Είναι φορές που το επώνυμο που κουβαλάς είναι βαρύ. Τόσο βαρύ που μπορεί να λυγίσεις ή να παραδοθείς στη χλεύη του κόσμου. Οταν ο παππούς σου είναι ο Μπομπ Ντίλαν και εσύ αποφασίζει να ασχοληθείς με τη μουσική και μάλιστα με το ίδιο είδος που τον έκανε όχι μόνο διάσημο αλλά μία από τις επιδραστικότερες φιγούρες των τελευταίων 100 ετών, τότε είτε έχεις το «ακαταλόγιστο» είτε έχεις θράσος. Με τον Πάμπλο Ντίλαν δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ισχύει ακόμη αλλά αυτό που γνωρίζουμε καλά είναι ότι ακολουθεί τα χνάρια του παππού του, εγκατέλειψε το χιπ χοπ και πλέον είναι τροβαδούρος της φολκ ροκ.
Ακουσε τα σχολιανά του με τις ραπ δημιουργίες που ανέβασε στο Διαδίκτυο, το κοινό τον τρόλαρε ασυστόλως, μεταπήδησε στον τομέα της παραγωγής, δεν άντεξε ωστόσο χωρίς να γράφει και να τραγουδάει και το 2020 αποφάσισε να ασχοληθεί με την τραγουδοποιία. Στα 26 του χρόνια, ο Πάμπλο (λόγω Νερούδα τον βάφτισε έτσι ο πατέρας του) Ντίλαν, έχοντας ήδη εγκαταλείψει το όνειρό του να γίνει μπασκετμπολίστας στο NBA («εξαιτίας της σωματοδομής μου»), παρουσιάζει το τελευταίο του EP «Fortitude» (έχει προηγηθεί το «Solitude» και θα ακολουθήσει το «Renaissance»). Νιώθει έτοιμος όπως δηλώνει στις συνεντεύξεις του να δεχθεί την όποια κριτική, αλλά δεν αλλάζει το επώνυμό του. «Δεν πρόκειται να το κάνω. Είναι η γενεαλογία μου. Αγαπώ τον παππού μου όπως κάθε εγγονός αγαπά τον παππού του. Είμαι απίστευτα περήφανος για τη δουλειά που έκανε. Αλλά κάνω το δικό μου πράγμα. Και το πεπρωμένο μου είναι δικό μου» δηλώνει.
Δεν έχει διαστάσει να ισχυριστεί (λίγο μικρότερος είναι η αλήθεια) ότι θέλει να γίνει «ο μεγαλύτερος σταρ του κόσμου», αλλά προς το παρόν οφείλει να κάνει υπομονή. Και για εκείνον και για εμάς. Η τριλογία των EP που παρουσιάζει αναφέρονται στα τρέχοντα γεγονότα, στην ανισότητα, στον αγώνα σχετικά με πολιτικά δικαιώματα στην Αμερική και στην ελπιδοφόρα αναγέννηση της κοινωνίας. Το «Fortitude» κυκλοφορεί μαζί με ένα επίσημο βίντεο για το single «Ward No. 9», το οποίο συζητεί την κατάσταση του σωφρονιστικού συστήματος των ΗΠΑ σήμερα.
Το «Fortitude» δημιουργήθηκε μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και όπως σημειώνει ο Πάμπλο Ντίλαν «είμαι σίγουρος ότι πολλοί από εσάς θα νιώσατε το ίδιο με μένα, θλίψη και απογοήτευση από την απόλυτη βαρβαρότητα που πήρε τη ζωή του Φλόιντ. Είμαι βαθιά πιστός στις υποσχέσεις που διατυπώνονται στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, αλλά δυστυχώς για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αυτές οι υποσχέσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Είναι αυτή η αδικία που αισθάνομαι και είναι το πιο ιερό καθήκον μου ως καλλιτέχνη να σχολιάσω». Νωρίτερα εφέτος κυκλοφόρησε το «Solitude», το πρώτο μέρος της τριλογίας που έχει ετοιμάσει. Περιγράφει τα EP ως δικές του ερμηνείες για τους καιρούς που ζούμε: «Το πρώτο, το «Solitude», είναι ένας προβληματισμός για τη μοναξιά και τη μνήμη των προηγούμενων εποχών. Το δεύτερο, το «Fortitude», είναι η ανάλυση του φόβου, της δύναμης και της επανάστασης και τι συμβαίνει όταν αυτές οι εικόνες του παρελθόντος ζωντανεύουν ξανά. Και το τρίτο, το «Renaissance», αφορά την τελική αναγέννηση που
θα πρέπει να ακολουθήσει σύντομα».
