Ηταν Οκτώβριος του 1983 όταν αποφάσισα να επισκεφθώ το σπίτι του Εντγκαρ Αλαν Πόου στους 84 Δρόμους του Βορειοδυτικού Μανχάταν. Βρισκόταν κοντά στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης όπου είχε μια εκπληκτική αναδρομική έκθεση πινάκων του Εντουάρ Μανέ. Το μουσείο γιόρταζε τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου ζωγράφου και η έκθεση ήταν μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Καθώς βρίσκεται πάνω στην Πέμπτη Λεωφόρο και τους 82 δρόμους, από εκεί ως την οδό Εντγκαρ Αλαν Πόου η απόσταση ήταν μικρή και την έκανα με τα πόδια.

Δεν ήταν το μόνο μέρος όπου έζησε για μικρό διάστημα εκείνος ο βασανισμένος ποιητής που πέρασε από το Ρίτσμοντ, τη Φιλαδέλφεια και τη Βαλτιμόρη. Και στη Νέα Υόρκη ακόμη, τα λίγα χρόνια όπου έζησε, άλλαξε τέσσερα σπίτια. Ομως εδώ έγραψε το Κοράκι, το εμβληματικότερο ποίημά του, ένα από τα διασημότερα όλων των εποχών. Με είχαν ξεσηκώσει τα εκπληκτικά σχέδια του Μανέ γι’ αυτό το ποίημα που περιλαμβάνονταν στην έκθεση. Ηταν παραγγελία του Στεφάν Μαλαρμέ που είχε μεταφράσει ποιήματα του Πόου.

Πόου και Μποντλέρ

Το απόβραδο κατέβαινε υγρό και σκοτεινό στο Μανχάταν, αλλά η δική μου σκέψη στην αρχή πήγαινε στο 1849 στη Βαλτιμόρη, στην ταβέρνα όπου ο Πόου είχε μετατρέψει σε οινόπνευμα τα ελάχιστα χρήματα που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει πουλώντας την ψήφο του. Κι έπειτα στον περίφημο στίχο του Μαλαρμέ με τον οποίο αρχίζει το ποίημά του «Ο τάφος του Εντγκαρ Αλαν Πόου»: «Ομοιος με τον εαυτό του όπως επιτέλους τον μεταμορφώνει η αιωνιότητα». Αναπόφευκτα πήγα στον μαύρο πρίγκιπα της νεότερης ποίησης, τον Μποντλέρ, και στις μεταφράσεις του που καθιέρωσαν τον Πόου ως μεγάλο ποιητή στη Γαλλία και σε όλη την Ευρώπη. «Ξέρεις γιατί μετέφρασα τον Πόου με τόση υπομονή; Επειδή είναι σαν κι εμένα! Την πρώτη φορά που άνοιξα ένα βιβλίο του ανακάλυψα με δέος κι έκσταση όχι μόνο θέματα που θα τα ονειρευόμουν αλλά κι ολόκληρες φράσεις γραμμένες από τον ίδιο πριν από είκοσι χρόνια που θα τις είχα συλλάβει κι εγώ» είπε ο Μποντλέρ στον Μανέ. Για εκείνον, αν ο Πόου ζούσε στη Γαλλία, θα τον θεωρούσαν μεγάλο άνδρα και δεν θα τον αμφισβητούσαν όπως στον αγγλόφωνο κόσμο.

Ποιοι τον απέρριπταν

Αυτοί που απέρριπταν τον Πόου δεν ήταν διόλου ασήμαντοι. Από τον Μαρκ Τουέιν ως τον Χάξλεϊ, που σε επιστολή του στον Βαλερί χαρακτήριζε τη «μουσική» των ποιημάτων του Πόου «πόλκα», ως τους δύο θεωρούμενους σημαντικότερους εκπροσώπους του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού, τον Πάουντ και τον Ελιοτ. Στην Αλφαβήτα της ανάγνωσης ο πρώτος ζητεί από τους σπουδαστές της ποίησης να βρουν κάποιο ποίημα του Πόου που να μην έχει έστω κι ένα λάθος, ενώ ο δεύτερος (πιο πονηρός) τον χαρακτήριζε μόνο σπουδαίο επιμελητή (που βεβαίως ήταν και αυτό).

