Αυτή είναι η μεγάλη στιγμή της Πάουλα Ρέγκο. Μια μεγάλη αναδρομική έκθεση, η μεγαλύτερη που έχει διοργανωθεί ποτέ αφιερωμένη στο έργο της, στη ναυαρχίδα των μουσείων της αγγλικής πρωτεύουσας, τη μεγαλοπρεπή Tate Britain.
Αυτή είναι μια μεγάλη στιγμή και για τις γυναίκες καλλιτέχνιδες και η αποκατάσταση μιας αδικίας σε έναν μικρόκοσμο, εκείνον της τέχνης, ο οποίος, όπως και ο ευρύτερος κόσμος, αφήνει την ιστορία του να γράφεται από το χέρι «λευκών ανδρών», όπως επισημαίνει η επιμελήτρια αυτής της μεγάλης έκθεσης, όπως και της μοντέρνας και σύγχρονης βρετανικής τέχνης στο εν λόγω μουσείο, Ελενα Κρίπα.
Αν μη τι άλλο, ο σπουδαίος Φράνσις Μπέικον είδε να στήνεται μια μεγάλη έκθεση για το έργο του στο ίδιο μουσείο το 1962, όταν ήταν μόλις 53 ετών, και η Πάουλα Ρέγκο (ή Πόλα Ρίγκο για τους αγγλόφωνους), μια ζωγράφος που τότε προσπαθούσε να βρει τη θέση της σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, έπρεπε να περιμένει μέχρι τα 86 της.
Ηταν οι εποχές όπου «οι γυναίκες ήταν οι σύντροφοι και υποστηρίκτριες των καλλιτεχνών ανδρών τους. Εγώ δεν ήμουν μια από εκείνες. Ηθελα να είμαι στο κλαμπ με τα μεγάλα αγόρια, τους σπουδαίους ζωγράφους που θαύμαζα. Οπως προτιμούσα να είμαι ο Ρομπέν των Δασών και όχι η Λαίδη Μάριαν» έλεγε πρόσφατα στον βρετανικό Τύπο. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν τα κατάφερε τελικά.
Και τώρα βλέπει με ενθουσιασμό περισσότερα από εκατό έργα της – πίνακες, χαρακτικά, γλυπτά, κολάζ, σχέδια, παστέλ – να σταχυολογούν την πορεία μιας καριέρας και μιας ζωής που μεταβόλισε εμπειρίες και ερεθίσματα μέσα από ένα πρωτότυπο ιδίωμα που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ένας ονειρικός γάμος ανάμεσα στον Χόγκαρθ και στον Ριμπέρα, με τον Γκόγια και τον Μπουνιουέλ κάτω από το κρεβάτι», όπως έγραφε ο κριτικός Τζόναθαν Τζόουνς στην εφημερίδα «The Guardian».
Τέλος, αυτή είναι μια σημαντική στιγμή για τις γυναίκες γενικότερα, άλλωστε είναι πολύ δύσκολο να μην αναγνώσεις τη δουλειά της Ρέγκο και μέσα από το πρίσμα όλων όσα συμβαίνουν σήμερα. Μια εικαστικός αποτυπώνει και αναδεικνύει τον πόνο και την ευχαρίστησή τους, τις δοκιμασίες και τους θριάμβους τους καθώς η ζωγραφική είναι για την ίδια ένας τρόπος να διερευνήσει και να εξορκίσει όσα ενδέχεται να μείνουν κρυμμένα.
Κατ’ αρχάς, επειδή δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς – «οι γυναίκες είναι πρωταγωνίστριες στη δουλειά μου γιατί κι εγώ είμαι γυναίκα» όπως έχει πει -, αλλά και διότι προσπαθεί να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη ή και να εκδικηθεί για τα δεινά τους, έστω και εκείνα που δεν μπορούν καν να ονοματίσουν οι ίδιες, πάντα μέσα από τη δύναμη της τέχνης της. Είτε πρόκειται για τις μυστηριώδεις και ακατονόμαστες επιθυμίες και απώλειες είτε πρόκειται για συμφορές με πολύ συγκεκριμένο όνομα. Οπως το εμπόριο λευκής σαρκός με τη σειρά «Human Cargo» (2007) ή τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων («Female Genital Mutilation», 2009) ή το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση («Untitled: The abortion series», 1998), η Ρέγκο «μας πηγαίνει ένα ταξίδι στη χώρα της ενσυναίσθησης» όπως το συνοψίζει πολύ εύστοχα η Ελενα Κρίπα.
