Ευχέρεια σχεδίου και ευαισθησία στο χρώμα. Η Τάνια Δημητρακοπούλου έχει αιχμαλωτίσει στα έργα της το ελληνικό καλοκαίρι. Με τον χρωστήρα της αποτυπώνει τη θάλασσα, τα ανέμελα ενσταντανέ της ακτής, τα χαρούμενα παιδιά και τους ενήλικους κολυμβητές, σε μία εποχή αθωότητας, στην οποία ο αέρας δεν μύριζε αντισηπτικό.

 

Κυρία Δηµητρακοπούλου, τι µπορεί να σας εµπνεύσει; Ποιες είναι οι θεµατικές που σας έχουν απασχολήσει κατά καιρούς;

«Με συγκινεί η ανθρώπινη φιγούρα πάρα πολύ. Την εντάσσω σχεδόν σε όλες τις θεματογραφίες μου. Μου αρέσει να πειραματίζομαι και κάθε τόσο να ασχολούμαι με μία διαφορετική ενότητα. Εχω ζωγραφίσει εκτός από τις θάλασσες, σουκ, πορτρέτα, αυτοκίνητα, ζώα και εικόνες από άλλα μέρη. Ο,τι συγκινεί το βλέμμα και τη φαντασία μας αποτελεί μία ζωγραφική πρόκληση. Σε ανανεώνει το να καταπιάνεσαι με κάτι καινούργιο, ανακαλύπτεις νέες διαδρομές και ικανότητες και εξελίσσεις τη δουλειά σου».

Ποια εσωτερική σας ανάγκη πιστεύετε ότι αντικατοπτρίζουν οι εικαστικές σας επιλογές;

«Η ζωγραφική για μένα αποτελεί κομμάτι του εαυτού μου, λειτουργεί αυτόματα, είναι απόλαυση και ανάγκη μαζί. Oπως και ο αθλητισμός, κοπιάζεις και πειθαρχείς σε μια ρουτίνα για να έχεις κάποιο αποτέλεσμα και αυτό τελικά σε γεμίζει ευφορία. Πρώτα εσένα τον ίδιο ικανοποιεί και μετά τον θεατή. Μου δίνει τεράστια χαρά όταν η δουλειά μου αρέσει σε αγνώστους περαστικούς».

Αφήσατε πίσω σας σπουδές στην Κυτταρική και Μοριακή Βιολογία για να σπουδάσατε στην Καλών Τεχνών. Πόσο δύσκολη ήταν αυτή η απόφαση;

«Μικρό παιδί διαρκώς ζωγράφιζα. Κυρίως πορτρέτα: της γιαγιάς μου, των γονιών μου, των αγαπημένων μου ηθοποιών και τραγουδιστών. Είχα πάθος με τη ζωγραφική, όμως λόγω χαρακτήρα και κάποιας ανασφάλειας, ακολούθησα την προτροπή της οικογένειας να σπουδάσω κάτι πιο «πρακτικό». Μου άρεσε η Βιολογία και η Φυσική και έτσι πήρα αυτόν τον δρόμο. Το μικρόβιο όμως της δημιουργίας υπήρχε πάντα μέσα μου και στην πορεία ενώ πια εργαζόμουν και απέκτησα οικογένεια ξεκίνησα να παρακολουθώ μαθήματα ζωγραφικής. Ο δάσκαλός μου με παρότρυνε να δώσω εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτή ήταν η ώθηση που χρειαζόμουν για να πραγματοποιήσω το όνειρό μου και τελικά να αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζα την τέχνη μου. Δεν διστάζω να κάνω αλλαγές στη ζωή μου γιατί έτσι αισθάνομαι πως προχωράω και μαθαίνω. Oταν κάτι το αγαπάς πολύ, μπορείς να ξεπεράσεις δυσκολίες, αναποδιές και εμπόδια και να καταφέρεις να το έχεις στη ζωή σου με τον τρόπο που επιλέγεις εσύ».

Υπήρξατε µαθήτρια του Δηµήτρη Μυταρά στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τι θυµάστε από εκείνα τα χρόνια;

«Τα χρόνια στη σχολή ήταν πολύ παραγωγικά για μένα. Αισθανόμουν πολύ τυχερή που έκανα αυτό που αγαπώ και έτσι όλα γίνονταν με μεράκι. Τον Δημήτρη Μυταρά τον πέτυχα στα τελευταία χρόνια του στη σχολή. Ηταν ένας άνθρωπος χαρισματικός, πράος, πολύ ζεστός και ευχάριστος, που αγαπούσε αυτό που έκανε και μπορούσε να το μεταδώσει στους μαθητές του. Μας μάζευε και ανέλυε θέματα για την τέχνη, συνομιλούσε μαζί μας».

