Την περασμένη Τετάρτη 11 Αυγούστου οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών προέβλεψαν ότι οι Ταλιμπάν θα μπορούσαν να περικυκλώσουν την Καμπούλ μέσα σε έναν μήνα και να την καταλάβουν σε τρεις. Μόλις τέσσερις ημέρες αργότερα, οι Ταλιμπάν τούς διέψευσαν πανηγυρικά, καθώς παρατάχθηκαν γύρω από την – έρημη χθες – πρωτεύουσα και, σε μερικές ώρες, εισήλθαν σε αυτήν, καταλαμβάνοντας και το προεδρικό μέγαρο.
Για να αποδείξουν, έτσι, πως οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χάσει προ πολλού όχι μόνο τον πόλεμο, αλλά και κάθε επαφή με τα όσα συνέβαιναν στην πραγματικότητα στο Αφγανιστάν. Ο πρόεδρος Γάνι από το Ουζμπεκιστάν, όπου κατέφυγε, ανέφερε σε μήνυμά του ότι εγκατέλειψε τη χώρα προκειμένου να αποφευχθούν συγκρούσεις με τους Ταλιμπάν στην Καμπούλ, που θα έθεταν σε κίνδυνο εκατομμύρια κατοίκους.
Οι σκηνές πανικού στην Καμπούλ, οι καπνοί που έβγαιναν από την αμερικανική πρεσβεία (όπου οι διπλωμάτες έκαιγαν, σύμφωνα με πληροφορίες, απόρρητα έγγραφα) και το ελικόπτερο που εθεάθη στην κορυφή του κτιρίου, ξύπνησαν σε πολλούς μνήμες από την πτώση της Σαϊγκόν πριν από 46 χρόνια.
Βέβαια, οι Ταλιμπάν, δείχνουν να είναι σήμερα πιο ώριμοι πολιτικά σε σύγκριση με την προηγούμενη φορά που είχαν εισέλθει θριαμβευτές στην Καμπούλ, το 1996, όταν είχαν σπείρει τον τρόμο και τον θάνατο στους αντιπάλους τους. Προσπαθούν να πείσουν τους πάντες, τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, ότι αποτελούν δύναμη σταθερότητας και ειρήνης, καθώς και φερέγγυο συνομιλητή για τη συγκρότηση μιας μεταβατικής κυβέρνησης. Αφήνουν να διαρρεύσει, επίσης, πως είναι έτοιμοι να κάνουν και «εκπτώσεις» όσον αφορά την εφαρμογή της σαρίας (του ισλαμικού νόμου), ειδικά αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών και την απονομή δικαιοσύνης.
Ως απόδειξη δε παρουσιάζουν την τρομακτικής ταχύτητας προέλασή τους, η οποία πραγματοποιήθηκε σχεδόν μέσα σε μία εβδομάδα και ήταν πρακτικά αναίμακτη, μιας και χιλιάδες μέλη των κυβερνητικών δυνάμεων παραδίδονταν χωρίς μάχη και δίχως να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση, εκτιμώντας πως θα ήταν μάταιη.
«Βλέπω τους κυβερνητικούς να φορούν τα πολιτικά τους ρούχα και να εγκαταλείπουν τα πόστα τους, οδεύοντας προς τα σπίτια τους για να βρουν τους αγαπημένους τους. Οι δρόμοι είναι ειρηνικοί, στο μεγαλύτερο μέρος τους άδειοι» μετέδωσε χθες το μεσημέρι από την Καμπούλ ο αμερικανός δημοσιογράφος Μάθιου Εϊκινς, αποτυπώνοντας το κλίμα που επικρατούσε πριν από την εμφάνιση των Ταλιμπάν στο κέντρο της πόλης.
Την ίδια στιγμή, η αμερικανική πρεσβεία εκκενωνόταν πλήρως και το απολύτως απαραίτητο προσωπικό της μεταφερόταν σε έναν ειδικό χώρο του διεθνούς αεροδρομίου, ενώ το ίδιο συνέβαινε και με άλλες δυτικές διπλωματικές αποστολές. Αντιθέτως, η Μόσχα ανακοίνωνε ότι, για την ώρα, δεν έχει πρόθεση να κλείσει την πρεσβεία της – επιβεβαιώνοντας τους φόβους ορισμένων ότι βρίσκεται (όπως και η Κίνα) σε προχωρημένες επαφές με τους Ταλιμπάν.
