Το 2010 στην Πλατεία των αγανακτισμένων κτύπησαν οι καμπάνες του τέλους της Μεταπολίτευσης. Οχι γιατί κατέρρευσε ο παραδοσιακός δικομματισμός ΠαΣοΚ και ΝΔ, αλλά γιατί κατέρρευσαν οι «ανοχές» που κρατούσαν τη συνοχή της μεταπολιτευτικής κοινωνίας. Μερικοί κρίνουν το τέλος ή τη συνέχεια της Μεταπολίτευσης αθροίζοντας τα ποσοστά των δύο μεγάλων κομμάτων. Κάνουν λάθος. Κάθε ιστορική περίοδος καθορίζεται από τις αξίες που επικρατούν σε αυτή. Στη Μεταπολίτευση επικράτησαν οι αξίες της πολιτικής συμμετοχής και αλληλεγγύης. Αυτές διαμόρφωσαν το ισχυρό ΠαΣοΚ. Βεβαίως αυτές ήταν εύκολο να διατηρούνται σ’ ένα περιβάλλον διαρκούς ανοδικής κινητικότητας όλων. Μεσαία και κατώτερα στρώματα ήταν αλληλέγγυα αφού έβλεπαν πως κανένας από τους δύο δεν έχανε απ’ αυτή τη συμβίωση. Τα κατώτερα στρώματα γίνονταν μεσαία και τα μεσαία ανέβαιναν ακόμη ψηλότερα.
Η ελληνική κοινωνία άλλαξε πολύ με την είσοδό της στον 21ο αιώνα. Μετά δε το 2010 από ένα τμήμα της ξεπήδησε στην κοινωνία το μίσος και ο κοινωνικός αυτοματισμός που κρυβόταν πίσω από την ευημερία των προηγούμενων δεκαετιών. Από τη στιγμή της κρίσης και ύστερα, όταν και στην Ελλάδα φάνηκε πως τελείωσαν οι εποχές της ανοδικής κινητικότητας, η αλληλεγγύη αντικαταστάθηκε απ’ τις ιδέες του κοινωνικού αυτοματισμού των άνω (μεσαία και ανώτερα στρώματα) και των κάτω (φτωχοί και άνεργοι). Οταν οι μεσαίοι άρχισαν να γίνονται φτωχοί και οι φτωχοί κοινωνικοί παρίες ή «απορρίμματα», τότε με δεδομένη την αδυναμία του Κινήματος Αλλαγής να παρουσιάσει μια αφήγηση κατά του κοινωνικού αυτοματισμού, η αλληλεγγύη παραχώρησε τη θέση της στον φόβο από τις ελίτ αλλά και από τους φτωχούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να γίνει ΠαΣοΚ στη θέση του ΠαΣοΚ. Είχε την ίδια επιτυχία με τον συμπαθή Ιζνογκούντ. Μετά το παραλίγο καταστροφικό δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 αποξενώθηκε τόσο απ’ αυτούς που χόρευαν τσιφτετέλια στην Πλατεία Συντάγματος (σημερινοί αντιεμβολιαστές) όσο και από μια κρίσιμη μάζα υποστηρικτών τού «Μένουμε Ευρώπη».
Σήμερα ελλείψει σοβαρής αντιπρότασης στον οικονομικό φιλελευθερισμό του κ. Μητσοτάκη από την πλευρά της αξιωματικής και της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ανοησίες σαν αυτές της κυρίας Αννας Ελεφάντη για τη Μαρία Σάκκαρη – βοηθούντων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης – αλλά και φωνές από τη συμπολίτευση για τις πλημμύρες ως τιμωρία του Θεού στους Γερμανούς μετατρέπουν την πολιτική σε τσίρκο. Αυτή η εχθροπάθεια δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συσπειρώνει τον σημερινό ενάμιση πόλο. Οι φωνές για «συριζαλήτες» και «σταλίνες» δεν φαντάζονται πόσο καλό κάνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Του φτιάχνουν αφήγηση συσπείρωσης. Αν ήμουν ο κ. Τσίπρας θα τους έστελνα στη γιορτή και στα γενέθλιά τους δώρα. «Φίλοι» δε του ΣΥΡΙΖΑ σαν την προαναφερθείσα κυρία και τον πολύ Πολάκη αποπολιτικοποιώντας τη συζήτηση διευκολύνουν την κυριαρχία της πολιτικής πρότασης του κ. Μητσοτάκη. Ο από τα κάτω κοινωνικός αυτοματισμός σπάει τα μούτρα στον τοίχο της αφήγησης Μητσοτάκη. Από την άλλη αυτό που ενδιαφέρει το μέτωπο του από τα πάνω κοινωνικού αυτοματισμού, δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος του είναι να αποκλειστεί η ύπαρξη οποιασδήποτε (Κέντρο-)Αριστεράς. Η παραμικρή αναφορά στην Αριστερά θεωρείται «έγκλημα καθοσιώσεως».
