Είναι μέρη τόσο μακρινά, απομονωμένα και δυσπρόσιτα, που αμφιβάλλεις αν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Που διαβάζοντας για αυτά από τη μια νιώθεις να ξυπνούν μέσα σου η περιέργεια και η διάθεση για περιπέτεια και ονειρεύεσαι πως κάποια στιγμή θα καταφέρεις να τα δεις από κοντά – όσο μακρινό, όσο ακριβό και αν είναι το ταξίδι -, από την άλλη τα αντιμετωπίζεις όχι απλώς με δέος, αλλά με φόβο. Μια τέτοια περιοχή είναι η χερσόνησος Καμτσάτκα, στις εσχατιές της Ρωσίας, πάνω από την Ιαπωνία και κάτω από την Αλάσκα, μεταξύ Βερίγγειου και Οχοτσικής Θάλασσας. Γη αραιοκατοικημένη, παγωμένη πολλούς μήνες τον χρόνο (τον χειμώνα επικρατούν θερμοκρασίες χαμηλότερες των -30 βαθμών Κελσίου), σεισμογενής, γεμάτη ιαματικές πηγές, θερμοπίδακες (γκέιζερ), ενεργά ηφαίστεια και (εξαιτίας αυτών των γεωλογικών φαινομένων) στολισμένη με τοπία μεταφυσικής ομορφιάς, η Καμτσάτκα τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο ιδιαίτερους τουριστικούς προορισμούς του κόσμου. Οι φυσιολάτρες αλλά και όσοι θέλουν να ζήσουν κάτι ξεχωριστό και να μετατρέψουν ένα ταξίδι αναψυχής σε μια εμπειρία ζωής σπεύδουν να επισκεφθούν με οργανωμένες συνήθως εκδρομές, με τζιπ 4×4 και με ελικόπτερα την περιοχή με τα μοναδικά αξιοθέατά της. Για λίγο, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πριν να ξαναπαγώσουν όλα, αυτή η παράξενη και «σκυθρωπή» στεριά γίνεται πιο χαμογελαστή και πιο φιλόξενη. Και επιβεβαιώνει με την (ελαφρώς) ηλιόλουστη (γιατί υπάρχουν και αυτές οι ημέρες) όσο και «δύστροπη» ομορφιά της πως ο Βορράς, με την καθαρή και διαυγή ατμόσφαιρά του, με τα έντονα χρώματα και με τις αναζωογονητικές ευωδιές του δάσους, του νοτισμένου από την υγρασία χώματος και του ψυχρού αλατισμένου αέρα που έρχεται από τους ωκεανούς, είναι μέρος μαγικό.
Οι πρωτόγονοι κάτοικοι
Στην παγωμένη Καμτσάτκα αναφέρεται και ο Φώτης Κόντογλου στο «Γιαβάς ο θαλασσινός και άλλες ιστορίες», εμπνευσμένος από τις διηγήσεις του βοτανολόγου, ζωολόγου και εξερευνητή Γκέοργκ Βίλχελμ Στέλερ που είχε ταξιδέψει στην περιοχή στις αρχές του 18ου αιώνα. Σε μια γη όπου «οι κάτοικοί της ζούσανε σκόρπιοι απάνω στις παγωμένες ερημιές. Τα χωριά τους ήτανε τριγυρισμένα με παλούκια ή μ’ έναν τοίχο. Πολλά απ’ αυτά τα χωριά ήτανε όλο-όλο μοναχά μια οικογένεια από διακόσιες-τριακόσιες ψυχές. Τον χειμώνα καθόντανε μέσα σε τρύπες σκαμμένες κάτ’ από τη γη και το καλοκαίρι σε κάτι σπίτια ξυλένια, κανωμένα απάνω σε παλούκια, ίδια με περιστεριώνες. Ποτέ δεν πλενόντανε. Για ψωμί τρώγανε βολβούς. Για προσφάγι τρώγανε ψάρια και κρέας από το κυνήγι. Τα ποτάμια ήτανε γεμάτα ψάρια. Σε μια βδομάδα πιάνανε όσα φτάνανε για όλον τον χειμώνα. Τις φώκιες τις σκοτώνανε με το καμάκι. Μα δεν πειράζανε τα άγρια ελάφια που βοσκούσαν στα βουνά κοπάδια-κοπάδια, μήτε τις μαύρες αρκούδες που τριγυρίζανε κι αυτές κοπαδιαστές, χωρίς να τους πειράξουνε… Τα ζαρκάδια, οι αλεπούδες, τα σιτζάπια, τα σαμούρια, οι λύκοι ήτανε σε τέτοιο αμέτρητο πλήθος, που η πιο ακριβή γούνα άξιζε όσο ένα σκυλοτόμαρο. Οσο για πουλιά, είχε ακόμα πια πολλά…».
