Η επέλαση των Ταλιμπάν, με όλα τα τραγικά γεγονότα που ακολουθούν τα τελευταία 24ωρα σε συνδυασμό με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, τερματίζουν ουσιαστικά την 20ετή παρουσία της Δύσης στο Αφγανιστάν.
Από το 2001, δεκάδες δισεκατομμύρια εισέρρευσαν στην πολύπαθη αυτή χώρα.
Η περιφέρεια της Νότιας Ασίας αριθμεί περίπου 1,94 δισεκατομμύρια ανθρώπους, εκ των οποίων 39 εκατομμύρια, περίπου το 2 %, ζουν στο Αφγανιστάν.
Όσον αφορά τον πληθυσμό, το Αφγανιστάν φαίνεται να είναι ένα ασήμαντο τμήμα της Νότιας Ασίας, ωστόσο οι τελευταίες εξελίξεις θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα σε ολόκληρη την περιοχή.
Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των γυναικών και κάποιες άλλες στοιχειώδεις ελευθερίες, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Αφγανιστάν είναι από τα χαμηλότερα στην περιοχή.
Το 2020, το αφγανικό ΑΕΠ ανήλθε σε 19,81 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η ροή της βοήθειας από το εξωτερικό κάλυψε το 42,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
«Η οικονομία του Αφγανιστάν είναι εύθραυστη και εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια», επιμένει η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη και η εφαρμογή της διαφοροποίησης στον ιδιωτικό τομέα “παρεμποδίσθηκαν μέχρι στιγμής από την ανασφάλεια, την πολιτική αστάθεια, την αδυναμία των θεσμών, την ανεπάρκεια των υποδομών, την γενικευμένη διαφθορά”.
«Το Αφγανιστάν εξαρτάται υπερβολικά από την ξένη βοήθεια», επισημαίνει η Βάντα Φέλμπαμπ-Μπράουν, ειδική για το Αφγανιστάν στο Brookings Institution, εξηγώντας ότι το ύψος της ξένης βοήθειας είναι τουλάχιστον «10 φορές μεγαλύτερο» από τα εισοδήματα των Ταλιμπάν.
Οι Ταλιμπάν και ο χορός των δισεκατομμυρίων
Όσο για τα εισοδήματα των Ταλιμπάν, ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σε 300 εκατομμύρια έως 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που δημοσιεύθηκε το 2020.
Και προκαλεί εντύπωση ότι παρά τα δισεκατομμύρια της υπερπόντιας αναπτυξιακής βοήθειας και των πολλών προγραμματικών παρεμβάσεων διμερών και πολυμερών οργανισμών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το Αφγανιστάν είναι οριακά πιο «πλούσιο» μόνο από το Νεπάλ .
Το Μπαγκλαντές έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό και ακόμη και με παρόμοια χαρακτηριστικά αναταραχών και εθνοτικών συγκρούσεων κατάφερε να ξεπεράσει την Ινδία και το Πακιστάν για να γίνει ο περιφερειακός ηγέτης στο κατά κεφαλήν εισόδημα.
Ο μισός πληθυσμός κάτω από τα όρια της φτώχιας
Το πρόβλημα στο Αφγανιστάν είναι τουλάχιστον τόσο οικονομικό όσο και πολιτικό.
Η φτώχεια στο Αφγανιστάν είναι χρόνια και διάχυτη και το φτωχό τμήμα της κοινωνίας είναι το πιο ευάλωτο σε στρατολόγηση από τους Αφγανούς Ταλιμπάν. Όταν ξεκίνησε η πανδημία το 47,3% του πληθυσμού του ζούσαν κάτω από το εθνικό όριο της φτώχειας.
Και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό λόγω της έλλειψης γυναικείας συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Ενώ η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό είναι χαμηλή σε όλες τις χώρες της Νότιας Ασίας, η περίπτωση της Ινδίας και του Αφγανιστάν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.
Μόνο το 21 % των γυναικών συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό στην Ινδία, ενώ το 16 % των γυναικών στο Αφγανιστάν εντάσσονται στην αγορά εργασίας. Ενώ το Πακιστάν εξακολουθεί να θεωρείται ως εχθρική χώρα για τις γυναίκες, περίπου το 25 % των γυναικών του είναι στο εργατικό δυναμικό. Αν και ο αριθμός είναι σημαντικά κάτω από τη μέση συμμετοχή γυναικείου εργατικού δυναμικού στον ανεπτυγμένο δυτικό κόσμο, φαίνεται αξιοσέβαστος στο πλαίσιο της Νοτίου Ασίας.
