Τέσσερις παράλληλες εκθέσεις μέσα στον Αύγουστο, στην γκαλερί Allouche Benias στο κέντρο της Αθήνας, έδωσαν την αφορμή για να συνομιλήσουμε με τέσσερις διαφορετικούς καλλιτέχνες, τους Πολ Ινσεκτ, Μπέντζαμιν Καμπράλ, Φίλιππο Τελεστό και Γιώργο Τσεριώνη, για την τέχνη τους, τα βιώματά τους αλλά και τα πράγματα που τους εμπνέουν και τους προβληματίζουν. Ο καθένας από διαφορετική σκοπιά, από άλλη χώρα και ζώντας σε εντελώς ξεχωριστές συνθήκες, μίλησε για τη μεγάλη επιρροή που άσκησαν επάνω του η πανδημία και τα lockdowns, για τη δημιουργία των έργων της έκθεσής του.
Πολ Ινσεκτ
Πώς ήταν η street art του Λονδίνου στα 90s και πώς τώρα;
«Τότε το Λονδίνο ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος. Η τέχνη του δρόμου γινόταν κυρίως στα κρυφά και η καλυτέρευση κάποιων υποβαθμισμένων περιοχών μόλις άρχιζε. Αυτές τις μέρες η street art, με τη γέννηση των κοινωνικών δικτύων, δεν είναι πια «underground», ενώ είναι αποδεκτή από το κοινό, τους πολεοδόμους και τις επιχειρήσεις. Επίσημες τοιχογραφίες διακοσμούν τις περισσότερες σημαντικές πόλεις, κάτι που καταλήγει σε προσοδοφόρες street art tours… έχει γίνει κερδοφόρα επιχείρηση. Αλλά, ανάλογα με το τι καλλιτέχνης δρόμου θέλεις να είσαι, και αν χαράσσεις τον δικό σου δρόμο, μακριά από το εμπορικό κομμάτι, αν ζωγραφίζεις παρανόμως ή αν δημιουργείς έργα μόνο εκεί που ταιριάζουν με το γύρω περιβάλλον, τότε αυτό, για εμένα, είναι ακόμη πραγματική τέχνη».
Ποια είναι συνήθως τα θέματα και τα μηνύματα της δουλειάς σας;
«Απόσταση, όραμα, ελπίδα, η αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος».
Μπορείτε να μας πείτε μερικά λόγια για την έκθεση στην Allouche Benias;
«Η καλοκαιρινή έκθεση στην γκαλερί Allouche Benias είναι μια συλλογή από οκτώ έργα ζωγραφισμένα στη διάρκεια του lockdown στο Λονδίνο στα τέλη του 2020. Ανυπομονώ να έλθουν καλύτερες μέρες».
Μπέντζαμιν Καμπράλ
Ποιος είναι ο ρόλος της φάλαινας στη δουλειά σας;
«Χρησιμοποιώ φάλαινες, συγκεκριμένα όρκες, εδώ και μερικά χρόνια. Ενα μεγάλο θέμα των έργων μου είναι το πώς το τραύμα μπορεί να επισκιάσει τη νοσταλγία. Μεγάλωσα απέναντι από το Sea World στο Σαν Ντιέγκο. Αν δεν το γνωρίζετε, πρόκειται για ένα υδάτινο θεματικό πάρκο με κύριο αξιοθέατο τις παραστάσεις με όρκες. Οι εκπαιδευτές κολυμπούσαν με τις φάλαινες και έκαναν αυτά τα καταπληκτικά κόλπα, χοροπηδώντας στον αέρα πάνω στις πλάτες τους. Μικρός, επισκεπτόμασταν συχνά το πάρκο με την οικογένειά μου και έχω πραγματικά ευχάριστες αναμνήσεις από αυτές τις παραστάσεις. Κοιτάζοντας τώρα πίσω, πρέπει να αναγνωρίσω το τραύμα που έζησαν αυτά τα ζώα. Οι φάλαινες, οι όρκες συγκεκριμένα, έχουν ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και σε μερικές άγριες ομάδες οι οικογένειες μένουν μαζί για όλη τους τη ζωή. Οταν το Sea World χωρίζει τις μητέρες από τα μωρά τους, και οι δύο υφίστανται τεράστιο τραύμα και στη συνέχεια αναγκάζονται να παίξουν για την απόλαυση του πλήθους. Υπάρχει πολύ σκοτάδι σε αυτές τις ευτυχισμένες αναμνήσεις και νομίζω ότι είναι σημαντικό να το αναγνωρίσουμε καθώς εξετάζουμε το παρελθόν. Με ενδιαφέρουν επίσης οι τρόποι με τους οποίους οι φάλαινες εμφανίζονται στη συλλογική μας αφήγηση και μυθοπλασία. Είναι τεράστια πλάσματα και για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας αρκετά μυστηριώδη, σχεδόν σαν θαλάσσια τέρατα».