Η ιστορία δύο γενναίων ανδρών
Στην πραγματικότητα ο Στέλερ πήγε στην Καμτσάτκα ως εθελοντής με τη δεύτερη αποστολή που έκανε εκεί ο εξερευνητής και αξιωματικός του ρωσικού στρατού Βίτους Μπέρινγκ το 1733 – η πρώτη είχε γίνει το 1725. Ο γερμανός επιστήμονας, που μελετούσε τη φύση στην προσπάθειά του «να περιορίσει το χάος που επικρατεί στον κόσμο», επέζησε από πολλές κακουχίες, για να εγκατασταθεί τελικά για λίγο σε ένα χωριό που ονομαζόταν Bolsherechye, να γίνει δάσκαλος και γιατρός των ντόπιων (της φυλής των Ιτελμένων) και να συγγράψει εκεί μερικές από τις σημαντικότερες μελέτες του πάνω στη βοτανολογία. Επειτα επέστρεψε στην Ευρώπη και συνέχισε το επιστημονικό έργο του. Εκείνος που δεν επέστρεψε ήταν ο Μπέρινγκ, καθώς εκείνο το ταξίδι, όπου από την Καμτσάτκα έφτασε ως την Αλάσκα, έμελλε να είναι το τελευταίο του. Ο δανός εξερευνητής πέθανε (κατά μια εκδοχή από σκορβούτο) στις 19 Δεκεμβρίου 1741 σε ένα ακατοίκητο νησί κοντά στην Καμτσάτκα, το οποίο πήρε το όνομά του: Η νήσος Μπέρινγκ είναι η μεγαλύτερη από τις Νήσους του Κυβερνήτη, όπως ονομάστηκε (και πάλι προς τιμήν του Μπέρινγκ) όλη η συστάδα που δημιουργείται από δύο μεγάλα και περίπου δεκαπέντε μικρά νησιά 175 χιλιόμετρα ανατολικά της Καμτσάκα, στη Βερίγγειο Θάλασσα. Η οποία Βερίγγειος (Bering Sea), για όποιον δεν το κατάλαβε, πήρε επίσης το όνομά της από τον Μπέρινγκ, τον πρώτο Ευρωπαίο που διέπλευσε με ιστιοφόρο πλοίο τις περιοχές από τον Ειρηνικό Ωκεανό προς Βορρά μέχρι τον Αρκτικό Ωκεανό.
Το μελαγχολικό Πετροπαβλόφσκ
Στα χρόνια που ακολούθησαν η Καμτσάτκα (μέρος αυτής) χαρακτηρίστηκε απαγορευμένη περιοχή λόγω των ρωσικών στρατιωτικών βάσεων που λειτούργησαν εκεί. Σήμερα ο επισκέπτης που θα ακολουθήσει κάποια προγραμματισμένη εκδρομή (γιατί δεν είναι εύκολο να κάνεις την περιήγηση μόνος) θα ζήσει ένα ταξίδι-φαντασμαγορία σε έναν κόσμο που μοιάζει να βγαίνει από ταινίες φαντασίας. Πύλη αφίξεως στην περιοχή είναι η πόλη Πετροπαβλόφσκ Καμτσάτσκι, όπου φτάνεις συνήθως με πτήση από τη Μόσχα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πόλη της χερσονήσου με περίπου 180.000 κατοίκους και είναι χτισμένη σε μια περιοχή με γυμνά βουνά και ηφαίστεια, μπροστά στον κόλπο Αβάτσα. Δεν συνδέεται οδικώς με την υπόλοιπη Ρωσία και ο μοναδικός τρόπος για να φτάσεις εκεί είναι με αεροπλάνο ή με πλοίο. Θεμελιώθηκε από τον Μπέρινγκ, τον άνθρωπο που έχει συνδέσει το όνομά του όσο κανένας άλλος με την περιοχή, και βαφτίστηκε Πόλη του Πέτρου και του Παύλου προς τιμήν του «Αγίου Πέτρου» και του «Αγίου Παύλου», των δύο πλοίων του εξερευνητή. Είναι μια περίεργη, αρκετά γκρίζα και μάλλον μελαγχολική πόλη, όπως όλες αυτού του είδους οι απομακρυσμένες πόλεις του Βορρά, όπου ο χρόνος κυλάει με αργούς ρυθμούς. Ομως, όσο περνούν τα χρόνια, κατά τις τουριστικές περιόδους αποκτά μεγαλύτερη ζωντάνια.