Θεωρητικά η κυβέρνηση ξοδεύει περίπου το 15 % του προϋπολογισμού της για την εκπαίδευση, το οποίο αντιστοιχεί περίπου στο 4 % του Αφγανικού ΑΕΠ των 20 δισ. Δολαρίων. Είναι ενδιαφέρον ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση είναι τέσσερις φορές οι δαπάνες για τον στρατό. Και παρά τις αναλογικά υψηλές δαπάνες για εκπαίδευση, μόνο το 29 % όλων των γυναικών και το 55 % όλων των ανδρών άνω των 15 ετών είναι εγγράμματοι.
Το όπιο
Όπως δηλώνει στο Reuters ο Σέζαρ Γκούντες, επικεφαλής του γραφείου του ΟΗΕ στην Καμπούλ., οι Ταλιμπάν στηρίχθηκαν στο αφγανικό όπιο ως μία από τις βασικές πηγές για το εισόδημά τους, προσθέτοντας ότι πλέον θα επιχειρήσουν να ενισχύσουν περαιτέρω τη θέση τους στην παγκόσμια αγορά των ναρκωτικών.
Εκτιμάται ότι το Αφγανιστάν σήμερα καλύπτει περισσότερο από το 80% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου και ηρωίνης.
«Μείναμε άπραγοι και δυστυχώς επιτρέψαμε στους Ταλιμπάν να καταστούν η μεγαλύτερη και καλύτερα χρηματοδοτημένη τρομοκρατική οργάνωση στον πλανήτη» σχολιάζει Αμερικανός αξιωματούχος με γνώση των δικτύων εμπορίας ναρκωτικών από τους Ταλιμπάν»
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, ακόμη κι εν μέσω πανδημίας η καλλιέργεια παπαρούνας εκτινάχθηκε 37%. Υπολογίζεται ότι το ιστορικό ρεκόρ κατεγράφη το 2017 με την παραγωγή οπίου να εκτινάσσεται στους 9.900 τόνους και τις πωλήσεις να φτάνουν στο 1,4 δισ. δολάρια ή στο 7% του ΑΕΠ του Αφγανιστάν. Αν συνυπολογίσει κανείς τα παράγωγα του οπίου και τις εξαγωγές τους η συνολική οικονομία των ναρκωτικών του Αφγανιστάν φτάνει τα 6,6 δισ. δολάρια.
Τζίρος άνω των 400 εκατ. δολαρίων
Αξιωματούχοι του ΟΗΕ ανέφεραν ότι οι Ταλιμπάν πιθανότατα κέρδισαν περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ του 2018 και του 2019 από το εμπόριο ναρκωτικών. Μια έκθεση του Μαΐου 2021 των Ειδικών Γενικών Επιθεωρητών των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν (SIGAR) ανέφερε έναν Αμερικανό αξιωματούχο που εκτιμά ότι αντλούν έως και το 60 % των ετήσιων εσόδων τους από παράνομα ναρκωτικά.
Μπορεί τα έσοδα αυτά να είναι υπέρογκα, ωστόσο το Αφγανιστάν παραμένει μια από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο.
Το 2010, Αμερικανοί στρατιωτικοί αξιωματούχοι και γεωλόγοι αποκάλυψαν ότι η χώρα, η οποία βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Κεντρικής και Νότιας Ασίας, έχει κοιτάσματα ορυκτών αξίας σχεδόν 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων που θα μπορούσαν να αλλάξουν δραματικά τις οικονομικές της προοπτικές.
Κοιτάσματα ορυκτών όπως ο σίδηρος, ο χαλκός και ο χρυσός είναι διάσπαρτα σε όλη τη χώρα. Υπάρχουν επίσης και σπάνια ορυκτά, με πιο σημαντικό κι ένα από τα μεγαλύτερα ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα λιθίου στον κόσμο – ένα βασικό αλλά σπάνιο συστατικό στις επαναφορτιζόμενες μπαταρίες και άλλες τεχνολογίες ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
«Το Αφγανιστάν είναι σίγουρα μια από τις πλουσιότερες περιοχές σε παραδοσιακά πολύτιμα μέταλλα, αλλά και τα μέταλλα [που απαιτούνται] για την αναδυόμενη οικονομία του 21ου αιώνα», δήλωσε στο CNN ο Rod Schoonover, επιστήμονας και ειδικός σε θέματα ασφάλειας.
Οι προκλήσεις για την ασφάλεια, η έλλειψη υποδομής και οι σοβαρές ξηρασίες έχουν εμποδίσει την εξόρυξη των πιο πολύτιμων ορυκτών στο παρελθόν. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν. Ωστόσο, υπάρχει ενδιαφέρον από χώρες όπως η Κίνα, το Πακιστάν και η Ινδία, οι οποίες μπορεί να προσπαθήσουν να εμπλακούν παρά το χάος.
Πηγή ot.gr