Στη δεκαετία του 1980, ταινίες όπως ο «Δαιμονισμένος άγγελος» και οι «9½ εβδομάδες» ανέδειξαν τον Μίκι Ρουρκ σε ένα από τα πιο «καυτά» ονόματα του Χόλιγουντ. Στη μέση μιας λαμπρής καριέρας όμως, ο 69χρονος σήμερα Ρουρκ εξαφανίστηκε από το σινεμά επιστρέφοντας σε μια από τις πρώτες του αγάπες, το μποξ. Επέστρεψε παρότι απεχθανόταν πια τον χώρο της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Από την επιστροφή του και μετά, η νέα καριέρα του Μίκι Ρουρκ τον έχει μετατρέψει σε cult symbol, ενώ το 2009 προτάθηκε για το Οσκαρ Α’ ρόλου έχοντας παίξει έναν αθλητή του wrestling στην ταινία «Ο παλαιστής» του Ντάρεν Αρονόφσκι. Πέρυσι τον Σεπτέμβριο βρέθηκε για λίγες μέρες στη χώρα μας για τη συμμετοχή του στην ταινία της Γελένα Πόποβιτς «Ο άνθρωπος του Θεού», στην οποία ο Αρης Σερβετάλης πρωταγωνιστεί στον ρόλο του Αγίου Νεκταρίου. «Το Βήμα» συνάντησε τον Μίκι Ρουρκ στον Αστέρα της Βουλιαγμένης. Ιδού τι μας είπε:
Πώς προέκυψε η συνεργασία σας στην ταινία «Ο άνθρωπος του Θεού»;
«Μέσω της σκηνοθέτριας που επικοινώνησε με τον μάνατζέρ μου. Διάβασα το σενάριο και μου άρεσε που παρά τη συντομία του, ο ρόλος μου είναι πολύ σημαντικός για την ταινία διότι κατά κάποιον τρόπο είναι το σημείο καμπής της ιστορίας. Είναι το τελευταίο θαύμα του Αγίου Νεκταρίου, απέναντι σε έναν απελπισμένο άνθρωπο που θέλει να πεθάνει. Δείχνει τη δύναμή του».
Εσείς έχετε επαφή με τη θρησκεία;
«Ναι, πολύ μεγάλη. Από παιδί. Η γιαγιά μου ήταν πολύ θρήσκα… Ο νεότερος αδελφός μου ο Τζόι αρρώστησε, επρόκειτο να πεθάνει, του έδιναν έξι μήνες ζωής. Δεκαεπτά ετών και είχε καρκίνο. Τότε η γιαγιά μου με έταξε στον άγιο των Θαυμάτων. Αρχισα να προσεύχομαι κάθε μέρα. Τελικά ο αδελφός μου έζησε για πολλά χρόνια – ο καρκίνος ερχόταν και έφευγε… Πέθανε πριν από 11 χρόνια. Οποτε ο καρκίνος επανεμφανιζόταν πάθαινε ένα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα γιατί δεν άντεχε τη χημειοθεραπεία. Μια φορά βρέθηκε σε κώμα για δύο μήνες. Επίσης είχε κάνει και φυλακή, τέσσερα χρόνια».
Ο θάνατός του σας έφερε πιο κοντά στον Θεό;
«Στην αρχή ήμουν πολύ θυμωμένος, εξοργισμένος με τον Θεό. Την ίδια εκείνη νύχτα, θυμάμαι έβρεχε καταρρακτωδώς, μπήκα στη θάλασσα με τα ρούχα σε κάποια παραλία του Μαϊάμι και άρχισα να βρίζω τον Θεό ανελέητα (σ.σ.: ο Ρουρκ χρησιμοποιεί εκφράσεις που δεν μπορούν να δημοσιευθούν). Ούρλιαξα σε σημείο που δεν είχα πια φωνή. Ηπια ένα μπουκάλι ουίσκι και ένα μπουκάλι βότκα χωρίς να μεθύσω – και δεν είμαι πότης. Δύο χρόνια αργότερα, στη Νέα Υόρκη, βρέθηκα με τον πατέρα Πίτερ, τον εξομολογητή μου που πέθανε πέρυσι. Του είπα ότι δεν μπορούσα πια να προσευχηθώ, τόσο θυμωμένος ήμουν με τον Θεό. Κι εκείνος μου εξήγησε ότι χρειάζομαι χρόνο. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Τζόι άρχισα να προσεύχομαι ξανά».
Σας απασχολεί ο θάνατος;
«Από τότε που πέθανε ο αδελφός μου δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Θέλω να βρεθώ πάλι κοντά του. Θέλω να τον ξαναδώ. Ενα μέρος του εαυτού μου είναι εντάξει που βρίσκεται τώρα εδώ μαζί με όλους, αλλά ένα άλλο θέλει να βρεθεί σε εκείνο το άλλο μέρος. Κάθε μέρα σκέφτομαι τον θάνατο. Εξάλλου όσο γερνάς τόσο περισσότερους ανθρώπους χάνεις. Εχω πολύ λίγους φίλους ηθοποιούς και καλλιτέχνες και κάποιοι πέθαναν. Ο Γουίλι Ντε Βιλ, ο Τζόνι Χάλιντεϊ, με τον οποίο ήμασταν σαν αδέλφια. Νιώθω ότι οι περισσότεροι φίλοι μου βρίσκονται πια στην απέναντι μεριά».
Πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
«Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσα στο Μαϊάμι και ήταν άσχημα χρόνια. Ο σύντροφος της μητέρας μου που ήταν αστυνομικός μας έδερνε. Ντρεπόμουν. Δεν ήμουν καλός μαθητής παρά μόνο στον αθλητισμό, το αμερικανικό ποδόσφαιρο. Ηταν πολύ εύκολο για μένα να γίνω εγκληματίας. Ο αδελφός μου έγινε εγκληματίας, εγώ θα γινόμουν γκάνγκστερ. Αλλά ο μόνος τρόπος για να γίνεις πραγματικός γκάνγκστερ είναι να σκοτώσεις. Για πολλά χρόνια δούλεψα για γκάνγκστερς. Εκανα διάφορα πράγματα αλλά δεν σκότωσα. Ενιωθα άνετα ανάμεσα σε αυτού του τύπου τους ανθρώπους. Παράλληλα όμως με ενδιέφερε και η ηθοποιία. Μια μέρα ένας πολύ ισχυρός γκάνγκστερ, ο επικεφαλής μιας από τις πέντε μεγάλες φαμίλιες της Νέας Υόρκης, ο οποίος τελικά πέθανε στη φυλακή, μου είπε ότι με θέλει μαζί του. «Αν όμως θες να ασχοληθείς με την ηθοποιία ασχολήσου με αυτήν» μου είπε. «Δεν μπορείς να κάνεις και τα δύο». Κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα σκοτώσω για λεφτά».
Είναι γνωστό ότι επίσης πυγμαχείτε. Πώς ασχοληθήκατε με το μποξ;
«Το έμαθα στον δρόμο, 11 χρόνων. Από τότε πυγμαχούσα. Ηταν η δουλειά μου για πολλά χρόνια και μπορώ να πω ότι με έσωσε. Εξακολουθώ να πυγμαχώ. Ωστόσο στα νιάτα μου σταμάτησα το μποξ επειδή τραυματίστηκα. Τότε μου μπήκε η ιδέα της ηθοποιίας».
Και ενώ είχατε μια σπουδαία καριέρα ως ηθοποιός, στη δεκαετία του 1990 την εγκαταλείψατε και επιστρέψατε στο μποξ. Γιατί;
«Γιατί κατάλαβα ότι δεν χρειαζόταν να ήσουν καλός για να είσαι ηθοποιός. Ενας μέτριος ηθοποιός μπορεί να παίξει σε μια ταινία Marvel που θα φέρει 200 εκατ. δολάρια. Ακόμα και αν είναι κακός ηθοποιός μπορεί να γίνει σταρ. Και το βαρέθηκα όλο αυτό το παραμύθι».
Παρ’ όλα αυτά παίξατε σε ταινία της Marvel, το «Iron Man 2».
«Και πετσόκοψαν τον ρόλο μου σχεδόν στο μισό γιατί ήμουν καλύτερος από τον πρωταγωνιστή της ταινίας (σ.σ.: τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ). Γιατί ποτέ δεν με θέλησαν στ’ αλήθεια πίσω. Γιατί είμαι αουτσάιντερ. Το Χόλιγουντ έχει να κάνει με τη μετριότητα. Δεν ενδιαφέρεται για το αν είσαι σπουδαίος ηθοποιός. Αρκεί να τα φέρνεις. Εγώ δούλεψα πολύ για να γίνω αυτό που έγινα. Διάβαζα, πήγαινα στα μαθήματα, ήμουν αφοσιωμένος. Σήμερα δεν έχω καμία εκτίμηση για τη βιομηχανία του κινηματογράφου. Οταν δούλευα με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στον «Δαιμονισμένο άγγελο» τον έκανα να κατουρηθεί πάνω του. Προσπάθησε να παίξει παιχνίδια μυαλού μαζί μου. Ενώ έκανε αυτοσχεδιασμούς, δεν επέτρεπε σε εμένα να κάνω. Κλαψούριζε στον σκηνοθέτη Αλαν Πάρκερ, ο οποίος μου συμπεριφερόταν σαν σκουπίδι και τον έγλειφε. Μια μέρα, σε μια σκηνή, άγγιξα το χέρι του Ντε Νίρο (σ.σ.: ο Ρουρκ δείχνει πώς) και έτρεξε αμέσως στον Πάρκερ ζητώντας του να μου πει να μην τον αγγίζω. Τότε τον έπιασα και του είπα ότι αν νομίζει ότι μπορεί να με πειράξει είναι βαθιά γελασμένος. «Δεν ξέρεις πού έχω βρεθεί, αδερφάκι μου. Διάλεξες τον λάθος άνθρωπο». Από τότε αν βρεθούμε μαζί στον ίδιο χώρο σηκώνεται και φεύγει. Ο Ντε Νίρο είναι ένα κλαψιάρικο μωρό και λυπάμαι γιατί υπήρξε πρότυπό μου. Με μίσησε γιατί ήμoυν πραγματικά καλός σε αυτό που έκανα».
Νιώσατε δικαίωση που εν τέλει ένας ρόλος αθλητή σάς οδήγησε στις υποψηφιότητες των Οσκαρ; Τι υπέροχη αλήθεια ταινία ο «Παλαιστής».
«Δεν μου άρεσε η ταινία. Μου άρεσε ο σκηνοθέτης, όχι όμως η ταινία. Δεν μου άρεσε που έπαιζα έναν loser και δεν μου αρέσει καθόλου το wrestling. Κερδίσαμε το BAFTA, όχι όμως το Οσκαρ γιατί Οσκαρ σημαίνει πολιτική».
Η ταινία «Ο άνθρωπος του Θεού» θα διανεμηθεί στις 26 Αυγούστου στις αίθουσες από τη Feelgood Entertainment.