«Κάποιος θα πρέπει να συκοφάντησε τον Γιόζεφ Κ., διότι χωρίς να έχει κάνει τίποτα κακό, ένα ωραίο πρωί συνελήφθη». Η φράση, με την οποία αρχίζει η Δίκη του Φραντς Κάφκα, δεν έλεγε να μου φύγει από τον νου καθώς κατηφόριζα στην Οδό των Αλχημιστών της Πράγας έπειτα από σύντομη επίσκεψη στο κάστρο που δεσπόζει στην πόλη. Κι εδώ αναμένονταν φασαρίες και συλλήψεις την επομένη. Ηταν παραμονή Πρωτομαγιάς του 1989 και δεν δυσκολευόσουν να καταλάβεις πως το καθεστώς κατέρρεε. Στο ιστορικό κέντρο είχαν αναπτυχθεί σημαίες και πανό, όμως ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Οι Αρχές είχαν δώσει εντολή όλοι οι επισκέπτες να απομακρυνθούν από την πόλη εκείνη τη μέρα. Ηταν ειρωνικό, γιατί κανείς άλλος συγγραφέας εκτός από τον Κάφκα δεν περιέγραψε με την ίδια δύναμη τον αδυσώπητο χαρακτήρα της εξουσίας. Ο ίσκιος του στοίχειωνε την Πράγα, όπως κι η Πράγα, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, στοιχειώνει τα γραπτά του. Και έμοιαζε δύο φορές ειρωνικό, όταν σκεφτόσουν ότι το άγαλμά του παρέμενε στη θέση του, όπως και η πλάκα στο σπίτι όπου γεννήθηκε και βέβαια ο οικογενειακός τάφος των Κάφκα στο εβραϊκό κοιμητήριο Στρασνίτσε.
Τα βιβλία του εν τούτοις δεν υπήρχαν πουθενά. Από το 1924 που πέθανε σ’ ένα αυστριακό σανατόριο ως τότε είχαν απαγορευθεί τρεις φορές: πρώτα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, κατόπιν σε όλη τη σταλινική περίοδο και τέλος μετά την εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1968 ως την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Είχε μεσολαβήσει η σύντομη περίοδος της φιλελευθεροποίησης στη δεκαετία του 1960, όταν τα βιβλία του κυκλοφορούσαν. Ηταν όμως αρκετή για να ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση των Τσέχων ο μεγάλος συγγραφέας με την πόλη του.
Πόλη χρονολογημένη και άχρονη
Καθώς πλησίαζα στο σπιτάκι όπου ο Κάφκα έζησε φιλοξενούμενος από τη νεότερη αδελφή του, Οτλα, από τον νου μου περνούσαν ανάκατα τόσο τα περιστατικά του βίου του όσο κι αυτά που περιγράφει στα βιβλία του. Σκεφτόμουν πως η Πράγα είναι από τις ελάχιστες πόλεις που παρέμειναν άθικτες σχεδόν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αρα θα πρέπει να είναι χρονολογημένη. Ταυτόχρονα όμως σου έδινε την αίσθηση πως ήταν και άχρονη, όπως αποτυπώνεται στο έργο του Κάφκα. Οχι μόνο στα διηγήματα και στα μυθιστορήματά του αλλά και στις αμέτρητες επιστολές του, που όταν τις διαβάζει κανείς δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει πως αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συγγραφικού του έργου.
Ημουν δύσπιστος σε ό,τι αφορά τον θρύλο, που τον συντηρούν αναλυτές και βιογράφοι, ότι ο Κάφκα ήταν ένας απελπισμένος και νευρασθενικός υπάλληλος που μπορεί μεν να απεχθανόταν τη δουλειά του αλλά την έκανε με εξαιρετική αποτελεσματικότητα. Δεν πίστευα – και δεν το πιστεύω και σήμερα – πως μπορούμε να τον κατατάξουμε στους μοντερνιστές, μολονότι επηρέασε όσο κανένας άλλος έναν κατ’ εξοχήν μοντερνιστή συγγραφέα: τον Μπέκετ. (Ο Πότζο, για παράδειγμα, στο Περιμένοντας τον Γκοντό παραπέμπει ευθέως στον Μαστιγωτή της Δίκης.) Ο Λούκατς – όχι άδικα – κατατάσσει τον Κάφκα στους κορυφαίους ρεαλιστές γιατί το περιεχόμενο είναι εκείνο που σε όλο του το έργο υπαγορεύει τη μορφή. Μαζί βέβαια με το πάθος της ειλικρίνειας, που στην ακραία του μορφή οδηγεί στο Angst (άγχος), βασικό γνώρισμα της κεντροευρωπαϊκής πεζογραφίας. Κανείς συγγραφέας του 20ού αιώνα δεν διαθέτει την απίστευτη αυθεντικότητά του και επ’ αυτού δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Για τούτο κι ο Λούκατς προβαίνει σε μια εξαιρετική παραπομπή στον Κίρκεγκαρντ που έλεγε πως «όσο μεγαλύτερη είναι η αυθεντικότητα ενός ανθρώπου τόσο περισσότερο ο ίδιος βρίσκεται στο έλεος του «Angst»».