Αποποινικοποίηση τώρα
Για παράδειγμα, δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η συμβολή της στην αποποινικοποίηση των αμβλώσεων στη γενέθλια χώρα της Πορτογαλία ήταν καθοριστική, καθώς, όταν σε σχετικό δημοψήφισμα το 1998 υπερίσχυσαν με μικρή πλειοψηφία εκείνοι που αντιδρούσαν στη νομιμοποίησή τους, εκείνη ξεκίνησε μια σειρά έργων τίτλο «Untitled 1998» και με υλικά τα παστέλ που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη δεκαετία.
Στους πίνακες αυτούς ζωγράφιζε γυναίκες αφότου έχουν προβεί σε παράνομες αμβλώσεις, καθώς ήθελε να αναδείξει, όπως εξηγούσε, «τον φόβο, τον πόνο και τον κίνδυνο μιας τέτοιας ενέργειας, που είναι η λύση στην οποία προσφεύγουν οι απεγνωσμένες γυναίκες. Είναι πολύ λάθος να αντιμετωπίζονται οι γυναίκες ως εγκληματίες, λες και δεν τους έφταναν και όλα όσα τους προσάπτουν γενικότερα». Αυτή η σειρά έργων λέγεται ότι συνέβαλε στη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος το 2007, χάρη στο οποίο οι αμβλώσεις θεωρούνται πλέον νόμιμες στην Πορτογαλία.
Στα 70 χρόνια που αριθμεί πλέον η καριέρα της, η Ρέγκο προσέγγισε πολλές μορφές καταπίεσης που υφίστανται οι ομόφυλές της και όχι μόνο – άλλωστε όποια/ος έχει βρεθεί στη θέση του αδύναμου συνήθως ξέρει να διαισθάνεται και να αναγνωρίζει την αδικία όπου τη συναντήσει.
Η Ρέγκο είχε γεννηθεί το 1935 σε μια μεσογειακή χώρα, την Πορτογαλία, στην οποία η κοινωνία άφηνε ένα κλειστοφοβικό πλαίσιο στις γυναίκες για να υπάρξουν και να αναπτυχθούν. Αρκεί να θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι στη συγκεκριμένη χώρα οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου μόλις το 1976. Από τη γενέθλια Λισαβόνα στο ψαροχώρι Εστορίλ, όπου μεγάλωνε ως το μοναχοπαίδι γονιών με φιλελεύθερες απόψεις, έμαθε να μη σιωπά στην αδικία και να βρίσκει τρόπους να εκφράζει τη δυσαρέσκειά της. H Ρέγκο ήταν από τις ιδιαίτερα τυχερές γυναίκες της εποχής της, καθώς ο πατέρας της την έστειλε να τελειώσει το σχολείο στην Αγγλία, μια και η Πορτογαλία «ήταν μια κοινωνία γυναικοκτόνων».
Στους πίνακές της βρήκαν θέση από νωρίς τα εγκλήματα της απολυταρχικής κυβέρνησης του δικτάτορα Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλάζαρ, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Πορτογαλίας επί 36 συναπτά έτη (1932-1966). Οπως το έργο «Interrogation» (1950) που ζωγράφισε όταν ήταν μόλις 15 χρόνων και απεικονίζει μια γυναίκα διαλυμένη, πλαισιωμένη από δυο απρόσωπους άνδρες, οι οποίοι είναι προφανώς οι βασανιστές της. Ή το εμβληματικό «Salazar vomiting the homeland» (1960) με τον δικτάτορα να βγάζει από τα σωθικά του την πατρίδα σε μια ημιαναπαραστατική σύνθεση που πρέπει να προσέξεις με προσήλωση για να διακρίνεις την εν λόγω σκηνή.
Οι Γκριμ, ο Γκόγια και ο Ντίσνεϊ
Το καθηλωτικό με τη δουλειά της Ρέγκο είναι ότι σχεδόν πάντα υπάρχει μια αινιγματική, απροσδιόριστα απειλητική ή και αλλόκοτη ατμόσφαιρα στους πίνακές της, απότοκο εν μέρει και του εύρους των επιρροών της. Είτε πρόκειται για το σουρεαλιστικό κολάζ της «Self Portrait in Red» (1966), που είναι εμφανώς εμπνευσμένο από τα κινούμενα σχέδια, ένα αγαπημένο σημείο αναφοράς της Ρέγκο μαζί με τα παραδοσιακά λαϊκά παραμύθια της Πορτογαλίας, είτε για ένα από τα αγαπημένα της έργα, το τρίπτυχο «The Pillowman» (2004), ο μαγικός ρεαλισμός του οποίου συνομιλεί άμεσα με το ομότιτλο έργο του Μάρτιν Μακ Ντόνα.
