H ιστορία της ξεκινάει από τα βάθη της Ρωσίας, συγκεκριμένα από το Καζάν του Ταταρστάν. Εκεί γεννήθηκε η Αΐντα Γκαριφούλινα, το 1987, από οικογένεια Τατάρων. Από εκεί ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι προς τη διεθνή αναγνώριση, το οποίο την έφερε να τραγουδάει στην Οπερα των Παρισίων και στην Κρατική Οπερα της Βιέννης, να συνοδεύει στις συναυλίες του τον Αντρέα Μποτσέλι αλλά και να ανοίγει το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, το 2018 στη Μόσχα, χέρι-χέρι με τον Ρόμπι Γουίλιαμς. Η 33χρονη ρωσίδα υψίφωνος κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις. Πρώτα-πρώτα επειδή είναι μια ιδιαίτερα όμορφη και λαμπερή γυναίκα. Την εποχή της εικόνας, και στον χώρο της όπερας μια κοπέλα με την εμφάνισή της αποκτά εύκολο προβάδισμα. Ομως η Γκαριφούλινα διαθέτει και γοητευτική φωνή, μια φωνή με ιδιαίτερο μέταλλο και λάμψη, η οποία έχει κατά διαστήματα τραβήξει την προσοχή σημαντικών καλλιτεχνών, όπως ο μαέστρος Βαλέρι Γκεργκίεφ που την είχε καλέσει να τραγουδήσει στο θέατρο Μαριίνσκι, ο σκηνοθέτης Γκράχαμ Βικ που τη διάλεξε για να πρωταγωνιστεί σε μια επιτυχημένη παραγωγή τού «Πόλεμος και Ειρήνη» του Προκόφιεφ και ο Πλάθιντο Ντομίνγκο που την ανέβασε στη σκηνή για να τον συνοδεύσει στα ρεσιτάλ του. Μέσα σε όλα, η εταιρεία DECCA της έκανε συμβόλαιο και κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό ρεσιτάλ της και ο Στίβεν Φρίαρς τη σκηνοθέτησε ως μυθική κολορατούρα σοπράνο Λίλι Πονς στην ταινία «Florence Foster Jenkins» (2016) με πρωταγωνίστρια τη Μέριλ Στριπ – όπου η Γκαριφούλινα τραγουδούσε (σε πιο χαμηλή, είναι η αλήθεια, τονικότητα από εκείνη του πρωτοτύπου) την περίφημη άρια της «Λακμέ» του Ντελίμπ. Μέσα σε όλα, η διάσημη υψίφωνος έγινε και μητέρα: Το 2016 απέκτησε μία κόρη, την Ολίβια, την οποία μεγαλώνει μόνη, χωρίς να έχει αποκαλύψει, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, το όνομα του πατέρα. Προσθέτοντας έτσι και λίγο μυστήριο στην ιστορία της ζωής της, μια ιστορία που διηγήθηκε και στο ΒΗΜΑgazino ξεκινώντας από την εποχή που, μικρό παιδί ακόμα, πάτησε για πρώτη φορά το πόδι της στη σκηνή.
Εργαζόμενο κορίτσι
«Μου άρεσε από τότε που ήμουν πολύ-πολύ μικρή να τραγουδάω» λέει, «και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η μητέρα μου ήταν μουσικός, διευθύντρια χορωδίας, οπότε γεννήθηκα μέσα σε καλλιτεχνικό περιβάλλον. Αυτή ήταν η πρώτη δασκάλα μου, αυτή παραμένει ακόμα και σήμερα μέντορας, συμπαραστάτρια και πολύτιμη βοηθός μου. Οπως παραμένει και η πιο ουσιαστική κριτής της δουλειάς μου». Η Αΐντα ήταν μόλις πέντε ετών όταν τραγούδησε μπροστά στο κοινό, και όπως φαίνεται εκείνη η εμπειρία ήταν τόσο δυνατή που καθόρισε όλη τη ζωή της. «Οι παιδικές αναμνήσεις μου από το Καζάν είναι πολύ φωτεινές και λαμπερές και ανοιχτόκαρδες» θυμάται σήμερα, προφταίνοντας την εύλογη ερώτησή μου: Δεν είναι σκληρό για ένα τόσο μικρό παιδί να εργάζεται, και μάλιστα σε έναν χώρο τόσο ανταγωνιστικό όσο αυτός της μουσικής; «Εκανα εκείνο που μου άρεσε περισσότερο από όλα! Την εποχή που τα άλλα παιδιά έπαιζαν, εγώ έπαιζα σε παραστάσεις και συμμετείχα σε διαγωνισμούς τραγουδιού για παιδιά. Ημουν ένα κορίτσι που δούλευε πολύ, που δούλευε σκληρά, αλλά και που αγαπούσε ειλικρινά αυτό που έκανε. Ετσι, μεγαλώνοντας, δεν θα μπορούσα παρά να συνεχίσω να ασχολούμαι με τη μουσική και το τραγούδι. Πάντα με την υποστήριξη των γονιών μου, οι οποίοι πίστεψαν από την αρχή σε εμένα».