Τα τραγούδια του είναι σαφώς επηρεασμένα από τον παππού του, Μπομπ Ντίλαν, ενώ δεν έχει ξεχάσει και τις ιρλανδικές ρίζες που έχει από την πλευρά της μητέρας του. Φολκ και κάντρι μουσική, χωρίς να λείπουν οι συνθετικές αναφορές στα μπλουζ. Ο Πάμπλο γνωρίζει την ιστορία του, και πώς η ιστορία της ιρλανδικής μουσικής αλλά και οι ίδιοι οι ιρλανδοί μετανάστες έχουν επηρεάσει και διαμορφώσει τη χώρα στην οποία ζει. Οπως εξηγεί ο ίδιος: «Οι μελωδίες της Ιρλανδίας είναι πολύ σημαντικές για μένα. Μετά τους λιμούς στα μέσα του 19ου αιώνα οι άνθρωποι ήρθαν και πολέμησαν στον εμφύλιο πόλεμο των ΗΠΑ, μεταξύ των Βορείων και των Νοτίων. Είναι αδύνατον να διαχωρίσεις τους Ιρλανδούς από την αμερικανική μουσική. Είναι παρόντες στα μπλουζ, εξακολουθούν να ζουν – υπάρχει ένας βαθύς πόνος, οι άνθρωποι φωνάζουν για να τους ακούσουν».
Στα 15 του κατάλαβε ότι το επίθετο Ντίλαν έχει και τα κακά του. Οι μείξεις που παρουσίασε δημιούργησαν το παρατσούκλι «Rapping Grandson του Bob Dylan». Ηταν τα πρώτα του βήματα. Κι όμως δεν το έβαλε κάτω: «Τον παππού μου τον θεωρώ τον Jay-Z της εποχής του» απάντησε σε σχόλια που έγιναν στο Διαδίκτυο. «Τον αγαπώ μέχρι θανάτου» συμπλήρωσε. Ηταν μια σπάνια παραβίαση του ανεπίσημου οικογενειακού κώδικα σιωπής των Ντίλαν και η πρώτη φορά που ένα μέλος της οικογένειας προσπαθεί να μπει στη μουσική βιομηχανία, δύο δεκαετίες μετά τον θείο του Τζέικομπ. Ηταν τελείως απροετοίμαστος για όσα θα αντιμετώπιζε ως εγγονός του διάσημου παππού του.
Ουσιαστικά έβγαλε το Γυμνάσιο με το ζόρι, «ούτε που θυμάμαι τι έκανα εκεί ούτε κι έχω κάποιον φίλο από εκεί», επηρεάστηκε από τον Κάνιε Γουέστ και έναν δάσκαλό του. Ο τελευταίος δεν τον έμαθε να ραπάρει ή να γράφει μπαλάντες αλλά τον Ομηρο. «Με δίδαξε αυτόν τον μεγάλο ποιητή και πλέον έχω εμμονή μαζί του. Από τότε μέχρι σήμερα. Ολόκληρος ο κόσμος μας είναι χτισμένος πάνω σε αυτά τα παλιά πράγματα που μερικές φορές ξεχνάμε. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε να είναι σαν τον Αχιλλέα, και στη συνέχεια κυριολεκτικά έγινε Αχιλλέας και πέθανε νέος». Ο Πάμπλο Ντίλαν αναρωτιέται αν έχει σημασία ποιος είναι ο καλλιτέχνης: «Εχει σημασία ο Πόε; Εχει σημασία ο Σαίξπηρ; Εχει σημασία ο Ομηρος; Ή απλώς το έργο που άφησαν; Νομίζω ότι είναι απλώς το έργο». Σαν να μας λέει ξεχάστε το επώνυμό μου και ασχοληθείτε με τη δουλειά μου. Εχει κι αυτός τα δίκια του.