Τρεις αδελφές στα κρεματόρια
Αυτά και άλλα συναφή μού τριβέλιζαν το νου, ώσπου έφτασα μπροστά στο σπιτάκι στο 22 της Οδού των Αλχημιστών. Και καθώς στεκόμουν μπροστά στο χαμηλό παράθυρο προσπαθώντας να δω στο εσωτερικό του, ξετυλίχθηκε η θλιβερή ιστορία: ο Κάφκα, που πέθανε φυματικός το 1924, είχε τρεις αδελφές – την Ελι, τη Βάλι και την Οτλα. Και οι τρεις εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Οτλα, που ο Κάφκα της είχε μεγάλη αδυναμία, όταν εφαρμόστηκαν και στην Τσεχοσλοβακία οι νόμοι της Νυρεμβέργης ζήτησε από τον σύζυγό της Γιόζεφ, που δεν ήταν Εβραίος αλλά Καθολικός, να χωρίσουν προκειμένου να προστατευθούν τα δυο τους κορίτσια. Στη συνέχεια «δήλωσε» Εβραία. Λέγεται πως πριν αφήσει το σπίτι της ο Γιόζεφ γυάλισε τα παπούτσια της και τα πέρασε στη συνέχεια με γράσο. «Τώρα είναι αδιάβροχα» της είπε. Την Οτλα την έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Τερέζιενσταντ. Στις 5 Οκτωβρίου 1943 συνόδευσε εθελοντικά τη μεταφορά μιας ομάδας παιδιών στο Αουσβιτς, όπου τόσο τα παιδιά όσο και η ίδια εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων.
Η επέλαση των τουριστών
Ο Κάφκα δεν άντεχε και τον παραμικρό θόρυβο όταν καθόταν να γράψει. Σ’ αυτόν τον δρόμο, σ’ αυτό το σπίτι, όπου η ησυχία ήταν απόλυτη, όπως και τώρα που στεκόμουν μπροστά στο παράθυρο, έμεινε από το 1916 ως το 1917 και έγραψε μερικά από τα εντυπωσιακότερα διηγήματά του. Οταν βρέθηκα εκεί, γύρω δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Δεν υπήρχαν καταστήματα με τουριστικά είδη και η είσοδος τόσο στον δρόμο όσο και στο κάστρο ήταν δωρεάν. Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος ορδές τουριστών άρχισαν να κατακλύζουν τον στενό δρόμο, στον οποίο δεν μπαίνεις πλέον δωρεάν, ενώ συχνά μπροστά στην είσοδο σχηματίζονται τεράστιες ουρές. Τον καιρό του Κάφκα στην Οδό των Αλχημιστών έμεναν οι φτωχοί της πόλης. Τώρα δεν μένει πλέον κανείς. Ο δρόμος παραδόθηκε στον τουρισμό. Είναι σαν να διαψεύδουν τον κορυφαίο συγγραφέα που έλεγε πως «στη σύγκρουση με τον κόσμο να είσαι με τον κόσμο».
