Πόλεμος. Μάχη απέναντι στη μανία της πυρκαγιάς. Αγώνας να προστατευθεί το δάσος που είναι η ζωή αυτού του τόπου. Οι κάτοικοι της βόρειας Εύβοιας πάλεψαν επί μέρες να σώσουν τη ζωή τους. Δεν ξέρω αν τα κατάφεραν. Κάποια χωριά άντεξαν. Δεν υπήρξαν νεκροί. Αλλά το δάσος που ήταν αυτό που έφερνε το ψωμί στο τραπέζι κάθε μέρα στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων αυτών καταστράφηκε ολοσχερώς. Και θα κάνει δεκαετίες να αποκατασταθεί. Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος η πολιτεία να στηρίξει τους ανθρώπους αυτούς. Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να μην ερημώσουν τα χωριά. Στην Εύβοια τα χωριά σώθηκαν όταν οι κάτοικοι αποφάσισαν να αμφισβητήσουν τη λογική και αρνήθηκαν να υπακούσουν στις εντολές εκκένωσης. Αυτή η αμφισβήτηση της λογικής που την επόμενη μέρα επιβάλλει τη φυγή για αναζήτηση εργασίας, ίσως σώσει τον τόπο από την ερήμωση.
Τα ερωτηματικά στην Εύβοια παραμένουν δεκάδες. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν ίσως έχουν απόλυτη λογική για όσους παρακολούθησαν τις εξελίξεις από την τηλεόραση σαν ταινία τρόμου. Η «επιλογή» που έπρεπε να γίνει με βάση αποκλειστικά και μόνο τον κυνισμό των αριθμών που έδειξαν πόσα διαθέσιμα μέσα υπήρχαν απέναντι σε εκατοντάδες μέτωπα πυρκαγιάς, μπορεί να είναι ρεαλιστική όταν κανείς κοιτάζει τη «μεγάλη εικόνα». Όχι όμως και σε αυτόν που βλέπει αυτή την «επιλογή» να αφήνει να καεί η δική του ζωή. Ρεαλιστικά οι δυνάμεις της πυροσβεστικής δεν επαρκούσαν να ανταποκριθούν σε ότι συνέβη τις τελευταίες μέρες στη χώρα. Για αυτόν όμως που βλέπει το βιός του να χάνεται, το δάσος του να καίγεται και τη φωτιά να σβήνει στη θάλασσα, αυτή η «ρεαλιστική επιλογή» δεν είναι αποδεκτή. Ούτε καν η επιστημονική εξήγηση που έκανε την κατάσταση να ξεφύγει από κάθε προηγούμενο δεν είναι αρκετή.
Η οργή ξεχειλίζει στην Εύβοια. Ακόμα και αν δεν πέθαναν άνθρωποι, ακόμα και αν κάποια σπίτια σώθηκαν. Η μάχη ήταν άνιση και οι κάτοικοι την έδωσαν μόνοι τους. Ενάντια σε κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης. Δεν ήμουν από αυτούς που πίστευαν στις αντοχές των ανθρώπων και το πείσμα. Διαψεύστηκα. Όταν άκουσα πρώτη φορά το δήμαρχο Ιστιαίας – Αιδηψού, Γιάννη Κοντζιά να λέει ότι οι άνθρωποι της περιοχής ξέρουν από πυρκαγιές και έχουν μάθει να τις αντιμετωπίζουν καλύτερα από τον καθένα, ένιωσα ότι μιλάει ο πολιτικός που θέλει να καλύψει τις αδυναμίες του συστήματος. Όταν έφτασα εκεί κατάλαβα πόσο δίκιο είχε. Μόνο όταν έφτασα εκεί κατάλαβα ότι δεν κάλυπτε αλλά αποκάλυπτε τη γύμνια του συστήματος. Εκεί που τα αγροτικά με βυτία του μισού τόνου γίνονταν πυροσβεστικά. Εκεί που οι ηλικιωμένοι ήταν στα κεραμίδια και τις ταράτσες με τα λάστιχα, όσο είχαν νερό τα σπίτια να καταβρέχουν. Εκεί που όσοι είχαν δυνάμεις και ήξεραν το δάσος ήταν στην πρώτη γραμμή μίας άνισης μάχης. Εκεί που η φωτιά πλησίαζε στα 100 μέτρα και ομάδες πέντε – δέκα ανθρώπων από κάτω έκοβαν δέντρα 20 και 30 μέτρων για να την περιορίσουν όσο μπορούσαν. Εκεί που όταν έφτασαν οι πυροσβέστες είχαν ανάγκη τους κατοίκους να τους οδηγήσουν στη φωτιά. Εκεί που οι νέοι έκαναν όπλο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ήξεραν ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει και πού. Εκεί που ο κόσμος οργανώθηκε για να σώσει τη ζωή του. Την ανάσα του. Με λάστιχα, με κουβάδες, με βυτία, με κλαριά. Με τα ίδια τους τα χέρια.
Η νύχτα γινόταν μέρα στα χωριά και για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εμπρησμού με τους κατοίκους να κάνουν μπλόκα και να αναζητούν στο σκοτάδι κάτω από τις μάσκες την ταυτότητα κάθε περαστικού, αλλά και με τα αυτοκίνητα να κινούνται ασταμάτητα στους δρόμους των χωριών, σαρώνοντας την περιοχή.
Οι κάτοικοι στην Εύβοια είναι οργισμένοι. Το πρωτοσέλιδο από το αρχείο των «ΝΕΩΝ» για τις πυρκαγιές του 1977 γίνεται viral. Και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ωστόσο η πραγματικότητα του 2021 μετά από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης, αλλά και την πανδημία, είναι πολύ πιο σύνθετη από αυτή των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Τότε που η περιοχή είχε εργοστάσια και οι αγρότες περίμεναν και επιδοτήσεις, άρα οι εναλλακτικές ήταν ορατές.
Ναι, η προτεραιοποίηση είναι ανθρώπινη ζωή, περιουσίες και δυστυχώς το περιβάλλον τελευταίο. Στο 2021 το δάσος είναι – ή καλύτερα ήταν – η «βαριά βιομηχανία» της βόρειας Εύβοιας. Και η ανάγκη να αναγεννηθεί είναι επιτακτική. Για να μην ερημώσει ο τόπος. Για να μην έχουμε μία νέα γενιά προσφύγων στην ίδια τους την πατρίδα που θα αναζητήσει καταφύγιο σε πόλεις που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν. Αφήνοντας τον τόπο τους να ερημώσει.
Η εικόνα της απόλυτης καταστροφής γίνεται αντιληπτή σε όποιον αποφασίσει να γυρίσει από την βόρεια Εύβοια στην Αθήνα οδικώς. Η γη συνεχίζει να βγάζει καπνούς. Τα κουφάρια των δέντρων στέκονται για χιλιόμετρα, αποδεικτικά στοιχεία του εγκλήματος. Και η μυρωδιά του καμένου σε αποπροσανατολίζει. Και η κόλαση μοιάζει πιο κοντά από ποτέ.