Παιδιά και κυρίως κορίτσια πρωταγωνιστούν στη σειρά «Vivian girls» (1984), η οποία είναι με τη σειρά της μια άμεση αναφορά στο έργο του καλλιτέχνη της Art Brut Χένρι Ντάργκερ, ενώ έργα όπως το «The maids» (1987) είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο θεατρικό μονόπρακτο του Ζαν Ζενέ «Οι δούλες» (1947), εμπνευσμένο με τη σειρά του από την ιστορία δυο αδελφών υπηρετριών που δολοφόνησαν την οικογένεια για την οποία εργάζονταν. Ενας κόσμος δυσοίωνα παραμυθένιος, όπως θα τον οραματίζονταν οι αδελφοί Γκριμ και θα τον ζωγράφιζε ο Γκόγια εάν είχαν γνωρίσει αμφότεροι τον Γουόλτ Ντίσνεϊ.
Ενα από τα πιο γνωστά της έργα, το «The family» (1988), μολονότι αινιγματικό – άραγε οι δύο γυναικείες μορφές φροντίζουν ή κακομεταχειρίζονται τον άνδρα που προσπαθούν να ντύσουν; -, αποτυπώνει τη δύσκολη πραγματικότητα που έπρεπε να ζήσει η οικογένειά της επί 20 ολόκληρα χρόνια, απ’ όταν δηλαδή ο σύζυγός της είχε διαγνωστεί με σκλήρυνση κατά πλάκας.
Είναι λοιπόν όλα αυτά τα έργα ψηφίδες στο πορτρέτο που συνθέτουν τη δική της αυτοπροσωπογραφία, έστω και με έμμεσο τρόπο; Η ίδια ισχυρίζεται πως όχι, αν εξαιρέσει βέβαια κανείς τον συγκεκριμένο πίνακα. Στη δική της τρικυμιώδη και βασανισμένη και από την κατάθλιψη ζωή έπαιξε πολύ καθοριστικό ρόλο η γνωριμία της με τον βρετανό ζωγράφο Βίκτορ Γουίλινγκ (1928-1988), όχι βέβαια δίχως να υπάρξει το απαραίτητο δράμα και η αντισυμβατικότητα που χαρακτήριζαν τον τρόπο που ζούσε τη ζωή της και έκανε τις επιλογές της σε σχέση με τις γυναίκες της εποχής της.
Ξεκινώντας από το ότι εκείνος ήταν παντρεμένος όταν γνωρίστηκαν και καταλήγοντας στο ότι, μολονότι έγινε τρεις φορές μητέρα, η ζωγραφική παρέμενε πάντα η απόλυτη προτεραιότητά της. «Εκανα παιδιά και τα αγαπώ και όλα τα σχετικά. Ευτυχώς, είχα καλούς ανθρώπους γύρω μου να τα φροντίζουν» δήλωνε δίχως να προσποιείται ότι είναι κάτι άλλο από εκείνο που μπορούσε να είναι. Ο Γουίλινγκ από την άλλη υπήρξε ο πολύτιμος συνοδοιπόρος της με τον οποίο αγαπήθηκαν, αλληλοαπατήθηκαν και αλληλοϋποστηρίχθηκαν μέχρι το τέλος.
Είχαν γνωριστεί στη Slade, τη Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου, μοίραζαν τη ζωή τους ανάμεσα στη δυτική ακτή της Πορτογαλίας, στο χωριό των παππούδων της Ερισέιρα, και στο Λονδίνο. Παραδόξως, μόνο όταν εκείνος πέθανε το 1988 έπειτα από την πολυετή του μάχη με τη σκλήρυνση κατά πλάκας, εκείνη άρχισε να γίνεται γνωστή, ιδίως μετά την έκθεσή της που διοργανώθηκε στην γκαλερί Serpentine την ίδια χρονιά, όταν η Ρέγκο ήταν πλέον 53 ετών. Ο χαμός του Γουίλινγκ τής άφησε και τη Λίλα, την πιστή φίλη και μοντέλο της για τους πίνακες, η οποία ήταν η βοηθός του Βικ μέχρι να πεθάνει. Εκτοτε δουλεύουν μαζί στο «εργοστάσιο» των μαγικών ιστοριών της και στήνουν αφηγήσεις για κορίτσια που ξέρουν να αντιμετωπίζουν τους εφιάλτες τους.
INFO
«Paula Rego» στην Tate Britain του Λονδίνου ως τις 24/10.