Σε ένα επικίνδυνο αδιέξοδο έχουν οδηγηθεί για πολλοστή φορά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς οι υποσχέσεις για ένα «ήσυχο καλοκαίρι» μετουσιώθηκαν σε μια στρατηγική ρητορικής έντασης από την Αγκυρα, που έχει ως στόχο να αποδυναμώσει διπλωματικά την Ελλάδα. Τη στιγμή που διεθνώς από όλες τις πλευρές εκφράζεται η ομόθυμη καταδίκη της Τουρκίας για την πρόταση των δύο κρατών και τις γνωστές παράνομες ενέργειες στα κατεχόμενα της Βόρειας Κύπρου. Και το καίριο ερώτημα είναι τώρα το πού θα οδηγήσουν όλα αυτά, καθώς πέρα από τις φραστικές αυτές καταδίκες, δεν διαγράφεται στον ορίζοντα κάποια μορφή κυρώσεων ή αποτελεσματικών πιέσεων. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι ούτε το Συμβούλιο Ασφαλείας συνήλθε για να συζητήσει θέμα κυρώσεων, περιοριζόμενο με μια απλή δήλωση του προεδρεύοντος γάλλου πρέσβη, ενώ ούτε η Ειρηνευτική Δύναμη του ΟΗΕ στην Κύπρο κινητοποιήθηκε για να αποτρέψει το παράνομο άνοιγμα μέρος των Βαρωσίων.
Εχουμε δηλαδή και στην περίπτωση αυτής της ακραίας τουρκικής πρόκλησης την επανάληψη της γνωστής τακτικής από τους διεθνείς παράγοντες, που περιορίζονται πάντα σε φραστικές καταδίκες, οι οποίες βέβαια δεν ιδρώνουν το αφτί της Αγκυρας, με αποτέλεσμα να συνεχίζει απτόητη τη γνωστή πολιτική της. Τίθεται μάλιστα ζήτημα και για την αποτελεσματικότητα των πολυδιαφημισμένων τριμερών συμμαχιών, που και αυτές περιορίζονται σε άνευ ουσίας αντιδράσεις. Και το μόνο που καταφέρνουν είναι να δίνουν δικαιώματα στην Τουρκία να ισχυρίζεται ότι έχει αποκλεισθεί από τη δυνατότητα διαμοιρασμού των περιώνυμων ενεργειακών αποθεμάτων της Ανατολικής Μεσογείου, παρά το γεγονός ότι κατέχει το μεγαλύτερο μήκος ακτών στην περιοχή αυτή. Αλλο βέβαια αν τώρα θεωρείται ότι τα αποθέματα αυτά δεν είναι εμπορικά εκμεταλλεύσιμα και άρα όλος αυτός ο καβγάς δεν έχει πλέον ουσιαστικό νόημα.
Πρέπει όμως παράλληλα να παραδεχθούμε και τις τεράστιες ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς, που ουδέποτε στο παρελθόν αποδέχθηκε τις όποιες συμβιβαστικές προτάσεις είχαν παρουσιαστεί και τις οποίες είναι περιττό να επαναλάβουμε για πολλοστή φορά. Διότι αν τις είχε αποδεχθεί δεν θα μπορούσε η Τουρκία να προτείνει τη λύση των δύο κρατών και να ισχυρίζεται σήμερα ότι φταίνε οι Ελληνοκύπριοι, ενώ συνεχίζει να κατέχει, επί μισό αιώνα περίπου, το βόρειο τμήμα της Κύπρου, κατόπιν στρατιωτικής εισβολής. Αποβλέποντας έτσι στο να ξεχάσει η Διεθνής Κοινότητα ότι το Κυπριακό είναι «ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής», όπως πολύ εύστοχα είχε επισημάνει ο αείμνηστος Γιάννος Κρανιδιώτης. Και να δούμε τώρα πού θα καταλήξουν όλα αυτά, καθώς οι Τούρκοι αρνούνται ακόμη και τη συνέχιση των διερευνητικών επαφών, που θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τουλάχιστον ένα κλίμα σχετικής ηρεμίας.