Πιστεύετε ότι η ψηφιακή τέχνη μπορεί να είναι τόσο συναρπαστική και πολύτιμη όσο η αναλογική; Γιατί αποφασίσατε να τις συνδέσετε;
«Νομίζω ότι τόσο η ψηφιακή όσο και η αναλογική τέχνη έχουν πολλά να προσφέρουν στον θεατή και σίγουρα εκτιμώ τις διαφορετικές εμπειρίες που παρέχουν. Πιστεύω ότι πλέον δεν υπάρχουν πραγματικά πολλά απτά αντικείμενα τα οποία να μην έχουν κάποιο στοιχείο του ψηφιακού ή εικονικού μέσα τους, συμπεριλαμβανομένης της τέχνης σε μεγάλο βαθμό! Υποθέτω ότι η σύνδεση του ψηφιακού με το αναλογικό σε εμένα προέκυψε πολύ φυσικά, εξαιτίας του τρόπου που εργάζομαι. Σχεδιάζω στο iPad πολύ καιρό τώρα και όταν άρχισα να φτιάχνω πίνακες με χάντρες ήταν λογικό να τις σκέφτομαι ως pixel. Τούτου λεχθέντος, πιστεύω ότι η φυσικότητα της δουλειάς μου είναι πολύ σημαντική. Πολλά από τα έργα μου διαθέτουν στοιχεία που κινούνται, όπως οι σειρές από χάντρες που σχηματίζουν τα μαλλιά σε πολλές φιγούρες μου. Και πολλοί μιλούν για το πώς θέλουν να αγγίξουν τη δουλειά μου. Παρά τους τρόπους με τους οποίους τη ζωή μας τη βιώνουμε όλο και περισσότερο ψηφιακά, εξακολουθούμε να επεξεργαζόμαστε τον κόσμο μέσω των φυσικών μας αισθήσεων και τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το να βλέπουμε την τέχνη από κοντά».
Πώς εμπνευστήκατε για την έκθεση στην Allouche Benias;
«Βρήκα πολλή έμπνευση όντας στο σπίτι με την οικογένειά μου στο Σαν Ντιέγκο για μερικούς μήνες καραντίνας το 2020. Το να περιβάλλομαι από τις φωτογραφίες και τα μέρη της παιδικής μου ηλικίας μού έφερε στον νου πολλές αναμνήσεις για «εξερεύνηση». Επίσης, με τράβηξε πολύ η εικόνα των παραλιών και της θάλασσας, μέρη που πολλοί συνδέουν με γιορτές και διακοπές. Νομίζω ότι η λαχτάρα για μια ευτυχισμένη στιγμή δίπλα στη θάλασσα με την οικογένεια και τους φίλους είναι κάτι με το οποίο θα μπορούσαμε όλοι να ταυτιστούμε ζώντας έναν χρόνο σε απομόνωση. Οι πίνακες μπορεί εν μέρει να έρχονται αντιμέτωποι με το τραύμα και τη νοσταλγία αλλά αποτελούν επίσης μια ελπίδα για το μέλλον».
