Τρία φαινομενικά ασύνδετα έργα που συνθέτουν ένα ενδιαφέρον τρίπτυχο απαρτίζουν την έκθεση «Breath Ghosts Blind» στην γκαλερί Pirelli HangarBicocca στο Μιλάνο. Πρόκειται για έναν τρόπο να τιμηθεί, αν θέλετε, η επιστροφή του Μαουρίτσιο Κατελάν μετά από περισσότερο από δέκα χρόνια στην πόλη όπου έκανε τα πρώτα του βήματα όταν ήταν νεαρός και παντελώς άγνωστος. Επί της ουσίας πρόκειται για μια δραματουργία σε τρεις πράξεις η οποία ξεκινά με το έργο «Breath» («Αναπνοή»), στο οποίο βλέπει κανείς έναν άνδρα ξαπλωμένο να κοιμάται σε εμβρυακή στάση μαζί με έναν σκύλο που αποπειράται να κάνει το ίδιο. Είναι και τα δύο γλυπτά από μάρμαρο Καράρα και μάλιστα το έργο με τον άνδρα έχει τη φυσιογνωμία του ιταλού εικαστικού, άρα είναι μάλλον ένα αυτοπορτρέτο.
«Τα ζώα είναι ο καθρέφτης των ανθρώπινων όντων, μέσα σε αυτά κατανοούμε τους εαυτούς μας. Πόσες και ποιες έννοιες και δυνάμεις έχουν αποδοθεί στα ζώα στην ιστορία της ανθρωπότητας; Πολύ περισσότερες απ’ όσες μπορεί κανείς να αποδώσει σε έναν άνθρωπο. Πάντα αναρωτιόμουν τι σημαίνει να λέω ότι ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου και προσπάθησα να το κατανοήσω μέσα από το έργο «Breath»» δήλωνε σχετικά στην ιστοσελίδα designboom. Το δεύτερο μέρος της εγκατάστασης φέρει τον τίτλο «Ghosts» («Φαντάσματα») και είναι μια εκδοχή του έργου «Turisti» («Τουρίστες»), το οποίο είχε παρουσιάσει στο Ιταλικό Περίπτερο στη διάρκεια της 47ης Μπιενάλε Βενετίας το 1997 σε επιμέλεια Τζερμάνο Τσέλαντ. Τότε τα ταριχευμένα περιστέρια βρίσκονταν πάνω στα δοκάρια της οροφής και αντιλαμβανόταν κανείς την παρουσία τους από τα (ψεύτικα) περιττώματά τους στο πάτωμα. Τώρα απλώνονται σε τρεις τοίχους και κοιτάζουν κατάματα και απροκάλυπτα το κοινό ως αδέκαστοι κριτές αλλά ίσως και ως μέλη μιας κοινότητας που παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο. «Ο χρόνος δεν επηρεάζει αυτόν τον χώρο» έλεγε για την πρώτη εγκατάσταση του ’97 στην Μπιενάλε. «Εγκατέστησα τα πουλιά και τις ακαθαρσίες τους για να αποδείξω ότι τα πάντα παραμένουν ακίνητα σε αυτόν τον χώρο, ότι ο χρόνος προχωράει βασανιστικά αργά» έλεγε σε συνέντευξή του με την αμερικανίδα επιμελήτρια (και τέως επικεφαλής επιμελήτρια στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ της Νέας Υόρκης) Νάνσι Σπέκτορ το 2000. Για την παρούσα εγκατάσταση στο Μιλάνο δηλώνει ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον πείραμα. «Πόσο αλλάζει μια εγκατάσταση από χώρο σε χώρο; Αλλάζει εάν αλλάξεις τον αριθμό των στοιχείων της; Αλλάζει εάν οι επισκέπτες είναι διαφορετικοί; Νομίζω ότι η απάντηση είναι πάντα ταυτόχρονα ναι και όχι. Σε κάθε περίπτωση σε αφήνει με αυτή την αμήχανη και ενοχλητική αίσθηση ότι βρίσκεσαι υπό παρακολούθηση, ότι σε παρατηρούν ενώ δεν είσαι αντίστοιχα σε θέση να παρατηρήσεις».
Η τρίτη εγκατάσταση ονόματι «Blind» («Τυφλός») είναι ένας μαύρος μονολιθικός όγκος σε σχήμα κάθετου παραλληλεπιπέδου, από την κορυφή του οποίου ξεπροβάλλει η μορφή ενός αεροπλάνου. Δεν μπορεί βέβαια παρά να αποτελεί μια αναφορά στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι οποίες είκοσι χρόνια μετά εξακολουθούν να στοιχειώνουν το συλλογικό ασυνείδητο των λαών της Δύσης. Μοιάζει σαν ένα σκοτεινό μνημείο αυτού του κοσμοϊστορικού γεγονότος, σαν ένα ιδιάζον μαύρο κουτί το οποίο μας δίνει τις βασικές πληροφορίες, δίχως βέβαια να μπορεί να μας αποκαλύψει τι πραγματικά συνέβη όπως το βίωσαν όσοι βρίσκονταν εκεί και δεν το είδαν απλώς να εκτυλίσσεται στην οθόνη της τηλεόρασής τους. Μπορεί επίσης να έχει και μικρή αυτοβιογραφική χροιά αν κρίνει κανείς και από μια παλαιότερη δήλωση του Κατελάν: «Ορισμένες φορές βλέπω τον εαυτό μου ως ένα κλειδωμένο κουτί, πολύ αποστασιοποιημένο από τον εαυτό μου και τους άλλους. Αλλά αισθάνομαι τυχερός, γιατί είμαι ο κύριος του χρόνου μου, κάτι που δεν μπορείς να αγοράσεις». Ωστόσο για το «Blind» έλεγε πρόσφατα: «Το «Βlind» δεν αναφέρεται μόνο στην 11η Σεπτεμβρίου, η τέχνη δεν είναι ένα σχόλιο ή ένα μνημείο ενός ιστορικού γεγονότος. Ορισμένοι μπορεί να δουν μια σταύρωση, άλλοι έναν μονόλιθο από την ταινία «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» χτυπημένο από ένα αεροπλάνο. Είμαι σίγουρος ότι ο θεραπευτής μου θα έβλεπε πολύ περισσότερα, αλλά δεν τον επισκέπτομαι τελευταία!».