Η άγρια φύση ως αξιοθέατο
Από εκεί, από το Πετροπαβλόφσκ Καμτσάτσκι, ξεκινάει τις περισσότερες φορές η εκδρομή. Για να οδηγήσει τους σύγχρονους εξερευνητές στην περιοχή με τους πίδακες και τις θερμές πηγές και στην ηφαιστειακή οροσειρά με τους περισσότερους από δέκα ενεργούς κρατήρες. Το ηφαίστειο Αβάτσινσκι, τριάντα περίπου χιλιόμετρα από την πόλη, κυριαρχεί με τον εντυπωσιακό όγκο του στον ορίζοντα. Ο ποταμός Μπίστραγια όπου ζουν (και αλιεύονται) σολομοί και πέστροφες, το χωριό Μάλκι με τα ιαματικά νερά του, το ηφαίστειο Τολμπάτσικ που στην πραγματικότητα είναι δύο ηφαίστεια και που το ύψος του φτάνει τα 3.682 μέτρα, τα ηφαίστεια Μουτνόφσκι, Κοριάτσκι και Κρονότσκι, η λίμνη που δημιούργησε το τελευταίο και η οποία φέρει το όνομά του, το Περιβαλλοντικό Πάρκο Κρονότσκι, που εκτός των άλλων περιλαμβάνει δεκάδες γκέιζερ, και η κωμόπολη Μίλκοβο με τα εντυπωσιακά τοπία γύρω της είναι μερικά από τα αξιοθέατα. Οι συναντήσεις (με προσοχή και αφού έχουν ληφθεί όλα τα απαραίτητα μέτρα) με την άγρια πανίδα της περιοχής, τις αρκούδες, τις φώκιες και του θαλάσσιους λέοντες, τα εκατοντάδες είδη πουλιών που φωλιάζουν στις ακτές, ακόμα και με τις φάλαινες όρκες που ζουν στα νερά της περιοχής, προσθέτουν ακόμα περισσότερες εικόνες συγκίνησης και πρωτόγονης ομορφιάς σε ένα οδοιπορικό που ξαναφέρνει τον έκπληκτο επισκέπτη σε άμεση επαφή με τον απολεσθέντα (κυρίως για τους κατοίκους της πόλης) φυσικό παράδεισο. Είναι, είπαμε, μακρινό, ακριβό (λόγω των αποστάσεων, των περιορισμένων τουριστικών υποδομών και των δύσκολων μετακινήσεων) και αρκετά απαιτητικό για εκείνον που θα το τολμήσει το ταξίδι μέχρι εκεί. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα ταξίδι για όποιον επιζητεί από τις διακοπές του τη χαλάρωση και την ξεκούραση. Μια «βόλτα» στη χερσόνησο Καμτσάτκα, ακόμα και στην εποχή μας, που τα γραφεία και οι ξεναγοί που δραστηριοποιούνται στην περιοχή θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά ώστε να νιώθετε ασφάλεια και να απολαύσετε τη γνωριμία με τον ιδιαίτερο κόσμο τους, δεν παύει να είναι μια περιπέτεια. Και εδώ που τα λέμε, τι αξία έχει η ζωή χωρίς καμιά μικρή περιπετειούλα πότε-πότε;