Φίλιππος Τελεστό
Πώς είναι η ζωή του καλλιτέχνη στο Βερολίνο, ειδικά σε σύγκριση με την Aθήνα;
«Αν το Βερολίνο είναι διαφορετικό από την Αθήνα; Απλώς θα αναφέρω κάποιες συγκρίσεις. Το Βερολίνο έχει πάρα πολλά δέντρα, η Αθήνα δεν έχει, και αυτά που έχει τα καίμε. Το Βερολίνο έχει ποτάμια και λίμνες, η Αθήνα ευτυχώς έχει ακόμη θάλασσα και παραλίες. Ποτάμια είχαμε αλλά τι να τα κάνουμε; Το Βερολίνο έχει ποδήλατα. Καλύτερα θα ήταν εδώ να μην έχουμε. Το Βερολίνο έχει κρύο, εδώ έχει ζέστη. Το Βερολίνο έχει πολλά μουσεία, εμείς λιγότερα, περισσότερες εκθέσεις, εμείς λιγότερες. Δουλειές βρίσκεις πιο εύκολα στο Βερολίνο, σπίτι να μείνεις είναι πλέον εξίσου δύσκολο, μισθούς έχει καλύτερους εκεί και φτηνότερο σουπερμάρκετ. Καλά θα ήταν ένας καλλιτέχνης να πάει να μείνει στον πλανήτη Αρη, τώρα που άρχισαν και τα διαστημικά ταξίδια».
Ποιος ο ρόλος της σάτιρας στα έργα σας;
«Η σάτιρα στα έργα μου (όχι σε όλα) προσπαθεί να είναι ισάξια του υλικού διεκπεραίωσης του έργου. Να μην έχει φραγμούς και να εμπαίζει τα στερεοτυπικά μοτίβα. Αρχίζω από τη σάτιρα του θέματος του ίδιου, του υλικού του ίδιου και πολλές φορές και της ιστορίας της τέχνης, και μέσα από αυτό περνάει σε κάποιο κοινωνικό φάσμα. Δεν αφήνω έξω τον εαυτό μου από αυτό, άλλωστε για εμένα ο αυτοσαρκασμός θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικός για όλους (ίσως σε κάποια μορφή μαθήματος). Η σάτιρα είναι φίλτρο, καθαρίζει πιο αποτελεσματικά και από 30 δέντρα, από χλωρίνη, από πλυντήριο αυτοκινήτων και ίσως και από έναν σχετικά καλό ψυχολόγο. Στα έργα μου η σάτιρα ανοίγει την πτυχή της ανάγνωσης του ότι το «αντικείμενο» έχει πάντα πολλούς διαφορετικούς ρόλους ασχέτως της προκαθορισμένης του ύπαρξης».
Μιλήστε μας λίγο για τα έργα που δημιουργήσατε για την Allouche Benias.
«Στην έκθεσή μου «Είδα έναν αμερικανικό αετό που είχε τατουάζ έναν κινεζικό δράκο στην πλάτη του φτιαγμένο από τον Χριστό» παντρεύω, γίνομαι κουμπάρος στη σύντηξη δύο διαφορετικών πολιτισμών. Κάνω μια συνταγή fusion κουζίνας, τσελεμεντές του καράτε. Δυϊστικός είναι ο «δίαυλος» προσέγγισης και αποτελέσματος των έργων, ένας σύγχρονος συμβολισμός με αρχαία μυθολογική θεματολογία. Ο κινεζικός δράκος που «καταναλώθηκε» από τα 70s και μετά σε τατού, ενδύματα, διακοσμητικά μοτίβα ως αγαπημένο θέμα των νέων του δυτικού κόσμου. Εδώ έχει πρωταγωνιστικό «διπολικό» ρόλο, φλερτάροντας με το θέατρο του παραλόγου. Η έκθεση είναι παράγωγο της καραντίνας, εξορκίζω το γεγονός, ασκώντας έντονη ειρωνεία και κριτική στο «γίγνεσθαι»».