Ο Εμερσον, όπως κι οι υπόλοιποι υπερβατιστές της Νέας Αγγλίας, υπήρξαν το ίδιο απορριπτικοί. Αλλά τους τελευταίους, συμπεριλαμβανομένου του Εμερσον, ο Πόου τους είχε «δολοφονήσει» λογοτεχνικά σε ένα εμπρηστικό του άρθρο στο οποίο χαρακτήριζε τον Εμερσον μέτριο μαθητή του Καρλάιλ. Εκείνον όμως τον «δολοφόνησε» μεταθανάτια ο επιμελητής του Ρούφους Γκρίζγουολντ. Ηταν η απεχθέστερη δολοφονία χαρακτήρα – και μάλιστα μεταθανάτια – στα παγκόσμια γράμματα.

Τέτοια και παρόμοια σκεφτόμουν προχωρώντας προς τους 84 δρόμους. Κι έπειτα: πόσοι από το αναγνωστικό κοινό εκτός ΗΠΑ διαβάζουν σήμερα τον Εμερσον; Ή ακόμη και τα «ιερά τέρατα» (εν πάση περιπτώσει) Πάουντ και Ελιοτ, έξω από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, ενώ τον Πόου εξακολουθούν να τον διαβάζουν οι πάντες; Αν θέλει κανείς να είναι δίκαιος, θα πρέπει να παραδεχτεί πως η νεωτερικότητα δεν ξεκινά με τους αγγλοσάξονες μοντερνιστές αλλά με τον Μποντλέρ – κατά συνέπεια και με τον Πόου. Το έβρισκα ειρωνικό που ο Σεφέρης, ο κατεξοχήν δικός μας μοντερνιστής, ενώ θαύμαζε τον Ελιοτ και τον Πάουντ, εμπνεύστηκε το δικό του Κοράκι από τον Πόου και το αφιέρωσε στη μνήμη του το 1937.

«Εδώ δεν είναι Λονδίνο»

Μπήκα στον δρόμο, τον περπάτησα από την αρχή ως το τέλος του στον ποταμό Χάντσον – πουθενά το σπίτι του ποιητή. Τον περπάτησα ξανά, από το τέλος στην αρχή, χωρίς αποτέλεσμα. Σε κάποια στιγμή συνάντησα μια κυρία και τη ρώτησα σχετικά. Μου απάντησε πως τέτοιο σπίτι δεν υπάρχει, διότι «εδώ δεν είναι Λονδίνο». Επειτα, καθώς ανέβαινα απογοητευμένος τον δρόμο, ξεχώρισα, εντελώς τυχαία, μια πλάκα στην είσοδο ενός κτιρίου δέκα ορόφων στην απέναντι πλευρά. Πλησίασα και τη διάβασα. Εδώ γράφτηκε το Κοράκι. Το αρχικό σπίτι κατεδαφίστηκε και στη θέση του είχε χτιστεί αυτό το κτίριο. Να ήταν άραγε στοιχειωμένο;

Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ πως αυτό το μέρος δεν είχε καμιά σχέση στον καιρό του Πόου με τη σημερινή του εικόνα. Από το σπίτι όμως όπου έζησε ο ποιητής έχει διασωθεί μια φωτογραφία, που την είδα χρόνια αργότερα. Ηταν μια αγροικία και γύρω της δεν υπήρχε τίποτε. Το Μανχάταν δεν είχε «ανεβεί» ακόμη τόσο ψηλά.

