Προχωρημένος Ιούλιος, 2021. Ήταν μια ώρα μεταιχμιακή, μεταξύ ημέρας και νύχτας. Ο ήλιος έγερνε σιγά σιγά στα Χανιά, το φως του διαχεόταν παντού και ρόδιζε την ωχρή πέτρα στο Φρούριο Φιρκά, στο ενετικό λιμάνι της πόλης. Στο βάθος, πέρα από τα τείχη, ανοιγόταν η θάλασσα, κι ακουγόταν καθαρά το ψιθύρισμα των κυμάτων. Ο εμβληματικός αυτός χώρος, ανεπαισθήτως, είχε μετατραπεί σε σκηνή, μια σκηνή σχεδόν μεταφυσική. Καρέκλες ήταν διάσπαρτες εδώ κι εκεί, καρέκλες αλλόκοτες, καρέκλες φορτωμένες με άλλα αντικείμενα καθημερινά (ένα φτυάρι, ένα κλουβί, μια ανθοδέσμη κ.ά.), καρέκλες αμφίσημες και χρυσαφένιες, που αστράφταν και ιρίδιζαν μέσα στα μάτια των θεατών.
Πέντε ηθοποιοί, δύο γυναίκες και τρεις άντρες, ντυμένοι με διαφορετικές αλλά ταιριαστές μονοχρωμίες, περιεργάζονταν για ώρα εκείνες τις καρέκλες, κατά μόνας, σαν να επιδίδονταν σε έναν βουβό αλλά έντονο διάλογο με τα ίδια τα πράγματα, κι ύστερα όλοι μαζί συσπειρώθηκαν προς το κέντρο, κοντά σε μια θολωτή πύλη, ένα πέρασμα το οποίο ενέτεινε την εντύπωση, ενόσω το δειλινό προχωρούσε, ότι ο χρόνος επρόκειτο να αλλάξει, να γίνει επικός. Και τότε, μέσα από μια χοάνη φωνών, συνωθούμενων και μάλλον αμφίβολων, επαναληπτικών και σπασμωδικών, υψώνεται μία και μας εγκαθιστά στην επικράτεια του μύθου. «Τραγούδα το θυμό, θεά, του γόνου του Πηλέα,/ τον ερημοκατάρατο, που μπήκε τ’ Αχιλλέα […]». Ομήρου Ιλιάδα, ραψωδία Α, σε μετάφραση Γεωργίου Ψυχουντάκη.
Εν προκειμένω, ο θεματικός τίτλος «Λοιμός (επιδημία) – Μῆνις (οργή)», πρόταση κι αυτός των Αλεξανδρινών γραμματικών, περιγράφει με σαφήνεια τα γεγονότα που ήδη παρακολουθούμε. «Στον δέκατο χρόνο του τρωικού πολέμου ξεσπά άγριος γυναικοκαβγάς ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα, επειδή ο Αγαμέμνων επιμένει να του πάρει τη Βρισηίδα (νόμιμο γέρας από προηγούμενη επίθεση στα περίχωρα της Τρωάδας), σε αντικατάσταση της αιχμάλωτης Χρυσηίδας, την οποία ο αρχηγός του στρατού υποχρεώνεται να την επιστρέψει στον ιερέα πατέρα της. Έτσι προκύπτει η οὐλομένη μῆνις του Αχιλλέα, που θα κρατήσει τον πρωτεύοντα ήρωα εκτός μάχης δεκαοχτώ ολόκληρες ραψωδίες» συνοψίζει κάπου ο Δ.Ν. Μαρωνίτης.
