Η φωτιά στη Βόρεια Εύβοια, η οποία υπολογίζεται να έχει κάψει στο πέρασμά της περισσότερα από 600.000 στρέμματα αλλά και δεκάδες σπίτια και επιχειρήσεις, είναι η τρίτη αλλά κατά πολύ μεγαλύτερη σε έκταση πυρκαγιά μετά από αυτές του 1977 και του 1990.
Το γεγονός δε αυτό, όπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Κούτσιας, αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Πληροφορικής, Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών στο τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Πατρών, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη φωτιά που έκαιγε μέχρι και προχθες την περιοχή.
Συνδυασμός παραγόντων
Στο ερώτημα «γιατί κάηκε η Βόρεια Εύβοια;», η απάντηση περιέχει, όπως εξηγεί ο κ. Κούτσιας, έναν συνδυασμό παραγόντων. Το 1977 η φωτιά που εκδηλώθηκε περίπου στην ίδια περιοχή έκαψε συνολικά 97.000 στρέμματα.
Η επόμενη μεγάλη πυρκαγιά εκδηλώθηκε πριν από 21 χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον καθηγητή, να έχουμε συσσωρευμένη βιομάζα, η οποία σε συνδυασμό με την ελλιπή διαχείριση των δασών συνέβαλε στην καταστροφική πορεία της πυρκαγιάς.
«Η έναρξη της πυρκαγιάς, η διαχείρισή της τις κρίσιμες ώρες που αυτή έκαιγε, οι περιβαλλοντικές συνθήκες, με τις εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και η εγκατάλειψη των δασών θα μπορούσαμε να πούμε πως έδρασαν σε συνέργεια, δημιουργώντας «ιδανικές» συνθήκες για την εξάπλωσή της.
Μάλιστα, σε ό,τι αφορά την εγκατάλειψη του δάσους, βλέπουμε πως από τη δεκαετία του ’70 ο άνθρωπος εγκαταλείπει τις αγροτικές και δασικές περιοχές και τις εργασίες που έκανε σε αυτές, με αποτέλεσμα να έχουμε συσσώρευση βιομάζας και καύσιμης ύλης. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με τις δασικές πυρκαγιές ολόκληρης της Μεσογείου» σημειώνει.
Το στοίχημα
Το στοίχημα κερδίζεται ή χάνεται στην πρόληψη και όχι στην καταστολή, υπογραμμίζει ο καθηγητής, ο οποίος προσθέτει πως στις μέρες μας έχουμε σύμμαχο την τεχνολογία, την οποία θα πρέπει να αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο και σε πολλά επίπεδα.
«Δυστυχώς, για παράδειγμα, την τηλεπισκόπηση τη χρησιμοποιούμε κυρίως για τη χαρτογράφηση, προκειμένου να κάνουμε μια εκτίμηση του μεγέθους της φωτιάς. Κι όμως, μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε τόσο στη μετά την πυρκαγιά κατάσταση – χαρτογράφηση, εκτίμηση σφοδρότητας, παρακολούθηση της εξέλιξης και διαδοχής της βλάστησης κ.λπ. – όσο και στην προ πυρκαγιάς κατάσταση και για θέματα που σχετίζονται με την πρόληψη, όπως είναι για παράδειγμα η κατάσταση της βλάστησης, η περιεχόμενη υγρασία, η εκτίμηση επικινδυνότητας».
Υπάρχουν παραδείγματα χωρών, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, που χρησιμοποιούν δεδομένα από επίγεια και δορυφορικά συστήματα σε επιχειρησιακό επίπεδο για την πρόληψη και αντιμετώπιση των πυρκαγιών.
Ενδεικτικό των μέσων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον τομέα της πρόληψης και όχι μόνο είναι οι χάρτες του πρόσφατου ιστορικού των πυρκαγιών.
«Μπορούν να συνεισφέρουν στη διαχείριση των πυρκαγιών και να αποτελέσουν ένα από τα εργαλεία ιδιαίτερα στην πρόληψη των πυρκαγιών, μια και έχουμε εικόνα για δύο πράγματα: πρώτον πού εκδηλώνονται ιστορικά οι πυρκαγιές και άρα γνωρίζουμε τις περιοχές που καίγονται, όπως επίσης και ποιες περιοχές δεν έχουν καεί ή τον χρόνο από την τελευταία πυρκαγιά, οπότε έχουμε εικόνα για τη συσσώρευση της καύσιμης ύλης, ώστε να εκτιμήσουμε την επικινδυνότητα τουλάχιστον ως προς την παράμετρο «καύσιμη ύλη»».
Αξίζει να σημειωθεί πως όταν μιλάμε για επικινδυνότητα ενός φαινομένου, όπως η φωτιά, θα πρέπει, σύμφωνα με τους επιστήμονες, να έχουμε κατά νου τρεις παράγοντες: «Το φυσικό γεγονός καθαυτό, το πόσο εκτιθέμεθα στον κίνδυνο, εάν δηλαδή είμαστε κοντά σε μια τέτοια καταστροφή, και κατά πόσο είμαστε ευάλωτοι στον κίνδυνο».