Ντεμπούτο στη Βιέννη
Στα 18 της χρόνια βρέθηκε στη Νυρεμβέργη και ακολούθως στη Βιέννη, για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές της πάνω στο κλασικό τραγούδι. Το ντεμπούτο της στην όπερα το έκανε το 2009, στην πρωτεύουσα της Αυστρίας, ως Ντεσπίνα σε μια παραγωγή τού «Eτσι κάνουν όλες» του Μότσαρτ. Τέσσερα χρόνια μετά, και έπειτα από πρόσκληση του Βαλέρι Γκεργκίεφ, έκανε και το ντεμπούτο της στο Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης, και πάλι σε όπερα του Μότσαρτ, αυτή τη φορά ως Σουζάνα στους «Γάμους του Φίγκαρο».
Η Τζίλντα από τον «Ριγκολέτο» του Βέρντι, η Αντίνα από το «Ελιξίριο του έρωτα» του Ντονιτσέτι, η Μουζέτα από την «Μποέμ» του Πουτσίνι, η Ιουλιέτα από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Γκουνό, είναι μερικοί από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους που προστέθηκαν στο ρεπερτόριό της.
Η συνταγή της επιτυχίας
«Εχω ιδιαίτερη αδυναμία στην Ιουλιέτα, την Τζίλντα και την Αντίνα» λέει. «Από τους μέχρι σήμερα ρωσικούς ρόλους μου θα ξεχώριζα τη «Σνεγκούροτσκα» («Κόρη του χιονιού») του Τσαϊκόφσκι και τη Νατάσα Ροστόβα από το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Προκόφιεφ. Ομως, η αλήθεια είναι πως αγαπώ όλους τους θαυμάσιους χαρακτήρες που έχω τραγουδήσει, όπως αγαπώ και τους ρόλους που πρόκειται να τραγουδήσω στο άμεσο μέλλον. Πιστεύω πως αν δεν είσαι ερωτευμένος με τον ήρωα που ερμηνεύεις κάθε φορά στη σκηνή δεν μπορείς να του αφοσιωθείς, ούτε μπορείς να τον ερμηνεύσεις με τρόπο αληθοφανή. Δεν μπορείς να κάνεις το δράμα του να μοιάζει πιστευτό!».
Επιλογές και προκλήσεις
Θεωρεί πως «στην όπερα η μουσική είναι πιο σημαντική από το θεατρικό κείμενο, αν και το δράμα είναι πάντα παρόν στις όπερες των μεγάλων συνθετών. Δεν λέω πως δεν με ενδιαφέρει η υπόθεση του έργου που τραγουδάω, εξάλλου η υπόθεση, η πλοκή, δημιουργεί τον συναισθηματικό καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται η μουσική. Το κείμενο εμπνέει σε μεγάλο βαθμό τη μουσική, αλλά και τονίζει την ομορφιά της. Ομως, η μουσική, η μελωδία, το καλό τραγούδι, παραμένουν πάνω απ’ όλα!». Πώς θα αντιδρούσε άραγε σε αυτή την άποψη ένας σύγχρονος σκηνοθέτης, από αυτούς που έρχονται για να παρουσιάσουν ακόμα και τα μεγάλα κλασικά έργα αλλιώς, αλλάζοντας την εποχή τους, ακόμα και διαστρεβλώνοντας την υπόθεσή τους προκειμένου να πουν αυτό που έχουν στο μυαλό τους και που συνήθως δεν είναι αυτό το οποίο είχε στο μυαλό του και ο συνθέτης; «Η αλήθεια είναι πως πολλοί σύγχρονοι σκηνοθέτες υιοθετούν μια πιο θεατρική, μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση των έργων» λέει, «δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στον τρόπο με τον οποίο στέκεται και κινείται ο ερμηνευτής παρά στο τραγούδι και επενδύοντας σε εντυπωσιακά δραματικά εφέ. Οσο ενδιαφέρουσα και αν είναι μια τέτοια άποψη, επιμένω πως πρώτο έρχεται το καλό τραγούδι». Η ίδια ανταποκρίνεται εύκολα σε τέτοιου είδους προκλήσεις; «Εξαρτάται από τις προτάσεις που θα δεχτώ. Οταν ο διευθυντής ενός θεάτρου ή ένας μαέστρος ή ένας σκηνοθέτης που θέλουν να συνεργαστούν μαζί μου με προσεγγίζουν και μου προσφέρουν έναν ρόλο, πάντα το συζητώ μαζί τους. Δέχομαι μόνο αν είμαι σίγουρη πως μπορώ να το κάνω! Κυρίως αν επιβεβαιώσω πως η φωνή μου είναι κατάλληλη γι’ αυτόν τον ρόλο».