Ο δύσμοιρος Χρύσης, λοιπόν, ο οποίος πήγε και με λύτρα ως αντάλλαγμα ζήτησε πίσω την κόρη του, αποδιωγμένος βάναυσα από τον Αγαμέμνονα, προσφεύγει στον εκηβόλο προστάτη του, τον θεό Απόλλωνα, «ξετέλειωσέ μου την ευκή, κι οι Δαναοί να σώσουν,/ με βέλη σου τα δάκρυά μου και κάμε να πληρώσουν». Και πράγματι, έτσι συμβαίνει. «Είπε∙ κι’ Απόλλων την ευκή γροικά, και ξοργισμένος/ από του Ολύμπου τις κορφές κατέβη αρματωμένος/ με τόξο, και με σιόκλειστη φαρέτρα στο πλευρό του./ Κι ως εκινήθη, εβρόντηξαν τα βέλη στο θυμό του,/ και πηαίνοντας, μαύρης νυχτιάς σκοτεινιασμένης μοιάζει./ Κι έκατσε στ’ άρμενα κοντά, το βέλος του τινάζει/ κι άγρια το δοξάρι του τ’ ολάργυρο σφυρίζει,/ και σκύλους ασπρολάμπερους, μουλάρια, και θερίζει/ πλιά πρώτα, μα γυρνά μετά στους καστροπολεμίτες/ κι ετίναξε φαρμακερές επάνω τους σαΐτες,/ και συνεχώς τις νεκρικές άφταν φωτιές οπού ’σαν./ Τα θεία βέλη το στρατό μέρες εννιά χτυπούσαν […]». Από εκεί και πέρα, με επίκεντρο τη διαμάχη ανάμεσα στον ξιπασμένο Αγαμέμνονα και τον εξοργισμένο Αχιλλέα, θνητοί και θεοί, από τα πολεμικά πλοία στη θάλασσα ίσαμε με τα βουνά του Ολύμπου, πασχίζουν να διαχειριστούν τις συνέπειες που σπέρνει η σκοτεινή έριδα, δηλαδή τις επιπτώσεις του κακού λοιμού, του κακού θανατικού…
Η παράσταση αυτή, η θεατρική μεταφορά της πρώτης ραψωδίας της Ιλιάδας, σε μετάφραση (πηγαία, θαυμάσια απογείωση του κρητικού ιδιώματος) του Γεωργίου Ψυχουντάκη και σε σκηνοθεσία (απέριττη, σεβαστική, αγαπητική προς το κείμενο) του Δημήτρη Λιόλιου, έκανε πρεμιέρα στις 24 Ιουλίου (και παίχτηκε συνολικά τρεις φορές, στις 25 και 26 Ιουλίου επίσης), στο πλαίσιο των πολιτιστικών δράσεων του Φεστιβάλ «Ανοιχτά Πανιά» του Δήμου Χανίων και της ΚΕΠΕΔΗΧ-ΚΑΜ σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Κρήτης. Βρεθήκαμε εκεί και, τύχη αγαθή, παρακολουθήσαμε την παράσταση.
Είχε μια απροσποίητη φυσικότητα το εγχείρημα, τίποτα το πομπώδες και, κυρίως, μια ουσία απαλλαγμένη από τον (δικαιολογημένο ίσως) φόβο που γεννά η αναμέτρηση με ένα μνημείο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο νεαρός σκηνοθέτης πάντως, έχοντας συλλάβει τον δραματικό χαρακτήρα της Ιλιάδας (γιατί το άλλο ομηρικό έπος, η Οδύσσεια, είναι πιο διηγητική) και συντονίζοντας μια ομάδα εξαιρετικά ταλαντούχων ηθοποιών, οι οποίοι λειτούργησαν με λελογισμένη αυτονομία αλλά και ως αρραγές σύνολο, παρουσίασε κάτι που, ευχής έργον θα ήταν, να το έβλεπαν όχι μόνο στην υπόλοιπη Κρήτη, μα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Διότι, δίχως αμφιβολία, τον Ψυχουντάκη (υπήρξε ένας άνθρωπος με μυθιστορηματικό βίο, απλός βοσκός, θαρραλέος αντιστασιακός, δεινός και εμπνευσμένος μεταφραστής που ύφανε τη ρίμα μοναδικά πάνω στο ομηρικό πρωτότυπο, το έδεσε με τη μαντινάδα και το ριζίτικο, θαυμαστής του οποίου υπήρξε και ο χαλκέντερος Στυλιανός Αλεξίου) θα τον καταλάβουν όλοι, θα τους συγκινήσει όλους ο Ψυχουντάκης.
Κι αυτό το κατέστησε φανερό ο σκηνοθέτης, αφαιρώντας από το κείμενο το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της κρητικής ντοπιολαλιάς (μια φαινομενικά παράδοξη επιλογή που όμως τον δικαίωσε), αναδεικνύοντας έτσι, απογυμνωμένα θα λέγαμε, τη δύναμη και τον πλούτο του ιδιώματος, που είναι μεν ιδίωμα αλλά, μην ξεχνάμε, ελληνικό ιδίωμα. Και τι άλλο έκανε ο σκηνοθέτης; Ακτινογράφησε προσεκτικά την επική αφήγηση, αποδίδοντας, αφενός, τα πολλά διαλογικά της μέρη σε ερμηνευτές που κλήθηκαν ο καθένας ξεχωριστά να εναλλάσσεται σε διαφορετικούς ρόλους (λ.χ. μια γυναίκα να είναι και Αγαμέμνονας, ένας άντρας να είναι και Θέτιδα) και δημιουργώντας, αφετέρου, την παράξενη (αλλά ενδιαφέρουσα) συνθήκη ενός χορού (μέσα στην ιλιδιακή ροή) ο οποίος φάνταζε «πειραγμένος», κατακερματισμένος και πολυφωνικός (με τη στενή έννοια, όχι μία και ενιαία φωνή, αλλά πολλές και ευμετάβλητες, να εισδύουν απρόβλεπτα η μία στην άλλη, να ταυτίζονται και να συγκρούονται).