Παράλληλα, ένα μεγάλο παζάρι για την επόμενη ημέρα είχε ήδη ξεκινήσει ανάμεσα στους Ταλιμπάν, τον ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ Χαλμάι Χαλιλζάντ και όσους εκπροσώπους της κυβέρνησης δεν είχαν διαφύγει – όπως ο πρόεδρος Γάνι, ο οποίος έσπευσε να εγκαταλείψει τη χώρα. Στη δε Βρετανία, τη χώρα με τη μεγαλύτερη εμπλοκή μετά τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, ο Μπόρις Τζόνσον συγκαλούσε την ειδική ομάδα διαχείρισης κρίσεων Cobra και ανακαλούσε τα μέλη του κοινοβουλίου από τις άδειές τους για μια έκτακτη συνεδρίαση, ενώ Εσθονία και Νορβηγία ζητούσαν έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Είχε προηγηθεί το μήνυμα που έστειλαν οι Ταλιμπάν, με δηλώσεις που έκανε ο εκπρόσωπός τους στο BBC. «Διαβεβαιώνουμε τον λαό, ειδικά στην πόλη της Καμπούλ, ότι οι περιουσίες τους και οι ζωές τους είναι ασφαλείς. Η ηγεσία μας έχει δώσει εντολές στις δυνάμεις μας να παραμείνουν στα περίχωρα και να μην εισέλθουν στην πόλη. Αναμένουμε μια ειρηνική μετάβαση εξουσίας», είπε χαρακτηριστικά – αν και, λίγο αργότερα, ανακοινώθηκε ότι μονάδες των Ταλιμπάν εισέρχονταν στην πόλη για να διαφυλάξουν την τάξη, καθώς η αστυνομία και ο στρατός είχαν εξαφανιστεί. Παράλληλα, έσπευσαν να εγγυηθούν πως δεν υπάρχει εκ μέρους τους καμία πρόθεση «εκδίκησης» απέναντι στους αντιπάλους τους.
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο πλέον είναι ότι σε λιγότερο από έναν μήνα, στην 20ή επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η κατάσταση στο Αφγανιστάν θα μοιάζει σαν να μην έχει περάσει κυριολεκτικά ούτε μία ημέρα. Κάνοντας πολλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους, κυρίως τους Βρετανούς, να θέσουν το πολύ απλό ερώτημα: «Γιατί;».
Γιατί οι περίπου 7.500 νεκροί στρατιώτες και μισθοφόροι από τις τάξεις των Αμερικανών και των συμμάχων τους; Γιατί οι 66.000 απώλειες του στρατού και της αστυνομίας και του στρατού του Αφγανιστάν; Γιατί οι σχεδόν 50.000 άμαχοι που (επισήμως) έχουν χάσει τη ζωή τους αυτά τα 20 χρόνια; Γιατί οι 444 συνεργάτες ανθρωπιστικών οργανώσεων και οι 72 δημοσιογράφοι που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Αφγανιστάν; Γιατί το ένα και πλέον τρισ. δολάρια που φέρεται ότι έχει κοστίσει μέχρι στιγμής ο πόλεμος αυτός μόνο στον προϋπολογισμό (δηλαδή τον λαό) των ΗΠΑ;
«Αυτό δεν είναι Σαϊγκόν. Οι ΗΠΑ πέτυχαν την αποστολή τους να σταματήσουν τις επιθέσεις εναντίον τους. Απλώς δεν είναι προς το συμφέρον μας να παραμείνουμε στο Αφγανιστάν» δήλωσε – μάλλον αμήχανα – ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, επιχειρώντας να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για τις εξελίξεις.
Η Ιστορία, όμως, θα γράψει τα πράγματα κάπως διαφορετικά.
Οι τελευταίοι Ελληνες είχαν φύγει τον Μάιο
Στο τέλος Μαΐου αποχώρησαν από το Αφγανιστάν, σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», οι τελευταίοι έλληνες στρατιωτικοί – μόλις τέσσερις – που βρίσκονταν εκεί, στο πλαίσιο Ειρηνευτικής Αποστολής. Ειδικότερα, τέσσερις επιτελείς της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν στην Καμπούλ ως σύμβουλοι συντήρησης στο αεροδρόμιο (FW MAINTENANCE TAAAIR/NKAIA), στο πλαίσιο της αποστολής RESOLUTE SUPPORT MISSION.
Από το 2002 και μετά, οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις που έχουν βρεθεί στο Αφγανιστάν ήταν ολιγομελείς. Αρχικά δεν ξεπερνούσαν τα 175 άτομα. Ανάμεσά τους ήταν ο Ελληνικός Λόχος Μηχανικού Ειρηνευτικών Αποστολών, τμήματα υποστήριξης και ασφαλείας καθώς και αεροσκάφη C-130. Είχαν ως αρμοδιότητα μεταξύ άλλων την εκτέλεση έργων υποδομής ή την εκπαίδευση αφγανών στρατιωτών αλλά και τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας.