Τα ανελέητα πύρινα μέτωπα, που μετά τον μακρύ καύσωνα σάρωσαν στην κυριολεξία ολόκληρη τη χώρα κατακαίγοντας εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δασικών και καλλιεργούμενων εκτάσεων, δοκίμασαν τις αντοχές των πυροσβεστικών δυνάμεων, έθεσαν υπό αμφισβήτηση τον όλο σχεδιασμό της δασοπυρόσβεσης, κλόνισαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και χωρίς αμφιβολία θόλωσαν τη μέχρι τώρα εικόνα αποτελεσματικότητας που χαρακτήριζε την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οι φωτιές επενέφεραν μνήμες του 2007
Ηταν η πρώτη φορά που οι κυβερνητικές δυνάμεις έχασαν σταδιακά τον έλεγχο της κατάστασης. Η αντίδρασή τους ήταν αργή, τα μέσα παρά τον έγκαιρο προγραμματισμό περιορισμένα για το εύρος και τον αριθμό των πυρκαγιών. Και βεβαίως φαίνεται να μη λειτούργησαν οι μηχανισμοί έγκαιρης προειδοποίησης και ταχείας επέμβασης. Κάποια στιγμή οι φωτιές είχαν ζώσει από άκρου εις άκρον ολόκληρη τη χώρα. Η φωτιά στη Βαρυμπόμπη έλαβε γρήγορα μεγάλες διαστάσεις, απείλησε την Πάρνηθα και έπνιξε στους καπνούς την πρωτεύουσα. Σχεδόν ταυτόχρονα απλώθηκαν φωτιές στην Πελοπόννησο, από τη Μάνη και τη Μεσσηνία μέχρι τον εμβληματικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας, ξυπνώντας μνήμες του 2007.
Ταυτόχρονα αλλεπάλληλες πυρκαγιές κατέκαιαν την Εύβοια, και άλλες μικρότερης έντασης απειλούσαν τη Φωκίδα, τη Φθιώτιδα, την Αιτωλοακαρνανία, τα Γρεβενά, περιοχές της Κοζάνης, το Βέρμιο, την Κόνιτσα και άλλες περιοχές της χώρας, κατακερματίζοντας τις δυνάμεις και περιορίζοντας τις δυνατότητες ουσιαστικής παρέμβασης.
Τη νύχτα της περασμένης Τρίτης μέχρι το μεσημέρι της Τετάρτης ο κίνδυνος απώλειας του ελέγχου ήταν ορατός διά γυμνού οφθαλμού. Σώθηκε κάπως προσωρινά η παρτίδα την τελευταία στιγμή χάρις στις ηρωικές προσπάθειες των εναέριων και επίγειων πυροσβεστικών δυνάμεων, αλλά και στην κινητοποίηση των πολιτών που έπεσαν στην κυριολεξία στη μάχη προκειμένου να σώσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους.
Ωστόσο οι φωτιές δεν έσβησαν, η απειλή παρέμεινε ενεργή και την περασμένη Πέμπτη η Αττική βρέθηκε ξανά περικυκλωμένη, έρμαιο επικίνδυνων αναζωπυρώσεων και νέων πυρκαγιών.
Πύρινος εφιάλτης χωρίς τέλος
Ο πύρινος εφιάλτης έμοιαζε ατελείωτος, συνεχίζοντας να δοκιμάζει τις αντοχές των πυροσβεστικών δυνάμεων στην Αττική, στη Μάνη, στη Μεσσηνία, στην Ηλία, στη Φωκίδα και βεβαίως στην Εύβοια που βίωσε την «καταστροφή του αιώνα», όπως δήλωσε τοπικός δήμαρχος.
Το βράδυ της Παρασκευής ήταν φανερό ότι οι φωτιές στα δάση δεν μπορούσαν να ελεγχθούν και οι περισσότεροι εναπέθεταν δυστυχώς τις ελπίδες τους στην επερχόμενη μεταβολή των καιρικών συνθηκών, στην υποχώρηση του καύσωνα και στην προοπτική των βροχοπτώσεων.
Η προηγούμενη οδυνηρή εμπειρία στο Μάτι της Αττικής επέβαλε σωστά τις έγκαιρες εκκενώσεις των απειλούμενων οικισμών, με προφανή σκοπό την αποτροπή θανάτων απο τις φωτιές.
Ωστόσο οι καταστροφές σε σπίτια, φυτικό και ζωικό κεφάλαιο ήταν ανυπολόγιστες. Στις πρώτες μέρες του Αυγούστου κατακάηκαν περισσότερα από 500.000 στρέμματα δασικών εκτάσεων, σχεδόν όσα τις προηγούμενες τρεις χρονιές μαζί.
Η παράμετρος της κλιματικής βόμβας
Ουσιαστικά ήταν η πρώτη, οδυνηρή μπορεί να πει κανείς, επαφή της νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, που από εδώ και πέρα, με τα ακραία γεγονότα που το συνοδεύουν, θα δοκιμάζει συνεχώς τις αντοχές των κοινωνιών και των κυβερνήσεων παντού στον κόσμο.