Οι ηθοποιοί, ο Βαγγέλης Αμπατζής (με την ήρεμη στιβαρότητά του, υπενθύμιζε συνεχώς την αφηγηματικότητα του έπους), η Ελένη Κουταλώνη (δύσκολα ξεχνά κανείς την εντυπωσιακή συστροφή των χαρακτηριστικών του προσώπου της), ο Σταύρος Λιλικάκης (ένας ηθοποιός ρυθμιστής του αισθήματος, που διαθέτει και μια στοχαστική εσωτερικότητα), ο Γιάννης Χαρκοφτάκης (εύπλαστη παρουσία, με ισορροπία ακριβείας αλλά και μεταμορφωτικές ικανότητες επί σκηνής) και η Αναστασία Χατζάρα (απέδειξε ότι η γκάμα, η υποκριτική ευελιξία είναι μια κρίσιμη υπόθεση), εκτέλεσαν τα καθήκοντά τους με τις προβλεπόμενες ατομικές διαβαθμίσεις αλλά και πειστικό συλλογικό πάθος.
Σε κάποιες δραματουργικές κορυφώσεις δε, η παράσταση γέννησε γνήσιο κλονισμό, όπως τη στιγμή που ο Αχιλλέας (και οι πέντε ηθοποιοί παρατεταγμένοι, να προχωρούν σε μια σειρά στρατιωτικής εμπνεύσεως, με υψωμένες στα χέρια τις καρέκλες, που πλέον δεν ήταν καρέκλες αλλά αναβαπτισμένα όπλα, να βρίσκονται μια ανάσα από τους θεατές και να κινούνται μεθοδικά, απειλητικά) απελευθερώνει τον απροσμέτρητο θυμό (και συνάμα το παράπονό) του προς τον Αγαμέμνονα. «Οφού, πώς η ξαδιαντροπιά πατόκορφα σε λούει,/ συφερονούση, τσ’ Αχαιούς είναι κανείς να λάχει/ τα λόγια σου να εμπιστευτεί, να σ’ ακλουθά σε μάχη,/ να ’ρθει μαζί σου να ριχτεί εις τους εχθρούς μ’ ανδρεία; […] Για χάρην εδική σου/ ήρθαμεν, αξαδιάντροπε, μόνον, και την τιμή σου,/ και να χαρείς το πώς εμείς τους Τρώες πολεμούμε,/ γδίκηση του Μενέλαου να πάρομε ζητούμε/ κι εσένα, που σας έβαλαν τη μουζουδιά στη μούρη./ Μα τούτα εσύ δεν τα ψηφάς καθόλου, σκυλομούρη,/ και λες ατός σου πως θα ’ρθεις να πάρεις, και ζητάς μου/ το λάφυρο που πλερωμή μου δώσανε τσ’ αντρειάς μου/ οι γι’ Αχαιοί, κι εκόπιασα πολύ να τ’ αποχτήσω./ Εγώ δεν πήρα λάφυρο ποτές με εσέναν ίσο».
Ακόμη κι αν προσπεράσουμε τις προφανείς συνδέσεις του ομηρικού «λοιμού» με την τρέχουσα πανδημία (ναι, μπορεί κανείς να το δει κι έτσι ενδεχομένως), δεν γίνεται να μη σταθούμε σε κάποιες διαχρονικές σταθερές, τη διαλυτική φύση της «εμφύλιας» έχθρας που λανθάνει ή εκρήγνυται σε καιρούς κρίσης ή τις ποικίλες αντιδράσεις που προκαλεί μια μεγάλη (και ενίοτε ανεξέλεγκτη) κοινή συμφορά. Στην παράσταση αυτή πάντως, σχολιάστηκε με σοβαρότητα (όχι μόνο καλλιτεχνική αλλά και πολιτική) η επικαιρότητα των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, στο σημείο εκείνο όπου ο Δίας (ύποπτος, υποτίθεται ότι συμπαθεί περισσότερο τους Τρώες, και ετοιμάζεται ακριβώς να τους συντρέξει, να κάνει τη χάρη στη Θέτιδα, τη μητέρα του ατιμασμένου Αχιλλέα), ο Δίας λοιπόν, σφόδρα ενοχλημένος από τα λόγια της τετραπέρατης Ήρας (που συμπαθεί περισσότερο τους Αχαιούς αλλά γνωρίζει και τα καθέκαστα), φτάνει στα πρόθυρα της βίας. «Δαιμονισμένη, όλο θαρρείς. Δεν σου ξεφεύγει πράμα./ Όμως χαημένοι οι κόποι σου βγαίνουν, και μόνον ένα/ πλιά της καρδιάς μου πας μακριά, χειρότερο για σένα∙/ κι αν όπως τα ’πες, κι ίδια ετσά τα πράματα γινήκα,/ ετσά μ’ αρέσει, μη μιλείς. Κάθου, τα λέω γροίκα,/ αυτού μην έρθω και γενεί, τα χέρια μου σηκώσω/ τ’ ανίκητα, κι απάνω σου γυρίσω και σ’ τη δώσω,/ για δεν σε σώζουν οι θεοί τ’ Ολύμπου, που ’ναι γύρα». Μετά από αυτό, είδαμε τους ηθοποιούς να ακινητούν, να βγαίνουν από τους ρόλους τους, να στρέφονται με έντρομη αμηχανία προς τους θεατές και να τους κοιτούν κατάματα για κάμποσα αργόσυρτα, συμβολικά δευτερόλεπτα, σαν να διερευνούσαν τη δική τους στάση απέναντι στο επίμαχο συμβάν…
