Μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο απρόσμενες καταστάσεις πυροδοτούν τα κείμενα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του με τον εξίσου απρόσμενο τίτλο Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων. Εύζωνοι που παρελαύνουν πάνω από τα διερχόμενα οχήματα, μια γριά σκύλα που σώζει παρά πάσαν προσδοκία το κουτάβι της, μια ολοκαίνουργια μηχανή Τράιομφ η οποία αναστημένη από το πουθενά χαρίζει μια δεύτερη ζωή στον παλαιό της κάτοχο, ένας πύργος του 16ου αιώνα στο Αγιον Ορος, χτισμένος με ψαροκόκαλα φάλαινας, μαζί με δύο απόκοσμους μοναχούς που δεν είναι παρά μόνον αγαθοποιά πνεύματα της γης, αλλά κι ένας αφοσιωμένος πατέρας που καλύπτει τη βιαιοπραγία του εις βάρος υποψήφιου εφαψία της κόρης του κάνοντας χρήση της δημοσιογραφικής του ιδιότητας.
Επίσης, ένας παρεμποδισμένος διανοητικά άνδρας που ανακαλύπτει σε ένα διάσημο πολυκατάστημα τους πόθους της παιδικής του ηλικίας (το ίδιο και ο αφηγητής της ιστορίας), ένας δρυοκολάπτης που έχει τρυπώσει σε κολόνα της ΔΕΗ, κι ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που θα μείνει άναυδο με τη νιότη και την αθωότητα της γυναικείας σάρκας. Κι ακόμα, τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα για την οικογένεια ενός μετανάστη από την Αυστραλία ή μια καντάδα στο νεκροταφείο πρώτα για την αδικοσκοτωμένη αγαπημένη κι ύστερα για τη λατρευτή μαμά.
Και άλλα, όμως, πολλά: άλογα που πηδούν αφηνιασμένα στη θάλασσα για να ξανασμίξουν με τους κοζάκους τους, ένας γάιδαρος που τινάζεται στον αέρα σε άλμα πάνω από ποτάμι, η κουτσουλιά σε μια γκαζόζα και το χαμένο ματς για δυο φίλους που λατρεύουν τα αναψυκτικά, οι εικόνες νεκρών, παγωμένων ανταρτών του Εμφυλίου με αφορμή μια επέτειό του, ένα ζαχαροπλαστείο σοκολάτας που χάθηκε στην πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη, ο βασιλιάς Παύλος σε ρόλο μηχανικού αυτοκινήτων, ένας θηριώδης άνδρας που εξοντώνει σκύλους-τέρατα αλλά τρέμει τις κόρνες, τη θάλασσα και τις καμπάνες, η αγωνία ενός ραβδούχου της Φιλαρμονικής για την τύχη της ράβδου του λίγο προτού επιστρέψει στην παλάμη του και ο κοασμός και ο χορός των βατράχων σε μια στέρνα που έχει σχηματιστεί σε μια απόκρυφη μνημονική κόχη.
Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας και το παρελθόν
Εχω ξαναγράψει πως η διηγηματογραφία του Γιώργου Σκαμπαρδώνη αποπνέει, εδώ και πολλά πλέον χρόνια, μια παράξενη ομορφιά. Προσηλωμένος στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, ο συγγραφέας καταφέρνει να υπερβεί την κοινή εμπειρία ενόσω μιλάει για πράγματα που πέφτουν στο μάτι όλων μας. Οπως προκύπτει και από την περιγραφή των διηγημάτων τού ανά χείρας τόμου, χάρη σ’ έναν λοξό ρεαλισμό ο οποίος παράγει πλήθος ποιητικές εικόνες και καταστάσεις χωρίς να γλιστράει ποτέ στον ποιητικισμό, ο Σκαμπαρδώνης μυθοποιεί το περιστασιακό και το τετριμμένο, επιτρέποντας στην αφήγηση να περιβάλει τους ελλειπτικούς κατά κανόνα πρωταγωνιστές της με έναν ονειρικό αιθέρα. Το μαγικό, η φαντασία και το παράλογο μπορεί να διεκδικούν εν προκειμένω μια προτεταμένη θέση αλλά δεν σπεύδουν να καταλάβουν την κεντρική σκηνή της δράσης, παραχωρώντας τα πρωτεία στην υποβολή, στον υπαινιγμό και στην αμφιλογία. Το ειδικό βάρος που αποκτά το Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων μέσα σε αυτόν το περίγυρο και υπό την επιρροή ενός τέτοιου κλίματος είναι οι πανίσχυροι δεσμοί των ηρώων-αφηγητών του με το παρελθόν: το δικό τους και των άλλων.