Το σπίτι ήταν απομονωμένο από τον περίγυρο – κι εύλογο να πετούσαν γύρω κοράκια, ένα από τα οποία θέλω να φαντάζομαι ότι θα κάθισε στο παράθυρο του Πόου και του ενέπνευσε το ποίημα, γραμμένο σε τροχαϊκό οκτάμετρο, ένα εξαιρετικά δύσκολο μέτρο, με εσωτερικές κι εξωτερικές ομοιοκαταληξίες. Κι άλλοι σημαντικοί αγγλόφωνοι ποιητές του 19ου αιώνα, όπως ο Μπράουνινγκ και ο Τένισον, έγραψαν ποιήματα στο ίδιο μέτρο, αλλά, σε αντίθεση με το Κοράκι, αυτά ούτε διαβάζονται πλέον ούτε μεταφράζονται.

Το Κοράκι πέταξε στον χρόνο

Το δυσοίωνο πτηνό του Πόου πέταξε, τελικά, μέσα στον χρόνο, όπως ίσως το φαντάστηκε στην ωραιότερη από τις σχετικές γκραβούρες του ο Μανέ, όπου το ζωγράφισε με ανοιχτά φτερά, μετέωρο πάνω από τις εποχές.

Δεν ξέρω άλλο ποίημα, πλην της Οδύσσειας, που να μεταφέρθηκε τόσες φορές στον κινηματογράφο – και δεν χρειάζεται ν’ αναφερθώ στις μεταφορές των διηγημάτων του Πόου. Αν αρχίσει κανείς να τις μετρά, θα χάσει σύντομα τον λογαριασμό. (Για να μη μιλήσω για το πόσο επηρέασε τη μουσική ροκ.)

Ο Εμερσον, που ονειρευόταν τη δημιουργία μιας Νέας Ιερουσαλήμ στον Νέο Κόσμο, έγραψε κείμενα φωτεινά, αλλά αυτό το φως στον Πόου περικλείεται από σκοτάδι, για τούτο κι ο τελευταίος ανήκει στον επόμενο αιώνα. Και στη λογοτεχνία, όπως άλλωστε και στη ζωή, τα περισσότερα έργα είναι χρονολογημένα, όμως είναι εξαιρετικά σπάνιο ένας δημιουργός με τέτοια λαϊκή απήχηση σήμερα να μην είναι «χρονολογημένος». Η μελαγχολία, η ανία, το μποντλερικό spleen, βρίσκονται εδώ. Εχω την υποψία ότι το περίφημο «υποκριτή αναγνώστη, όμοιέ μου αδερφέ μου» του Μποντλέρ δεν απευθύνεται στον αναγνώστη αλλά στο «αδελφικό του φάσμα» (για να παραπέμψω στον Σαχτούρη), τον ποιητή του Κορακιού.

Βγαίνοντας στην Πέμπτη Λεωφόρο έβλεπα τα πλήθη και θυμόμουν τον «Ανθρωπο του πλήθους», ένα από τα τόσα εμβληματικά διηγήματα εκείνου του παθιασμένου παραληρηματικού από τη Βιρτζίνια, που ωστόσο όλα του τα κείμενα τα έγραψε έχοντας απέναντί του τον αναγνώστη. Την ιδέα του δανδή από εδώ την εμπνεύστηκε ο Μποντλέρ, αν και, σύμφωνα με τον Μπέγιαμιν, ο ίδιος ο Μποντλέρ δεν υπήρξε δανδής και flâneur.

Τραγική ζωή, μεγάλο έργο

Ο Πόου ήταν ο μόνος πραγματικά επαγγελματίας συγγραφέας τότε στη χώρα του. Κι έζησε με το μολύβι του το δράμα της επιβίωσης όπως κανείς άλλος δημιουργός της εποχής του. Ταυτόχρονα όμως οι θεματικές του επιλογές και ο τρόπος της ανάπτυξής τους υπάκουαν στη συνειδητή του προσπάθεια να προκαλέσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ετσι οργάνωνε την έμπνευσή του και δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη από το δοκίμιό του Η φιλοσοφία της σύνθεσης, όπου εξηγεί πώς το Κοράκι δεν ήταν προϊόν τυχαίας έμπνευσης αλλά πως ο ίδιος επέλεξε προγραμματικά τη φόρμα του ποιήματος, το μέγεθός του και το θέμα του.