Σε ποιο ρεύµα θα εντάσσατε τη ζωγραφική σας;

«Δεν θα μπορούσα να πω πως εντάσσομαι σε κάποια σχολή. Θαυμάζω την καλή ζωγραφική ανεξαρτήτως ρεύματος. Ολοι μας έχουμε επιρροές, οι οποίες πολλές φορές είναι και υποσυνείδητες. Το σημαντικό για μένα είναι η συνεχής δουλειά και ο πειραματισμός. Μέσα από τη δουλειά επέρχεται τελικά ένα σημείο στο οποίο αφήνεσαι: το σημείο που η εμπειρία και η γνώση αυτοματοποιούνται και η γραφή απελευθερώνεται».

Βάλτε µας µέσα στη δηµιουργική σας διαδικασία. Πώς σας αρέσει να δουλεύετε;

«Κάθε καλλιτέχνης δουλεύει με τον δικό του τρόπο. Είναι οι λεγόμενες μικρές τελετουργικές συνήθειες που τον καθορίζουν. Προσωπικά μου αρέσει να ζωγραφίζω όρθια και να κινούμαι διαρκώς στον χώρο. Δουλεύω με ταχύτητα και με ένταση. Οπωσδήποτε ακούω μουσική, μου δίνει ρυθμό και στο πλάι έχω συντροφιά μία κούπα καφέ! Η δημιουργία ενός έργου είναι για μένα διαδικασία πάθους και συναισθηματικής αποφόρτισης».

Ποια θεωρείτε ότι θα είναι η επίδραση της πανδηµίας στη διεθνή αγορά τέχνης;

«Θεωρώ πως ο ηλεκτρονικός τρόπος προώθησης που έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας θα είναι πλέον το νέο δεδομένο. Ωστόσο ο κόσμος που ασχολείται και του αρέσει η τέχνη δεν θα πάψει να την αναζητά και με άλλους τρόπους. Οσο εύκολη και κι αν έχει γίνει η εικόνα στη ζωή και στην οθόνη μας το να δεις ένα έργο στον πραγματικό του χώρο προσφέρει μεγάλη αγαλλίαση. Η τέχνη είναι και διαφυγή και ταξίδεμα. Και τα νέα δεδομένα με τους περιορισμούς που έχουν μπει στη ζωή μας κάνουν τη δίψα της πιο επιτακτική».

Πόσο δύσκολο είναι να ασχολείσαι µε την τέχνη στην Ελλάδα του 2021;

«Υπάρχουν πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία ενός καλλιτέχνη. Το επάγγελμα του ζωγράφου από μόνο του δύσκολα παρέχει οικονομική εξασφάλιση. Συνήθως οι περισσότεροι καλλιτέχνες ασχολούνται και με άλλες δουλειές για βιοπορισμό. Στην Ελλάδα ένας καλλιτέχνης έχει ενδεχομένως λιγότερες ευκαιρίες για να εκτεθεί και να αναγνωριστεί, κυρίως λόγω μεγέθους αγοράς. Αυτό βέβαια έχει αρχίσει κάπως να αλλάζει με την παγκοσμιοποίηση και τις ευκαιρίες για προβολή μέσω των ηλεκτρονικών μέσων. Θέλει προσήλωση και πολλή δουλειά για να πετύχει κανείς οτιδήποτε. Και κυρίως προσαρμογή στα νέα δεδομένα».

Εχετε παρουσιάσει το έργο σας σε ατοµικές εκθέσεις και έχετε συµµετάσχει σε σηµαντικές οµαδικές εκθέσεις, σε µουσεία, ιδρύµατα πολιτισµού και αίθουσες τέχνης στην Ελλάδα, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Κίνα. Ποια είναι τα άµεσα σχέδιά σας;

«Αυτό το διάστημα το δύσκολο για όλους τους καλλιτέχνες έχω αφιερωθεί στη δουλειά μου και προσπαθώ να οργανωθώ για μια έκθεση τον επόμενο χρόνο. Προσωπικά στην καριέρα μου αφήνω τα πράγματα να έρχονται λίγο από μόνα τους. Πιστεύω πολύ το ρητό που λέει πως «όταν κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει». Είναι απίστευτη η δύναμη και η μαγεία του απροόπτου. Aρκεί να τολμάς και να μην αφήνεις στιγμή και ευκαιρία που να πηγαίνουν χαμένες. Χωρίς υπεροψία. Tα πιο απλά και ασήμαντα φέρνουν τα σπουδαία. Κάπου στη στροφή μάς περιμένουν…».