Δεν είναι απίθανο δε τα ακραία φαινόμενα να επιμείνουν και να μας επισκεφθούν ξανά και ξανά στο επόμενο διάστημα, καθώς ο Αύγουστος είναι μπροστά, το καλοκαίρι μακρύ και το βροχερό φθινόπωρο που θα ακολουθήσει μπορεί να δώσει πλημμυρικά γεγονότα εξαιτίας της τραυματισμένης από τις πυρκαγιές φύσης.
Κοινώς, ο παράγοντας της κλιματικής αλλαγής με την παράμετρο των πυρκαγιών εισέβαλε κατά τρόπο τραγικό στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι θα επιδράσει κατά τρόπο σημαντικό στη λειτουργία της χώρας.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν η τρέχουσα τραυματική εμπειρία θα επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα της χώρας και, το κυριότερο, αν θα κλονίσει τις προοπτικές της οικονομίας, που πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών φάνταζαν ελπιδοφόρες και ικανές να προσπεράσουν τα όποια εμπόδια έθετε η παραμένουσα απειλητική υγειονομική κρίση.
Χυδαίες επιθέσεις, τοξικές συγκρούσεις
Η αλήθεια είναι ότι το πολιτικό κλίμα οξύνθηκε, ιδιαιτέρως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, μέλη και στελέχη του οποίου έκριναν ότι μπορούσαν να πάρουν τη ρεβάνς για όσα αντιμετώπισαν μετά τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, για τα κλιματικά ελαφρυντικά που τότε διεκδίκησαν και δεν αναγνωρίστηκαν από την κατέχουσα τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νέα Δημοκρατία. Τα υπόγεια της «μαύρης» προπαγάνδας πήραν «φωτιά». Οι επικρίσεις κατά του επιτελικού κράτους και προσωπικά εναντίον του Πρωθυπουργού κατέκλυσαν το Διαδίκτυο και διακρίθηκαν για την τοξικότητά τους. Ορισμένοι στα social media και ειδικά στο Twitter ξέφυγαν πραγματικά, ξεπέρασαν κάθε όριο χυδαιότητας και έφτασαν στο σημείο να δημιουργήσουν hashtag με ετικέτα «#Mητσοτάκη γ…» προκειμένου να πλήξουν τον Πρωθυπουργό.
Μάλιστα βρέθηκε τοπικό στέλεχος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να το ξεστομίσει στον αέρα σε μια σύνδεση της ΕΡΤ με τα καμένα της Εύβοιας. Βεβαίως υπήρχε το έδαφος. Η εχθροπάθεια περίσσευε όλο το προηγούμενο διάστημα και οι βολές ήταν συνεχείς, με τις περισσότερες εκτός των ορίων και των ηθών του πολιτικού πολιτισμού που χαρακτηρίζει την αντιπαράθεση των κομμάτων. Είχε προηγηθεί πολεμική διαρκείας κατά του Πρωθυπουργού και της συζύγου του για τα όποια κενά στο «πόθεν έσχες», συνοδευόμενη από ρητορική παλαιοκομματικού στυλ που παρέπεμπε στις απόλυτα διχαστικές μέρες της δεκαετίας του ’80. Ο Αλέξης Τσίπρας απέφυγε να καταδικάσει ευθέως τα «παρατράγουδα» των υπογείων της προπαγάνδας, παρά τις πολλές εσωτερικές αντιδράσεις για τον χαρακτήρα και την ποιότητα της ασκούμενης αντιπολίτευσης. Παρέκαμψε τις ενστάσεις των κ.κ. Τσακαλώτου, Φίλη και άλλων και προτίμησε να θυμίσει την πίεση που είχε δεχθεί ο ίδιος για το Μάτι, μιλώντας για «τυμβωρύχους» που «προκαλούν αυτοθαυμαζόμενοι πάνω από τα καμένα».
«Οι συγκρίσεις θα γίνουν στην ώρα τους»
Το περιβάλλον του Πρωθυπουργού αποδίδει ευθέως την ευθύνη διολίσθησης της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην «απόλυτη χυδαιότητα» στον κ. Τσίπρα. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης θεωρεί ότι «οι προσωπικές επιθέσεις είναι ενορχηστρωμένες» και πως υπάρχει «συνιστώσα Τσίπρα πίσω από αυτές». Διαμηνύει δε χαρακτηριστικά ότι δεν πρόκειται να μπει σε προσωπική αντιπαράθεση παρά θα απαντήσει «μία και μόνη φορά στον κ. Τσίπρα» και αυτό θα γίνει «κάποια στιγμή σύντομα στη Βουλή», όπου θα δώσει «απαντήσεις για όλα» και θα περιγράψει «την αθλιότητα του ΣΥΡΙΖΑ». Στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι όπως προκύπτει και από τις έρευνες των διαθέσεων της κοινής γνώμης, «η δημόσια εικόνα του κ. Τσίπρα είναι κατεστραμμένη» και ακριβώς επειδή βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερή θέση «προσπαθεί να ρεφάρει στα αποκαΐδια». «Οι συγκρίσεις θα γίνουν στην ώρα τους, στο τέλος της τετραετίας» μεταδίδει ο κ. Μητσοτάκης, «όταν θα κληθεί ο ελληνικός λαός να αποτιμήσει τις επιδόσεις του ενός και του άλλου κόμματος, τι κάναμε εμείς και τι άφησαν αυτοί πίσω τους».