Πώς ακριβώς, όμως, εμφανίζεται το παρελθόν στα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη; Οπωσδήποτε, χάρη στον ριζωμένο ρεαλισμό του, όχι ωραιοποιημένο και εξιδανικευμένο, όχι με άλλα λόγια γλυκερό και ισοπεδωμένο. Ο Σκαμπαρδώνης δεν νοσταλγεί το παρελθόν (δεν θέλει να το αναγάγει σε μια σφαίρα ναρκισσιστικής αναπόλησης), όποιο κι αν είναι αυτό: η πρώτη και η κατοπινή Μεταπολίτευση, οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 ή τα χρόνια του Εμφυλίου. Το παρελθόν, που τον απασχολούσε ανέκαθεν, αλλά τώρα επικεντρώνεται σ’ αυτό, δεν ενδιαφέρει τον Σκαμπαρδώνη λόγω της ιστορικής του βάσης (η Ιστορία αποτελεί απλώς το φόντο των διηγημάτων του ή και ένα σκηνοθετικό τέχνασμα της λειτουργίας τους), αλλά εξαιτίας του βάρους το οποίο καταλαμβάνει στην κιβωτό της αισθηματικής μας μνήμης. Αν, όμως, το παρελθόν δεν πρόκειται να ωραιοποιηθεί και να εξιδανικευτεί, τότε τι ακριβώς θα πρέπει να κάνει η λογοτεχνία μαζί του; Μα, τι άλλο από να το ρευστοποιήσει συγκινησιακά, από το να μετατρέψει την αισθηματική μας μνήμη σε παραγωγό, αλλά και υποδοχέα συγκίνησης;
Ο λοξός ρεαλισμός
Πώς φτιάχνεται, εν τούτοις και πώς στήνεται ο μηχανισμός για έναν παραγωγό και υποδοχέα συγκίνησης; Αρκεί να αποφευχθούν το μελόδραμα, οι δακρύβρεχτες ιστορίες και η έξαρση ή η διάταση των αισθημάτων; Για τον Σκαμπαρδώνη, σαφώς όχι. Γι’ αυτό και επιστρατεύει το άλλο σκέλος του ρεαλισμού του, που είναι η λοξή ματιά και το πλάγιο βλέμμα. Εκεί όπου τελειώνει η φωτογραφική κατονομασία της πραγματικότητας και γεννιέται ο κίνδυνος του συναισθηματικού εκβιασμού (πώς να παραμεριστεί ο εκβιασμός όταν τα πράγματα επιμένουν να λέγονται με το όνομά τους;) αρχίζει η πλαγιοδρόμηση και ξεκινούν η μετονομασία και η μεταγωγή: η πραγματικότητα ανακατασκευάζεται με έναν τόνο ο οποίος την ταρακουνά και τη μεταστρέφει, χωρίς, ωστόσο, και να την αλλάξει εξ ολοκλήρου. Για να υπάρξει, παρ’ όλα αυτά, αποτέλεσμα, δεν φτάνει μια μεταμόρφωση του πραγματικού κόσμου στο πεδίο των εικόνων και των καταστάσεων. Είναι απαραίτητη, ως όρος εκ των ων ουκ άνευ, η συνδρομή της γλώσσας. Και η τέχνη του Σκαμπαρδώνη σε αυτό ακριβώς οφείλει τη σαγήνη της: σε μια γλώσσα η οποία βάζει φωτιά, χωρίς να καεί στο μεταξύ ούτε ένα σπίρτο, στους αφηγηματικούς χαρακτήρες και στην ιστορία τους, μετατρέποντας την καθημερινότητά τους σε πρόκληση για ένα διαρκές και ασταμάτητο παιχνίδι. Ενα παιχνίδι που μόνο συγγραφείς σαν τον Σκαμπαρδώνη ξέρουν να παίξουν τόσο καλά.
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων
Εκδόσεις Πατάκη, 2021,
σελ. 240,
τιμή 13,30 ευρώ