Η κυρία Μακ Νιλ δεν εκπλήσσεται ακριβώς, δεδομένου ότι ήξερε τα πείσματα και τις παραξενιές της 17χρονης Γκρέιντι, όμως τώρα δεν μπορεί και να μην απορεί με τη στάση της μικρότερης κόρης της. Γιατί στην ευχή ήθελε να παραμείνει στη Νέα Υόρκη, ολομόναχη, για πρώτη φορά μάλιστα, μες στο κατακαλόκαιρο; «Είσαι μυστήριο, χρυσό μου» της λέει πολύ χαρακτηριστικά, όταν πια έχει καταστεί σαφές πως αυτό το «τρελοκόριτσο» δεν επρόκειτο να διασχίσει με το πλοίο τον Ατλαντικό, να ακολουθήσει τους γονείς της στην Ευρώπη, όπου και θα έκαναν τις διακοπές τους, στο εξοχικό τους στις Κάννες.
Η κυρία Μακ Νιλ, μαζί με τον Λαμόντ, τον χρηματιστή σύζυγό της, έναν «ισχυρό άντρα», αφήνουν πίσω στο πολυτελές διαμέρισμά τους στην Πέμπτη Λεωφόρο την Γκρέιντι, ανακουφισμένη και ορεξάτη. Η ίδια, πανέμορφη, λυγερόκορμη, με ολόξανθα «χρυσά μαλλιά», δεν συμμερίζεται καθόλου την αγωνία της μητέρας της για το φόρεμα που θα όφειλε να προτιμήσει, ως μια απαστράπτουσα ντεμπιτάντ, στην επικείμενη παρθενική της δημόσια εμφάνιση, στον πρώτο της χορό.
Truman Capote
Καλοκαιρινό ταξίδι
Μετάφραση Γιώργος Θ. Καράμπελας
Εκδόσεις Floral Books, 2021, σελ. 128,
τιμή 12,99 ευρώ
Η Γκρέιντι ήταν γενικώς «ανάποδη», αλλιώτικη, περισσότερο άτακτη παρά ανυπότακτη, και δεν φιλοδοξούσε να κερδίσει τον θαυμασμό της καλής κοινωνίας, «απλώς δεν είχε προσπαθήσει ποτέ, δεν είχε νιώσει ποτέ μέσα της πως είχε σημασία να αρέσεις», όχι όμως από κάποια αντιδραστικότητα όσο, μάλλον, από ένα είδος απάθειας που ταίριαζε στη «στοχαστική μελαγχολία» της.
Η Γκρέιντι, λοιπόν, βρίσκει ανέλπιστα την ησυχία της και σκοπεύει να την απολαύσει, να καπνίσει τα τσιγάρα της και να πιει τα ποτά της, να περιπλανηθεί με τα πόδια άγνωστη μεταξύ αγνώστων στο Μπρόντγουεϊ, να κυκλοφορήσει παντού με το αμάξι της, μια μπλε καμπριολέ Μπιούικ, και, κυρίως, να αντλήσει αδιατάρακτα όλη την ευχαρίστηση που της προσφερόταν, όχι μόνο μέσα από εκείνη την ασυνήθιστη γεύση ελευθερίας αλλά και μέσα από «κάτι προσωπικό, ένα μικρό απόρρητο», μια νέα γνωριμία που, ασφαλώς, δεν θα καταφέρει να κρατήσει κρυφή από τον μοναδικό της φίλο, τον Πίτερ Μπελ, με τον οποίο συχνάζει στα μοδάτα κλαμπ της αμερικανικής μεγαλούπολης.
Το πρώτο έργο μυθοπλασίας
Αυτή είναι η κεντρική ηρωίδα του Τρούμαν Καπότε στο Καλοκαιρινό ταξίδι (Summer Crossing) που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά σε μια νέα και άρτια μετάφραση. Η συγκεκριμένη νουβέλα θεωρείται σήμερα το πρώτο έργο μυθοπλασίας του μετέπειτα διάσημου αμερικανού συγγραφέα (Εν ψυχρώ, Πρόγευμα στο Τίφανις). Ξεκίνησε να τη συνθέτει στις αρχές της δεκαετίας του ’40, την περίοδο που εργαζόταν στο περιοδικό «The New Yorker» (ως κλητήρας, προτού απολυθεί από εκεί επειδή προσέβαλε άθελά του τον σπουδαίο ποιητή Ρόμπερτ Φροστ). Το κείμενο το επεξεργαζόταν για αρκετά χρόνια, αλλά δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας για όσο εκείνος ήταν ακόμη εν ζωή. Για πέντε δεκαετίες και πλέον το συγκεκριμένο χειρόγραφο (γραμμένο σε τέσσερα σχολικά τετράδια και εξήντα δύο πρόσθετες σελίδες με σημειώσεις, το οποίο φυλάσσεται στη Συλλογή Τρούμαν Καπότε της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης) δεν είχε εντοπιστεί στα κατάλοιπά του, όμως δεν είχε χαθεί ολότελα όπως αποδείχθηκε, ανακαλύφθηκε και εκδόθηκε εν τέλει στις ΗΠΑ το 2005.