Οπως και να έχει πάντως γίνεται φανερό ότι η ένταση περισσεύει στην πολιτική σκηνή, την ώρα που η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη, νωρίς-νωρίς, και με την κλιματική κρίση και τις πολλές συνέπειές της, τόσο στα δημόσια οικονομικά όσο και στον τουρισμό, που δεν έχουν ακόμη συνέλθει από τα βάρη της τρέχουσας υγειονομικής και της προηγηθείσης μακράς οικονομικής κρίσης.
Αισιοδοξία για την πορεία της οικονομίας
Πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών το οικονομικό κλίμα φάνταζε σπουδαίο, ο τουρισμός εκινείτο με δυναμισμό παρά τον κορωνοϊό και όλοι οι αναλυτές προσέβλεπαν στην περαιτέρω ενίσχυσή του τον Αύγουστο και στην παράταση της τουριστικής περιόδου πέραν του Σεπτεμβρίου. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι οικονομικοί αναλυτές των τραπεζών ανέμεναν εντυπωσιακή ανάκαμψη του τουρισμού, ικανή να προσθέσει ακόμη και δύο μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ.
Δεν δίσταζαν μάλιστα να προβλέπουν ότι με δεδομένα τα επίπεδα της αυξημένης κατανάλωσης και της τουριστικής κίνησης η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να επιτύχει το 2021 ρυθμούς ανάπτυξης μεταξύ 5,5% και 6%. Ενθαρρύνονταν δε και από τις πρώτες εκτιμήσεις για την εξέλιξη των μεγεθών στη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου τριμήνου του τρέχοντος έτους. Κατά μία εκδοχή στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 η ανάπτυξη έτρεχε με διψήφιο ποσοστό. Πρώιμες προβλέψεις δε, ήθελαν να εκδηλώνεται και στο τρίτο τρίμηνο δυναμική ανάκαμψη, πολύ υψηλότερη του αντίστοιχου περσινού. Υπολόγιζαν μάλιστα ότι θα ήταν τέτοια η δυναμική που θα μπορούσε να απορροφήσει ακόμη και δυσμενείς εξελίξεις εξαιτίας ενδεχόμενης επιδείνωσης της υγειονομικής κρίσης στο τέταρτο τρίμηνο του έτους. Συνδυαζόμενες μάλιστα οι προγνώσεις, βεβαίωναν ότι η τρέχουσα χρονιά θα μπορούσε να δημιουργήσει μια πολύ ισχυρή βάση ανάκαμψης και εκκίνησης από πιο στέρεες βάσεις για το 2022. Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίζεται η θετική επίδραση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που άρχισαν να εισρέουν και είναι ικανοί να προσθέσουν δυναμική στην οικονομία.
Η οικονομική επίπτωση των πυρκαγιών
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στην πολιτική και στην οικονομία. Ορισμένοι θέλουν να τις προσπερνούν με τη συνήθη αποστροφή στα κακά μαντάτα. Ομως κατά πάσα βεβαιότητα θα επαυξήσουν το δημοσιονομικό κόστος, το γενικότερο οικονομικό κλίμα θα επηρεάσουν, την κοινωνική ένταση θα πολλαπλασιάσουν και την κυβέρνηση θα πιέσουν πολλαπλώς. Στοιχεία που θα απαιτήσουν αναπροσαρμογές, αλλαγή προτεραιοτήτων και στόχων βεβαίως.
Ο έλεγχος τόσο του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής όσο και ο περιορισμός των φυσικών καταστροφών που θα το συνοδεύουν είναι ένα πολυσύνθετο και περίπλοκο θέμα. Για την άμβλυνση των συνεπειών του θα χρειαστούν δομικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της πολιτικής.
Η αναπτυξιακή πολιτική οφείλει να λάβει υπ’ όψιν τον νέο αυτόν παράγοντα, η χωροταξική και οικιστική να αυστηροποιηθούν, η φορολογική πολιτική να αναπροσαρμοστεί, οι υποδομές θα χρειαστούν ανακατεύθυνση και βεβαίως η πολιτική προστασία είναι απαραίτητο να αναδιαταχθεί, να διευρυνθεί και μαζί να ενισχυθεί. Η δοκιμασία θα είναι διαρκής και η προσπάθεια μακρά.
Κατόπιν τούτων η πρόκληση για την ελληνική πολιτική είναι μεγάλη, αντίστοιχη της σχεδόν υπαρξιακής κρίσης που δημιουργεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν επιτέλους να σκύψουν με μεγάλη προσοχή στο μείζον πρόβλημα της νέας εποχής, χωρίς τις άγονες εντάσεις του παρελθόντος και τις αλληλοκατηγορίες της συμφοράς.