Προς το τέλος, της πρώτης ραψωδίας μα και του ίδιου του έργου, καθώς το φως αποσυρόταν, καθώς η νύχτα πύκνωνε, αναδύθηκε η φωνή του Ανωγειανού Γιάγκου Χαιρέτη, ο οποίος συνέθεσε την πρωτότυπη μουσική για την παράσταση, ένα αισθαντικό μείγμα της κρητικής παράδοσης και ορισμένων πιο σύγχρονων, εναλλακτικών ήχων. Κι έχοντας καλοσυνοδέψει τους υπόλοιπους επί σκηνής, με όργανα ζωντανά (λύρα, λαούτο, μαντολίνο), πήρε να τραγουδάει, μέσα σε ένα κλίμα σχεδόν κατανυκτικό για τους θεατές, τους τελευταίους στίχους. «Του ήλιου σαν βασίλεψαν οι λαμπερές ακτίνες,/ όλοι για τα παλάτια τους να κοιμηθούν επηαίνα,/ π’ ο ξακουσμένος Ήφαιστος τά ’χε τεχνουργημένα/ με το σοφό του το μυαλό. Κι αστραφτορρίχτης παίρνει/ Δίας Ολύμπιος, κι αυτός να κοιμηθεί και σέρνει,/ κει πάντα που ’παιρνε γλυκόν ύπνον την κλίνη εβρήκε./ Δίπλα του κι η χρυσόθρονη Ήρα κι εκείνη εβγήκε».
Μέτρον άριστον, κοντολογίς. Μια ανέλπιστα όμορφη παράσταση. Ας γίνει κι αυτό. Ας τη δουν κι άλλοι πολλοί. Ας μετακινηθεί μια πρωτότυπη παραγωγή της περιφέρειας, νεανικής ορμής και άρτιου επαγγελματισμού, προς το κέντρο πάντοτε, το πολύπαθο κέντρο.
* Σημείωση: Η κεντρική φωτογραφία, την οποία βλέπετε σε δύο περιπτώσεις, είναι του Παναγιώτη Καφούσια. Οι υπόλοιπες, τα πορτρέτα των ηθοποιών, ανήκουν στην Εβίτα Σκουρλέτη, όπως σημειώνεται και παρακάτω.
Ταυτότητα Παράστασης:
Ομήρου Ιλιάδα | Ραψωδία A – Λοιμός (επιδημία) & Μῆνις (οργή)
Μετάφραση: Γεώργιος Ψυχουντάκης («Ομήρου Ιλιάδα», 1995, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Δραματουργία – Σκηνοθεσία: Δημήτρης Λιόλιος
Σκηνογραφία – Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου
Επιμέλεια κίνησης: Γιάννης Νικολαΐδης
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Γιάγκος Χαιρέτης
Σχεδιασμός φωτισμών: Δημήτρης Μπαλτάς
Καλλιτεχνικός συνεργάτης – Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Καφούσιας
Σύμβουλος δραματουργίας: Γιάννης Κοκολάκης
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Γραφιστική ανάπτυξη: Κωνσταντίνος Αργυρίου
Διεύθυνση παραγωγής: d.l.p.
Οργάνωση – Παραγωγή: Δήμος Χανίων / ΚΕΠΕΔΗΧ-ΚΑΜ | Σε συνδιοργάνωση με την Περιφέρεια Κρήτης | Με την υποστήριξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων
Ηθοποιοί (αλφαβητικά): Βαγγέλης Αμπατζής, Ελένη Κουταλώνη, Σταύρος Λιλικάκης, Γιάννης Χαρκοφτάκης, Αναστασία Χατζάρα
Μουσικός επί σκηνής: Γιάγκος Χαιρέτης
Περισσότερες Πληροφορίες:
Website: www.homersiliad.info
Facebook Page: https://www.facebook.com/homers.1liad
Instagram: https://www.instagram.com/homers.1liad/