Ολο του το έργο παρακολουθεί τη ζωή του – κι ωστόσο την υπερβαίνει. Τόση προσωπική δυστυχία και παρά ταύτα τον διαβάζεις και δεν το σκέφτεσαι. Ο Χάξλεϊ, ο οποίος τον απέρριπτε αδυνατώντας να βρει πειστικές εξηγήσεις για τους λόγους που ειδικά στην ηπειρωτική Ευρώπη – και όχι μόνο – ο Πόου είχε τέτοια απήχηση, εξέδωσε τη χρονιά που πέθανε το βιβλίο του Λογοτεχνία και επιστήμη επιχειρώντας να βρει τους μεταξύ τους δεσμούς. Αυτό όμως ήταν πεποίθηση του Πόου που θεωρούσε πως λογοτεχνία και επιστήμη είναι ένα και το αυτό. Δεν δηλώνεται μόνο στο νεανικό του Σονέτο στην Επιστήμη, την οποίαν αποκαλεί «αληθινή κόρη του γερο-χρόνου, αληθινή τέχνη» αλλά και στο εκπληκτικό του κείμενο Εύρηκα (του οποίου τον τίτλο τον δανείζεται βέβαια από τον Αρχιμήδη), που είναι εν μέρει δοκίμιο, εν μέρει ποίημα κι εν μέρει διήγημα (ο ίδιος το χαρακτήρισε Ποίημα σε πρόζα), ένα κείμενο υβριδικό, γραμμένο σε μια εποχή που κάτι παρόμοιο θα έμοιαζε αδιανόητο.

Εδώ θα βρει κανείς πράγματα υπερβολικά, αλλά και θα μείνει έκπληκτος με την ιδέα του για το σύμπαν, που το είχε συλλάβει σαν ζωντανό οργανισμό ο οποίος διαστελλόταν και συστελλόταν, λες και ο συγγραφέας είχε συλλάβει την πολύ μεταγενέστερη κι επικρατούσα σήμερα θεωρία του big bang για τη γέννησή του.

 Μοντερνιστής, με τη σημασία που αποδίδουμε στη λέξη, δεν ήταν φυσικά ο Πόου. Ηταν όμως μοντέρνος, ή, ας το πω σωστότερα: πρωτοπόρος. Με αυτόν γεννήθηκαν η αστυνομική λογοτεχνία, το γκροτέσκο, το νουάρ, η επιστημονική φαντασία. Δεν υπήρξε θανατόφιλος, όπως πρόχειρα τον χαρακτήριζαν για πολλά χρόνια, ούτε βέβαια και «αυτοκτόνος», όπως ήταν ο Μποντλέρ, αλλά θεωρούσε τον θάνατο ως τον μόνο τρόπο να περάσει κανείς στην αθανασία. Αυτός ο ακραίος συγγραφέας ήταν ταυτοχρόνως κι ένας βαθύτατα πληγωμένος ορθολογιστής.

Το σπιτάκι στο Μπρονξ

Στα μέρη που πέρασε ο Πόου έχουν γίνει μουσεία και είναι εντυπωσιακό που τόσες αμερικανικές πόλεις διεκδικούν ένα μέρος της ζωής και του θρύλου του. Μπορεί στο Μανχάταν να μην υπάρχει το σπίτι όπου έγραψε το Κοράκι και το σημερινό κτίσμα στη θέση του να φαντάζει σαν «κενοτάφιο» – αλλά με παρόμοια κενοτάφια είναι γεμάτη η παγκόσμια λογοτεχνία. Ομως υπάρχει ανάλλαχτο το σπιτάκι στο Μπρονξ, όπου μετακόμισε με τη γυναίκα του Βιρτζίνια και τη μητέρα της Μαρία, γιατί τότε η περιοχή είχε καθαρό αέρα που θα βοηθούσε, πίστευε, τη Βιρτζίνια, η οποία έπασχε από φυματίωση, να θεραπευθεί. Είναι ένα σπιτάκι απέριττο και φτωχικό και διατηρείται όπως ήταν με τα λιγοστά του έπιπλα και το κρεβάτι όπου πέθανε η Βιρτζίνια στις 30 Ιανουαρίου του 1847.