Στο ντιβάνι με τον Μαουρίτσιο
Αν μη τι άλλο θα είχαν πολύ ενδιαφέρον αυτές οι συνεδρίες. Οσα και αν έχουν γραφτεί για τη ζωή του, θα ήταν συναρπαστικό να τον ακούσει κανείς να μιλάει χωρίς κοινό (χωρίς έστω ένα μεγάλο κοινό) και να ομφαλοσκοπεί μαζί του για τα μικρότερα και μεγαλύτερα γεγονότα στη ζωή του που οδήγησαν στη διαμόρφωση αυτού του «αντι-καλλιτέχνη» και άξιου διαδόχου όπως έχει χαρακτηριστεί του επίσης Ιταλού Πιέρο Μαντσόνι, ο οποίος είχε βάλει τα περιττώματά του σε μικρές κονσέρβες και τις πουλούσε ζητώντας το βάρος τους σε χρυσό. Να βλέπαμε την πορεία του παιδιού που δεν χωρούσε σε καμία σύμβαση, είχε συνέχεια προβλήματα στο σχολείο και ζωγράφιζε μουστάκια στα αγάλματα των εκκλησιών όπου ήταν παπαδοπαίδι και διακατεχόταν από μια τόσο βαθιά αγωνία για την αποτυχία ώστε στα εγκαίνια της πρώτης του ατομικής έκθεσης το 1989 είχε αναρτήσει μια επιγραφή στην πόρτα που έγραφε «Torno subito» («Επιστρέφω αμέσως»). Αλλά και για την απόφαση να αποσυρθεί από την Τέχνη, όπως είχε ανακοινώσει όταν είχε διοργανωθεί η αναδρομική του έκθεση «All» («Ολα») στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ στη Νέα Υόρκη το 2011 καθότι είχε αρχίσει να αισθάνεται «μια απόσταση από τα πράγματα που έκανα, λες και μου είχαν χορηγήσει κάποιου είδους αναισθητικό» αλλά και για την άλλη απόφασή του το 2016 να επιστρέψει στο «τερέν», μιας και το να απέχει είχε αποδειχθεί πιο δύσκολο από το να συμμετέχει στα βάσανα και στις αγωνίες του χώρου.
Ο επί της ουσίας αυτοδίδακτος Κατελάν, ο οποίος είχε προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση με το έργο «The Ninth Hour» («Η ένατη ώρα»), το γλυπτό από κερί με τον Πάπα Ιωάννη-Παύλο Β’ χτυπημένο από μετεωρίτη στην Kunsthalle Βασιλείας το 1999, έχει ανατρέξει σε ιστορικά έργα ιταλών καλλιτεχνών και έχει αποτίσει τον δικό του, χιουμοριστικό και σατιρικό, φόρο τιμής στους κορυφαίους «προπάτορες». Είτε πρόκειται για την κληρονομιά του Λούτσιο Φοντάνα, στην οποία «επιτέθηκε» με τις τρεις μαχαιριές στον καμβά οι οποίες σχημάτιζαν το γράμμα Ζ του Ζορό («Untitled», 1986), είτε για εκείνη του Γιάννη Κουνέλλη, στην οποία έκανε εμφανή αναφορά όταν έβαζε ένα βαλσαμωμένο άλογο να κρέμεται από το ταβάνι ενός βενετσιάνικου παλάτσο. Για να μην πούμε για την έμπνευση από τον πατέρα της σύγχρονης τέχνης Μαρσέλ Ντισάν και την τουαλέτα από ατόφιο χρυσάφι με τίτλο «America», η οποία είχε εγκατασταθεί προς χρήση στο Μουσείο Γκουγκενχάιμ στη Νέα Υόρκη. «Δεν είμαι σίγουρος ότι η σάτιρα είναι το κλειδί για την κατανόηση της δουλειάς μου. Οι κωμικοί χειραγωγούν και κοροϊδεύουν την πραγματικότητα, ενώ εγώ πιστεύω ότι η πραγματικότητα είναι πιο προκλητική από την τέχνη μου. Πρέπει να περπατήσετε στον δρόμο και να δείτε τους αληθινούς ζητιάνους και όχι τους δικούς μου τους ψεύτικους. Πάντα δανείζομαι κομμάτια, στην πραγματικότητα ψίχουλα, της καθημερινής πραγματικότητας. Αν πιστεύετε ότι η δουλειά μου είναι προκλητική σημαίνει ότι η πραγματικότητα είναι εξαιρετικά προκλητική και απλώς δεν αντιδρούμε σε αυτήν. Ισως δεν δίνουμε πλέον σημασία στον τρόπο που ζούμε στον κόσμο. Ολο και περισσότερο αναισθητοποιούμαστε».