Καθηµερινή εξάσκηση
Εχοντας βγει πολύ μικρή στην αγορά, σήμερα, στην ηλικία που άλλες υψίφωνοι ξεκινούν τη διεθνή καριέρα τους, η ίδια μοιάζει να διαχειρίζεται τη δική της καριέρα με άνεση και με επιδεξιότητα. «Λατρεύω το επάγγελμά μου» δηλώνει, «αγαπώ την όπερα με τρόπο απόλυτο! Μου αρέσει να είμαι στη σκηνή, αυτό είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου! Είναι αλήθεια πως η ζωή του λυρικού τραγουδιστή έχει πάρα πολλές δυσκολίες, δεν σας κρύβω όμως πως μου αρέσει να τις αντιμετωπίζω και να τις ξεπερνώ, φαίνεται πως είμαι πολύ καλή σε αυτό». Η σκληρή καθημερινή μελέτη δεν την κουράζει, ούτε την τρομάζει: «Είναι κάτι εντελώς φυσικό για εμένα. Μου αρέσει πάρα πολύ να μελετώ, να βελτιώνω διαρκώς την τεχνική μου και να κατανοώ όσο πιο βαθιά μπορώ την τέχνη του τραγουδιού. Δεν υπάρχει όριο στην τελειότητα, και αυτό είναι για εμένα το νόημα της ζωής, να προσπαθείς διαρκώς να γίνεσαι καλύτερος, να βελτιώνεσαι μέρα με την ημέρα. Ετσι κι εγώ μελετώ ασταμάτητα και την ίδια στιγμή, όπως κάνουν και οι αθλητές, φροντίζω να βρίσκομαι στην καλύτερη δυνατή φυσική κατάσταση».
Τραγουδώντας ξανά
Η πανδημία και τα διαδοχικά lockdowns που έφερε ανέτρεψαν, όπως είναι λογικό, το πρόγραμμά της, εκείνη όμως είχε αποφασίσει να απαντήσει σε όλο αυτό που συνέβαινε με ακόμα περισσότερη μελέτη, με ακόμα περισσότερη δουλειά. «Και εγώ, όπως και οι περισσότεροι συνάδελφοί μου, είχαμε λιγότερες επαγγελματικές υποχρεώσεις από όσες είχαμε τις καλές εποχές. Ομως, δεν κάθισα με δεμένα χέρια. Συμμετείχα σε πολλές φιλανθρωπικές συναυλίες και βρήκα την ευκαιρία να μελετήσω δύο νέους απαιτητικούς ρόλους, την «Τραβιάτα» και τη Δυσδαιμόνα από τον «Οθέλλο» του Βέρντι». Τώρα, σιγά-σιγά, ξεκινάει ξανά, προσθέτοντας στο πρόγραμμά της νέες παραγωγές και νέα ρεσιτάλ, όπως εκείνο που θα δώσει στις 16 Σεπτεμβρίου στο Παλάτι Εστερχάζι της Αυστρίας. Τη ρωτώ για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη δημοφιλία που απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια και για το πώς αισθάνεται όταν στα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου τη χαρακτηρίζουν μία από τις πιο λαμπρές νέες σταρ της εποχής μας στον κόσμο του κλασικού τραγουδιού. «Τις σταρ, τις ντίβες της νέας γενιάς, θα τις αναδείξει το κοινό» λέει, «όπως εξάλλου γίνεται σε κάθε εποχή. Για εμένα αυτό που κάνω είναι απλώς η πολυαγαπημένη και πολύ δύσκολη την ίδια στιγμή δουλειά μου. Γι’ αυτό φροντίζω πάντα την εμφάνιση και την υγεία μου. Γι’ αυτό φροντίζω πάντα να είμαι καλά διαβασμένη. Για να ανταποκρίνομαι στις απαιτήσεις της δουλειάς που επέλεξα από τα παιδικά μου χρόνια και που λατρεύω πάντα!».