλεξέι Κοσύγκιν, πρωθυπουργό της ΕΣΣΔ, τον Νικολάι Βορονώφ, πρωθυπουργό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και τον Νικολάι Ποντγκόρνι. Δεν υπήρξαν ούτε χειραψίες, ούτε τυπικά καλωσορίσματα. (…)
Ο Μπρέζνιεφ
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ντρούμπτσεκ, ο Μπρέζνιεφ τού είπε:
«Μπορεί να ειπωθεί ορθά – κοφτά, ότι η αποτυχία σας να ανταποκριθείτε στις υποχρεώσεις σας, εξανάγκασε πέντε χώρες (Ουγγαρία, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία και Βουλγαρία, που επίσης πήραν μέρος στην εισβολή), σε ακραία και αναπόφευκτα μέτρα.
»Ήρθαν στο φως παράνομοι πυρήνες και κρησφύγετα όπλων. Δεν θέλουμε να σας ενοχοποιήσουμε προσωπικά. Ίσως να μην το γνωρίζατε καν. Οι δεξιές αντιδραστικές δυνάμεις είναι αρκετά ισχυρές για να τα έχουν οργανώσει όλα”, μου είπε ο Μπρέζνιεφ, σε μια προσπάθεια να συνεργαστώ μαζί τους».
«Ως κουμμουνιστής, που φέρω μεγάλο μέρος της ευθύνης για τα πρόσφατα γεγονότα, είμαι βέβαιος ότι – όχι μόνο στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και στην Ευρώπη, σ’ όλο το κομμουνιστικό κίνημα, η ενέργεια αυτή θα μας προκαλέσει τις πιο οδυνηρές συνέπειες, και θα έχει ολέθριες επιπτώσεις στους κόλπους των κομμουνιστικών κομμάτων στις καπιταλιστικές χώρες.
»Ας μου συμβεί, ό,τι είναι να μου συμβεί. Αλλά, θα έκανα μέγα σφάλμα, σύντροφοι, αν δεν σας έλεγα την αλήθεια: πιστεύω ότι η αποστολή στρατευμάτων ήταν ένα φοβερό πολιτικό λάθος, που θα έχει τραγικές συνέπειες».
Το κείμενο
»Έχοντας αποτύχει να αντικαταστήσουν τη νόμιμη ηγεσία μας με ένα πειθαρχικό κόμμα – κράτος υβρίδιο, με βάση το ουγγρικό μοντέλο του 1956, ο ισχυρισμός των Σοβιετικών ότι οι ίδιοι είχαμε ζητήσει την εισβολή, έχασε κάθε φερεγγυότητα. (…)
»Προέκυψε τελικώς ένας κείμενο, το οποίο εξακολουθούσε να μοιάζει φρικτό, αλλά αποτελούσε σημαντική βελτίωση. Οι Σοβιετικοί συμφώνησαν, για παράδειγμα να εγκαταλείψουμε την εμμονή τους στο να αναγνωρίσουμε τη νομιμότητα της εισβολής και την ύπαρξη αντεπανάστασης. (…)»
Ο Ντούμπτσεκ επέστρεψε στην Τσεχοσλοβακία στις 27 Αυγούστου. Παρέμεινε για λίγους μήνες στη θέση του πρώτου γραμματέα, ώσπου τον Απρίλιο του 1969 παραιτήθηκε. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στην επιτροπή δασών και το 1989 ήρθε η ώρα να κλείσει και για εκείνον το κεφάλαιο της «Άνοιξης της Πράγας» και της εισβολής του Συμφώνου Βαρσοβίας.
»Ήταν στις 26 Νοεμβρίου 1989 που ο Βάστλαβ Χάβελ ( σ.σ. μετέπειτα πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας και εν συνεχεία της Τσεχίας) κι εγώ εμφανιστήκαμε, δίπλα – δίπλα, στο περίφημο μπαλκόνι της πλατείας Βενσεσλάς.
»Διατηρώ ως πολύτιμη αυτή τη στιγμή στη μνήμη μου. Μετά από διαφωνίες για το ποιος θα μας παρουσιάσει, κάποιος μας έσπρωξε απότομα, και τον Χάβελ κι έμενα, μπροστά στο μπαλκόνι.
»Η δυνατή ιαχή του πλήθους καθώς εμφανιστήκαμε ηχεί ακόμη στα αυτιά μου. Οι σκέψεις μου έτρεξαν 21 χρόνια πίσω, στο απόγειο της Άνοιξης της Πράγας, το 1968: δεν μπορούσα να συγκρίνω τούτη τη στιγμή με τίποτε άλλο.
»Αυτό, για μένα τουλάχιστον, έκλεισε τον κύκλο των ιστορικών γεγονότων».