Να πείσει ότι έχει λάβει τις ορθές αποφάσεις για το Αφγανιστάν, καθώς και ότι τα όσα συμβαίνουν εκεί δεν έχουν σχέση με το Βιετνάμ και την εκκένωση της αμερικανικής πρεσβείας το 1975 επιχείρησε ο Τζο Μπάιντεν. Αναγκαζόμενος να εμφανιστεί δημοσίως και να απευθυνθεί στον αμερικανικό λαό και τους συμμάχους του, μετά την έντονη κριτική που δέχεται εντός και εκτός συνόρων – ο Ντόναλντ Τραμπ τον κάλεσε να «παραιτηθεί ντροπιασμένος» – ο πρόεδρος των ΗΠΑ επανέλαβε πως παραμένει σταθερός στην επιλογή του και πως οι εξελίξεις αποδεικνύουν πως έχει δίκιο.
«Πόσα ακόμη χρόνια θα έπρεπε να πολεμήσουν οι Αμερικανοί σε έναν πόλεμο που δεν θέλουν να κάνουν οι ίδιοι οι Αφγανοί;» αναρωτήθηκε. Σημείωσε, επίσης, ότι με βάση τη συμφωνία που παρέλαβε από την προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ, έπρεπε ή να την τηρήσει ή να κλιμακώσει τον πόλεμο, στέλνοντας χιλιάδες στρατιώτες στο Αφγανιστάν. Κατηγόρησε δε την αφγανική ηγεσία ότι απέτυχε σε όλα και εγκατέλειψε τη χώρα και τον λαό της στο έλεος των Ταλιμπάν, αν και οι ΗΠΑ τής προσέφεραν κάθε υλική στήριξη και εξόπλισαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατού.
«Στόχος μας ήταν εξαρχής να εξαλείψουμε την τρομοκρατική απειλή και όχι να χτίσουμε ένα έθνος και τη δημοκρατία του» είπε επίσης ο Μπάιντεν, απαντώντας σε όσους τον κατηγορούν πως εγκατέλειψε το Αφγανιστάν και τους πολίτες του. «Αυτή είναι η σωστή απόφαση για την Αμερική και τους Αμερικανούς» κατέληξε.
Σημειώνεται ότι στην ίδια γραμμή είχαν κινηθεί από την Κυριακή ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, καθώς και άλλοι αμερικανοί αξιωματούχοι. «Δεν βλέπω μια Σαϊγκόν στο Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν απλώς δεν μοιάζουν με τον στρατό του Βόρειου Βιετνάμ» εκτιμούσε τον Ιούνιο ο αρχηγός του αμερικανικού γενικού επιτελείου στρατηγός Μαρκ Μίλεϊ.
Οι πληροφορίες και οι εικόνες από την Καμπούλ, ωστόσο, μοιάζουν να διαψεύδουν τον Μπάιντεν και τα επιχειρήματά του. Ειδικά οι εικόνες, άλλωστε, θα μείνουν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη. Ακριβώς όπως και εκείνες – έστω κι αν πρόκειται για εντελώς διαφορετική περίοδο – οι οποίες δείχνουν αμερικανούς διπλωμάτες και πολίτες να κάνουν ουρές στη σκάλα που οδηγεί προς τη στέγη της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, προκειμένου να γλιτώσουν από τους επελαύνοντες Βιετκόνγκ.
Το μέγεθος της ήττας
Πράγματι, ειδικά οι σκηνές από το διεθνές αεροδρόμιο «Χαμίντ Καρζάι» της Καμπούλ αποτυπώνουν το μέγεθος της τραγωδίας και της ήττας. Εκατοντάδες άνθρωποι να ποδοπατούνται μέχρι θανάτου προκειμένου να καταφέρουν να εξασφαλίσουν μια γωνιά στα θηριώδη μεταγωγικά αεροσκάφη και να φύγουν εκτός χώρας.
Κι όταν οι πόρτες κλείνουν, και το αεροπλάνο προσπαθεί να τροχοδρομήσει για να απογειωθεί, να το κυνηγούν και να σκαρφαλώνουν στους τροχούς και τα φτερά του, χωρίς να νοιάζονται μήπως σκοτωθούν, κάτι που συνέβη με κάποιους που έπεσαν από μεγάλο ύψος.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, χιλιάδες αμερικανοί και βρετανοί (κυρίως) πεζοναύτες προσπαθούσαν να επιβάλουν την τάξη, κάνοντας ανθρώπινες αλυσίδες και ενίοτε πυροβολώντας στον αέρα – ή και στο ψαχνό, όπως αναφέρουν πληροφορίες για δύο νεκρούς ενόπλους.