«Σοσιαλισμός ή ελευθερία» που λέει και η ισπανίδα Τραμπ Ισαβέλ Ντίας Αγιούσο, η οποία ως γνωστόν «έσωσε» τη δημοκρατία στην Ισπανία από την Αριστερά. Το είχε κάνει και ο Φράνκο. Κάποιοι πάλι «αναποδογυρίζουν» τη Χάνα Αρεντ και τον Μαρξ για να ορίσουν την όλη Αριστερά ως παράταξη της βίας. Κάποιοι άλλοι τοποθετούν τον Μπερλινγκουέρ στο κρεβάτι ενός «κεντροδεξιού» Προκρούστη για να αποκλείσουν την πιθανότητα εναλλακτικού πόλου. Αν τώρα αυτός δεν ταιριάζει σ’ αυτό το κρεβάτι, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν.
Ο από τα κάτω κοινωνικός αυτοματισμός δεν έχει δικούς του «οργανικούς διανοούμενους», γι’ αυτό και σήμερα είναι λιγότερο επικίνδυνος. Ο από τα πάνω έχει. Οι διανοούμενοί του με πρόσχημα την κριτική στην πολιτική ορθότητα, μιλούν για την Αριστερά που έχει ως «σύμβολό» της τον «αγανακτισμένο άνθρωπο», τους «τρανς και τα τοιαύτα» και «έχει υιοθετήσει οπτική και πρόγραμμα κοινωνικού κατατεμαχισμού». Οποιος θεωρεί πως ακόμη υπάρχουν φυλετικές διακρίσεις, ο ρατσισμός είναι υπαρκτή γάγγραινα, οι ανισότητες υπαρκτές, κατηγορείται πως πιστεύει σε «φαντασιωτικούς τυράννους».
Ορθώς ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος έγραψε για σκέψη που κρύβει «περιφρόνηση και μούχλα». Αυτή η μουχλιασμένη σκέψη έχει τόση σχέση με τον φιλελευθερισμό και την προάσπιση της δημοκρατίας όση ο Καζανόβας με την παρθενιά. Ποιον στοχεύει αυτή η σκέψη; Μήπως τον ρατσισμό, τον εθνικισμό, την άκρα Δεξιά, τη φοβική κατά των μεταναστών κοινωνία, τους «σκοπιανοφάγους», τις ανισότητες, τις κοινωνικές αδικίες; Φυσικά και όχι. Εχθρός είναι η κομμένη και ραμμένη στο μέτρο της υπεραπλούστευσης Αριστερά. Η πληθυντική Αριστερά ταυτίζεται με μια καρικατούρα.
Πάντως υπάρχει και ένα άλλο μεγάλο τμήμα, στην κοινωνία, κυρίως οι απογοητευμένοι από τις πολιτικές προτάσεις που τους προσφέρθηκαν μετά το 2010, το οποίο αναζητεί ένα άνοιγμα για να δει από εκεί το φως μιας νέας Ελλάδας που θα υπερβεί τον κρατισμό και τις πελατειακές σχέσεις, χωρίς να ξεχνά το κοινωνικό ζήτημα. Εντεκα χρόνια μετά το 2010 οι καμπάνες του τέλους της Μεταπολίτευσης κτυπούν για την ανάδειξη ενός προοδευτικού κόμματος που θα μάχεται κατά του κοινωνικού αυτοματισμού από τα πάνω και από τα κάτω.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.