Μια πρώτη αποτίμηση της κατάστασης μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές, οι οποίες συνεχίζουν να κατακαίνε τη χώρα, επιχείρησε ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ, και καθηγητής Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών του ΕΚΠΑ, Ευθύμης Λέκκας.
«Θεωρώ ότι σήμερα είναι μια καλή μέρα από άποψη συνθηκών, για να θέσουμε υπό έλεγχο και τη φωτιά στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια. Οι άνεμοι όπως φαίνεται θα είναι χαμηλής έντασης, και υπάρχουν και περισσότερα μέσα σήμερα για την καταπολέμηση της πυρκαγιάς. Πρέπει να λάβουμε, βέβαια, υπόψιν ότι το σύστημα όλο έχει καταπονηθεί τόσες μέρες» είπε ο κ. Λέκκας.
«Συνολικά οι εκτάσεις που έχουν καεί είναι της τάξεως των 500 χιλιάδων στρεμμάτων, αλλά αυτό θα φανεί στη συνέχεια. Έχουμε να κάνουμε με μία περιβαλλοντική καταστροφή που είναι διαφορετική από θέση σε θέση. Το ερχόμενο χρονικό διάστημα θα αντιμετωπίσουμε και άλλες απειλές, οι οποίες συνοδεύουν τα πλημμυρικά φαινόμενα» προειδοποίησε ο ίδιος.
Εκτίμηση – σοκ
«Συνολικά έχουμε επιπτώσεις στον αέρα, το έδαφος, το υπέδαφος, στην πανίδα και την χλωρίδα των περιοχών αυτών. Ο χρόνος αποκατάστασης ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή και εξαρτάται από τι δυναμικό υπάρχει σε μια περιοχή για να ανακάμψει. Υπολογίζω πως σε μία δεκαετία, εφόσον κάνουμε επιτυχημένες παρεμβάσεις και δε συμβεί άλλη πυρκαγιά, θα μπορέσει να ανακάμψει μια περιοχή που έχει πληγεί, ως ένα βαθμό. Θα πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις για να αντιμετωπίσουμε τα πλημμυρικά φαινόμενα, αλλά και τη μόλυνση των εδαφών» τόνισε ο κ. Λέκκας.
Σχετικά με το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για να αποφύγουμε τέτοιες καταστροφές στο μέλλον, ο κ. Λέκκας σημείωσε ότι «Θα έπρεπε να είχαμε μια πιο αυστηρή επιτήρηση. Υπήρχαν πολλές εθελοντικές οργανώσεις που θα μπορούσαν να είχαν αναλάβει αυτό το ρόλο. Δε χρειάζονται πολλοί εθελοντές. Περίπου με 100.000 ευρώ θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε στις κρίσιμες περιόδους. Αυτό που θα έπρεπε επίσης να γίνει είναι αυστηροποίηση των μέτρων».
«Στην Αττική έχουν καεί γύρω στα 50.000 στρέμματα, όπως φαίνεται. Έχουμε να κάνουμε με επιπτώσεις στην ατμόσφαιρα» ανέφερε κλείνοντας ο κ. Λέκκας.
Πάνω από 650.000 στρέμματα οι καμένες εκτάσεις
Έως το μεσημέρι της Κυριακής 8/8 είχαν καεί περίπου 460.000 στρέμματα στην Εύβοια, 80.000 στρέμματα στην Αττική και 110.000 στρέμματα στη Λακωνία, ανεβάζοντας το σύνολο των καμένων εκτάσεων τουλάχιστον στα 650.000 στρέμματα. Με δεδομένο ότι οι πυρκαγιές στην Εύβοια συνεχίζουν να καίνε, αυτή η εκτίμηση είναι πολύ πιθανό να μεταβληθεί τις επόμενες ημέρες, σύμφωνα με το meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ).
Περίπου στις 12:20 της Κυριακής ο ευρωπαϊκός περιβαλλοντικός δορυφόρος Sentinel-2 κατέγραψε εικόνες υψηλής ανάλυσης από τις καμένες περιοχές σε Εύβοια, Αττική και Λακωνία, βοηθούμενος από τις ανέφελες συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα. Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών/meteo.gr επεξεργάστηκε αυτές τις εικόνες, ώστε να εκτιμήσει το μέγεθος των καμένων εκτάσεων και κατέληξε στις παραπάνω εκτιμήσεις.
Από την άλλη πλευρά, η χαρτογράφηση από την επιχειρησιακή μονάδα BEYOND του ΕΑΑ της καμένης έκτασης με βάση την εικόνα του ευρωπαϊκού δορυφόρου Sentinel-2, η οποία ελήφθη χθες στις 12:20, οδήγησε στην εκτίμηση ότι η καμένη έκταση στην Αττική υπολογίζεται σε 6.747 εκτάρια (περίπου 68.000 στρέμματα), κάπως μικρότερη από την εκτίμηση του meteo για 80.000 στρέμματα.
Σύμφωνα με τις έως τώρα εκτιμήσεις του Πληροφοριακού Συστήματος για τις Δασικές Πυρκαγιές στην Ευρώπη (European Forest Fire Information System – EFFIS), στην Εύβοια περίπου το 38% των καμένων περιοχών είναι δασικές εκτάσεις και το 24% άλλες φυσικές εκτάσεις, στην Αττική το ποσοστό των δασικών εκτάσεων ανέρχεται σε 37% περίπου και των λοιπών φυσικών εκτάσεων σε περίπου 34%, ενώ στη Λακωνία το 7% ήταν δασικές εκτάσεις και το 55% άλλες φυσικές εκτάσεις.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ΕΑΑ, τα επίπεδα των επιβλαβών αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 (λεπτά εισπνεόμενα σωματίδια, με διάμετρο περί τα 2,5 μικρόμετρα και μικρότερα) επανήλθαν σε φυσιολογικά χαμηλά επίπεδα στη Δυτική Ελλάδα (Πάτρα, Ναύπακτος κ.ά.), καθώς και στη Μεσσηνία, ενώ στο Λεκανοπέδιο Αττικής, όπου από χθες είχαν βελτιωθεί σημαντικά, συνεχίζουν και σήμερα στις περισσότερες περιοχές να είναι σε χαμηλά (κάτω των 10 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα) ή σε ικανοποιητικά επίπεδα (10-20 μg/m3), ενώ σε μερικές βρίσκονται σε μέτρια επίπεδα (20-25 μg/m3).