Οσο για τους Ταλιμπάν, παρέμεναν εκτός αεροδρομίου και γύρω από αυτό, χωρίς να βιάζονται – στέλνοντας, μάλιστα, το μήνυμα προς τους εγκλωβισμένους και απελπισμένους ότι εάν δεν καταφέρουν να φύγουν ή επιλέξουν να γυρίσουν στα σπίτια τους, ουδείς θα τους πειράξει.
Οσο για το κλίμα στα διεθνή ΜΜΕ ήταν ιδιαιτέρως βαρύ για τις ΗΠΑ και συνολικά για τη Δύση. «Το Αφγανιστάν παρομοιάζεται με την πτώση της Σαϊγκόν» προειδοποιούσε ήδη από την Παρασκευή ο βρετανικός The Guardian, επικαλούμενος και τις σχετικές δηλώσεις του επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς Μακ Κόνελ. «Πρόκειται για τη χειρότερη ταπείνωση των ΗΠΑ μετά την πτώση της Σαϊγκόν, το 1975» έγραψε η αμερικανική Wall Street Journal, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για «σκηνές που υπογραμμίζουν την ήττα των ΗΠΑ: Ο αγώνας δρόμου για την καταστροφή εμπιστευτικών εγγράφων. Τα ελικόπτερα που εκκενώνουν αμερικανούς διπλωμάτες».
Η επίσης αμερικανική Washington Post προχωρούσε, από την πλευρά της, σε μια πιο άμεση σύγκριση με τα όσα συνέβησαν στο Βιετνάμ, πριν από 46 χρόνια: «Ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ βρισκόταν σε συνάντηση με το ενεργειακό του επιτελείο όταν ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας μπήκε και του έδωσε ένα σημείωμα. Τον προειδοποιούσε ότι η Σαϊγκόν έπεφτε και μάλιστα πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν (…) Αυτό έζησε ο Φορντ το απόγευμα της 28ης Απριλίου 1975 και τώρα η ιστορία επαναλαμβάνεται».
Σε αυτό το φόντο, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που συνεδρίασε τάχθηκε υπέρ της συγκρότησης μιας νέας κυβέρνησης, μέσω διαπραγματεύσεων, η οποία θα είναι «ενωτική και αντιπροσωπευτική, με ισότιμη και ουσιαστική συμμετοχή των γυναικών». Σήμερα, επίσης, οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν θα εξεταστούν από τους μόνιμους αντιπροσώπους του ΝΑΤΟ και από τους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ, που συνεδριάζουν εκτάκτως. Οσο για τον Μπόρις Τζόνσον, οι πληροφορίες αναφέρουν πως σχεδιάζει μια έκτακτη τηλεδιάσκεψη κορυφής της G7 (στην οποία προεδρεύει) τις επόμενες ημέρες. Επικοινωνία είχαν, επίσης, οι υπουργοί Εξωτερικών ΗΠΑ, Ρωσίας και Κίνας.
Διαγγέλματα προς τους πολίτες τους, αναφορικά με τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, πραγματοποίησαν επίσης η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν, καθώς και μια σειρά άλλοι ηγέτες, οι χώρες των οποίων είχαν εμπλοκή στη συγκεκριμένη χώρα. Ο γάλλος πρόεδρος τόνισε ότι έχει ύψιστη σημασία το Αφγανιστάν να μη γίνει εκ νέου άντρο τρομοκρατών.
Από την πλευρά τους, Τουρκία, Ρωσία και Κίνα ανακοίνωσαν ότι, παρά τα μέτρα που λαμβάνουν, δεν έχουν πρόθεση να κλείσουν τις διπλωματικές τους αποστολές. Μάλιστα, η Τουρκία επανέλαβε την πρόθεσή της να αναλάβει την ασφάλεια του διεθνούς αεροδρομίου, ενώ η Μόσχα χαρακτήρισε το νέο καθεστώς πιο συνεννοήσιμο από την «κυβέρνηση των μαριονετών» και ανακοίνωσε ότι ο ρώσος πρεσβευτής στην Καμπούλ θα έχει σήμερα συνάντηση με την ηγεσία των Ταλιμπάν.
Το Πεκίνο άφησε ουσιαστικά να διαφανούν οι πραγματικές του προθέσεις: «Η Κίνα χαιρετίζει τη δέσμευση των Ταλιμπάν ότι δεν θα επιτρέψουν σε καμία δύναμη να χρησιμοποιήσει το έδαφος του Αφγανιστάν για ενέργειες βλαπτικές κατά της Κίνας και εκφράζει την ελπίδα ότι η Κίνα θα έχει μεγαλύτερη εμπλοκή στη διαδικασία ειρήνευσης και συμφιλίωσης και θα διαδραματίσει ουσιαστικότερο ρόλο στη μελλοντική ανοικοδόμηση και οικονομική ανάπτυξη της χώρας».