Γιώργος Τσεριώνης
Πώς συνδέεται στα έργα σας η ελληνική μυθολογία με τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας;
«Το φανταστικό «ανθρωπολογικό μουσείο» που δείχνω στην έκθεση «Karma Carries» προκύπτει σαν ετεροτοπία και μια περιθωριακή αναπαράσταση που θέτει υπαρξιακά ερωτήματα και ζητήματα οντολογικής φύσης, ενώ παράλληλα επαναπραγματεύεται τις έννοιες της συμβίωσης και της ετερότητας και έρχεται να δοκιμάσει τους φόβους, τις ανησυχίες και τις αγωνίες μας. Ολα διεκδικούν τη θέση τους και την παρουσίασή τους στο συγκεκριμένο μουσείο: πορτρέτα του Καραγκιόζη, το πορτρέτο της Λήδας με τον κύκνο, Αμαζόνες, ο Αδάμ και η Εύα και ένας τυφλός Κινγκ Κονγκ. Η εικονογραφία μου δανείζεται σύμβολα από την κοινωνική ανθρωπολογία, τα ξυλόγλυπτα της Πολυνησίας, τους αρχαίους ελληνικούς μύθους σε συνδυασμό με εικόνες από ταινίες και λογοτεχνία επιστημονικής φαντασίας και αναφορές σε χαρακτήρες τεράτων από b-movies των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Ταινίες αναφοράς στη δουλειά μου είναι οι «Bladerunner», «O άγριος πλανήτης», «Το χωριό των καταραμένων» και «Heavy Metal»».
Στην τέχνη σας αποτυπώνετε τη βία που υπάρχει στην κοινωνία.
«Στα έργα μου η μνήμη και η ιστορία διαδραματίζουν καίριο ρόλο. Η ευαισθησία συμβιώνει με τη σκληρότητα, το παρελθόν με το παρόν, το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το χιούμορ και η ειρωνική – κάποιες φορές – διάθεση με τις – περισσότερο ή λιγότερο – προφανείς συμβολικές αναφορές της θέσης μας σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που διαρκώς μεταβάλλεται. Στη σημερινή παράδοξη συγκυρία της αστάθειας και της μετάβασης σε μια περίοδο επαναπροσδιορισμού και κρίσης των ιδεολογιών και της προσωπικής ταυτότητας, μέσα από τα έργα μου προτείνω εναλλακτικούς τρόπους θεώρησης της προβληματικής γύρω από τη σύγχρονη συνθήκη. Κατά συνέπεια όσο περισσότερο έχουμε στον νου τις αντιθέσεις της ζωής τόσο πιθανότερο είναι να τα πάμε καλά με το «Karma» μας».
Μιλήστε μας για την έκθεσή σας στην Allouche Benias.
«Στην έκθεση «Karma Carriers» θα δεις κεραμικά, πίνακες ζωγραφικής και ξύλινα γλυπτά τοποθετημένα σαν ένα «δάσος», που αποτελούν μια λεπτομερή ανασκαφή των βασικών συναισθημάτων μας, περιγράφοντας τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης, η οποία δεν κρύβεται ποτέ πολύ μακριά από την επιφάνεια. Επιπλέον, συνδυάζοντας το γκροτέσκo με ανθρωπομορφικά και ζωομορφικά χαρακτηριστικά, τα έργα μου εκφράζουν την αίσθηση της χρονικότητας, της απώλειας και του φόβου. Με αναφορές από το παρελθόν και το παρόν, το κλασικό και το σύγχρονο, η δουλειά μου αποτελεί μια εξερεύνηση του ανθρώπινου αταβισμού*».
* Στις κοινωνικές επιστήμες, ο αταβισμός είναι η τάση της επιστροφής. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι στη σύγχρονη εποχή επιστρέφουν στους τρόπους σκέψης του παρελθόντος. Η λέξη αταβισμός προέρχεται από το λατινικό atavus (πρόγονος).