Λάτρευε τις γάτες

Ο Πόου έζησε τον θάνατο σχεδόν όλων εκείνων που αγαπούσε. Μαζί με το σπίτι του στο Μπρονξ βρίσκεται σήμερα και το πάρκο Πόου. Εκεί έγραψε δύο από τα αγαπημένα μου ποιήματα: την Ουλαλούμ και την Ανναμπελ Λη. Μπορεί κανείς να φανταστεί τη σκηνή, όπου, καθώς λέγεται, όταν τα έγραφε στον ώμο του καθόταν η μαύρη γάτα του ονόματι Κατερίνα;

Ο Πόου λάτρευε τις γάτες. Σ’ ένα κείμενό του το λέει ο ίδιος: «Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου είναι κάτοχος μιας από τις πιο ξεχωριστές μαύρες γάτες στον κόσμο». Στο μουσείο Πόου στο Ρίτσμοντ πριν από κάμποσα χρόνια βρήκαν δυο μικρά μαύρα γατάκια στην αυλή κι έδωσαν στο ένα το όνομα του ποιητή (Εντγκαρ) και στο άλλο του πρωταγωνιστή, του φοβερού γάτου Πλούτωνα, στο διήγημά του «Ο μαύρος γάτος». Διοργάνωσαν μάλιστα και σχετική έκθεση. Χαριτολογώντας, θα έλεγε κανείς, με αρκετή δόση υπερβολής, πως αυτόν τον συγγραφέα, που κατά τον Μαρκ Τουέιν «δεν διαβάζεται», όχι μόνο τον διαβάζουν παντού και σήμερα αλλά και τον διεκδικούν τρεις πόλεις.

Πόου και Μπόρχες

Ο Μπόρχες λάτρευε τον Πόου και τον μελετούσε επί πολλά χρόνια. Τον ανέφερε σε 130 κείμενά του, για πρώτη φορά το 1923 και για τελευταία το 1986. Εκείνος τον επανέφερε στο προσκήνιο και τον καθιέρωσε ως μεγάλο συγγραφέα στον ισπανόφωνο κόσμο επιβεβαιώνοντας, θα έλεγα, τον αφορισμό του πως «κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προγόνους του». Κι ο τίτλος ενός ποιήματος του Αμερικανού «Ονειρο μέσα σε όνειρο» δεν μοιάζει, πρωθύστερα, ελαφρώς «μπορχεσιανός»;

Ο δυστυχής συγγραφέας του Κορακιού έφυγε από τη Νέα Υόρκη κι έζησε ξεχασμένος, ακόμη κι από τον εαυτό του, για άλλα δύο χρόνια. Τον βρήκαν σε ταβέρνα της Βαλτιμόρης σε άθλια κατάσταση, να μην επικοινωνεί με το περιβάλλον. Στο νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκε, τον κατέλαβε delirium tremens. Στις 6 Οκτωβρίου 1849 καλούσε, μέσα στο παραλήρημά του, τον εξερευνητή Ιερεμία Ρέινολντς, που τον ενέπνευσε να γράψει το αριστουργηματικό του μυθιστόρημα Οι περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ, να έλθει και να του σώσει τη ζωή. Πέθανε την επομένη «από θεούς κι ανθρώπους μισημένος», όπως λέει ο Καρυωτάκης. Ηταν μόνο 40 ετών.

Την επόμενη Κυριακή: Τολστόι και Γιασνάγια Παλιάνα.