Εχει πάντοτε ξεχωριστή αξία η επιστροφή στις δημιουργικές πηγές ενός λογοτέχνη. Ο ίδιος ο Καπότε έβλεπε το Καλοκαιρινό ταξίδι με αμφιθυμία. Αφενός, όντας αυστηρός με τον εαυτό του, λογάριαζε ότι μπορούσε και καλύτερα. Αφετέρου, ήταν πεπεισμένος ότι η ιστορία του παρουσίαζε υφολογικό ενδιαφέρον.
Κλασική αφήγηση ενηλικίωσης
Σε κάθε περίπτωση πάντως, διαβάζουμε μια ωραία, κλασική αφήγηση ενηλικίωσης, διαδραματιζόμενη στον απόηχο του B΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπου ο νεανικός έρωτας εξεικονίζεται παράφορα και οδυνηρά, σαν ένα παραισθησιογόνο χάος το οποίο προκαλείται από την υπερχείλιση αντίρροπων συναισθημάτων, ευφορικών και βασανιστικών, σε έναν σταθερό τόνο ωστόσο που είναι ρομαντικός και, συγχρόνως, τραγικός.
Η Γκρέιντι Μακ Νιλ, ενόσω το καλοκαίρι της προχωρεί, τρέφοντας απροσδιόριστες αλλά ισχυρές προσδοκίες για το μέλλον της, καταλαβαίνει ότι αδυνατεί να βγάλει από το μυαλό της τον παρκαδόρο Κλάιντ Μάνζερ, έναν 24χρονο νεαρό από το λαϊκό Μπρούκλιν που είχε γνωρίσει τον περασμένο Απρίλιο. Αυτός, ένα πολλά υποσχόμενο αστέρι του μπέιζμπολ που δεν κατάφερε να λάμψει ποτέ, ένα γοητευτικό αγόρι που είχε μεν «υποτροφία στο σχολείο του δρόμου» αλλά «δεν το είχε με τα λόγια», συγκλονίζει τον ήδη άστατο εσωτερικό της κόσμο.
Οι δυο τους θα εμπλακούν σε μια παράξενη σχέση, στο πλαίσιο της οποίας οι ποικίλες αποστάσεις που τους χωρίζουν (ψυχικές, πολιτισμικές, ταξικές) συμπυκνώνονται σε μια εκρηκτική εγγύτητα, για γερά νεύρα, παρά τα εξαιρετικά σύντομα ξέφωτα ανεμελιάς και ευτυχίας. Φανταστείτε, δηλαδή, τις άμυνες και τις ανασφάλειες να ναρκοθετούν όχι την έλξη, όχι τις συνευρέσεις, αλλά κάθε απόπειρα για μια πιο ουσιαστική επικοινωνία.
Η Γκρέιντι, εύθραυστη σε έναν βαθμό που ούτε η ίδια αντιλαμβάνεται πλήρως, παθιάζεται με τη σκληρότητα και την πηγαία θρασύτητα του Κλάιντ αλλά, παράλληλα, καταρρακώνεται από τη σιβυλλική του σιωπή και την προσποιητή του αδιαφορία. Κάποια στιγμή εντοπίζει μέσα στο αυτοκίνητό της (με το οποίο ο άλλος έκανε τις βόλτες του) μια πουντριέρα. «Η ταπείνωση ήταν μεγάλη, η ζήλια της μεγαλύτερη, δεν είχε λογική» γράφει ο Τρούμαν Καπότε, αποτυπώνοντας το ηλεκτρισμένο εκκρεμές μεταξύ θυμού και αυτολύπησης που, παραδόξως, ενώ διαβρώνει το κοινό κλίμα, την ίδια ώρα ατσαλώνει και τον δεσμό τους.
Ο Κλάιντ θα αποκαλύψει σταδιακά στην Γκρέιντι ότι, από τη μια μεριά, είναι Εβραίος και ότι, από την άλλη, έχει αρραβωνιαστεί με τη Ρεμπέκα, η οποία τον περίμενε να ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.
Η Γκρέιντι, μες στην αθωότητά της, με το «αίσθημα της προσωρινότητας» να τη διακατέχει, δεν είχε σκεφτεί ποτέ αν ήθελε ή όχι να παντρευτεί τον Κλάιντ. «Ηταν αλήθεια, αλλά μόνο επειδή το θεωρούσε πρόβλημα για μεγάλους: οι γάμοι συνέβαιναν μακριά στο μέλλον, όταν άρχιζε η γκρίζα και σοβαρή ζωή, και η δική της ήταν σίγουρη πως δεν είχε αρχίσει – αν και τώρα, βλέποντας τον εαυτό της σκούρο και χλωμό στον καθρέφτη, ήξερε πως κυλούσε ήδη εδώ και πολύ καιρό».
Η ιστορία αυτή εξελίσσεται απροσδόκητα εν μέσω ενός φοβερού καύσωνα. Οι ανατροπές της είναι, βεβαίως, μελοδραματικές. Αλλά το τέλος είναι δυνατό, πάνω στη Γέφυρα Κουίνσμπορο, με μια πεταλούδα κλεισμένη σε ένα σακουλάκι από μέντες, με ένα γέλιο ξεκαρδιστικό να καλύπτει τη μοίρα ολωνών.