Ο Δημ. Στ. Δήμου και ο Κάφκα
Σκεφτόμουν φεύγοντας την επίδραση του Κάφκα στην ελληνική λογοτεχνία και ιδίως στην πεζογραφία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αν και για πρώτη φορά μεταφράστηκε από τον αείμνηστο Δημ. Στ. Δήμου (που είχα την τύχη να τον γνωρίσω) τη δεκαετία του 1930 στο περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες. Σχεδόν όλα τα κείμενά του που κυκλοφορούν στα γερμανικά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν μεταφραστεί στη χώρα μας. Και δεν υπάρχει ούτε ένα πεζογραφικό είδος στο οποίο να μην έδωσε έργο: στο μυθιστόρημα, στη νουβέλα, στο διήγημα, ακόμη και στο πολύ μικρό διήγημα, της μισής ή της μιας σελίδας, το οποίο έχει μακρά παράδοση στην Ιαπωνία και στην Κίνα, που ο Κάφκα δεν τις επισκέφθηκε ποτέ, κι όμως έγραψε εκείνη την τρομερή αλληγορία Χτίζοντας το Μέγα Σινικόν Τείχος.
Δεν θα το φανταζόταν πως θα τον έθαβαν στον ίδιο τάφο με τον σκληρό πατέρα του Χέρμαν, για τον οποίο έγραψε εκείνο το απίστευτο Γράμμα στον πατέρα, που ερμηνεύθηκε από μερικούς φροϋδικά, ως ένα είδος τραυματικής νεύρωσης, κι από άλλους ως πηγή αυτογνωσίας και αδυναμίας του ατόμου να σταθεί απέναντι στην απόλυτη εξουσία.
Το «ανώφελο πάθος» για τη ζωή
Αν κρίνει όμως κανείς από τις αμέτρητες αναλύσεις που έχουν γραφτεί, καταλήγει πως δεν υπάρχει ένας αλλά πολλοί Κάφκα, ανάλογα με την οπτική γωνία από την οποία τον εξετάζει κανείς. Οι αμφιβολίες όμως και οι αμφιθυμίες του, όπως εκφράζονται στις επιστολές του στη Φελίτσε, με την οποία αρραβωνιάστηκε και χώρισε δύο φορές, αλλά και στη Μίλενα Γεσένκα, με την οποία είχε ερωτικό δεσμό, δεν ακυρώνουν αλλά επιβεβαιώνουν το πάθος του για ζωή, έστω κι αν ήταν ένα πάθος ανώφελο. Ο κατοπινός αφορισμός του Σαρτρ ότι «ο άνθρωπος είναι ένα ανώφελο πάθος» μοιάζει σαν να προέρχεται ευθέως από τον Κάφκα.
Από εκείνη τη χρονιά που επισκέφθηκα τον τάφο του, το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε και το νούμερο 22 της Οδού των Αλχημιστών πέρασαν χρόνια. Στο μεταξύ οι πάντες αναρωτιούνταν τι είχαν γίνει τα χειρόγραφά του που, απιστώντας στο αίτημά του να τα καταστρέψει, ο επιστήθιος φίλος του Μαξ Μπροντ τα έβγαλε σε μια βαλίτσα από την Πράγα λίγο πριν μπουν τα ναζιστικά στρατεύματα στην πόλη και τα πήρε μαζί του στην Παλαιστίνη όπου μετανάστευσε. Ο Μπροντ άρχισε να τα εκδίδει ως γνωστόν σιγά-σιγά, κι εκείνος ήταν που καθιέρωσε παγκοσμίως τον Κάφκα ως μεγάλο συγγραφέα.
Η «άλλη δίκη του Κάφκα»
Ο Μπροντ, που πέθανε το 1968, παρέδωσε τα χειρόγραφα του Κάφκα που κατείχε στη γραμματέα του, Εστερ Χόφερ, με την εντολή να τα παραδώσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ. Η συνέχεια της ιστορίας μοιάζει με καφκικό μυθιστόρημα, σε σημείο που πολλοί, εξαιτίας των μακροχρόνιων δικών που ακολούθησαν, να την ονομάσουν «η άλλη δίκη του Κάφκα». Η Χόφερ όχι μόνο δεν υπάκουσε, παρά κράτησε τα χειρόγραφα, άλλα στο διαμέρισμά της στο Τελ Αβίβ και άλλα σε θυρίδες τραπεζών στο Ισραήλ και στην Ελβετία. Το 1988 έβγαλε παράνομα από το Ισραήλ το χειρόγραφο της Δίκης, που μπήκε σε πλειστηριασμό και πουλήθηκε για 2 εκατομμύρια δολάρια. Η Χόφερ πέθανε το 2008 στα 101 της χρόνια, έχοντας παραδώσει τα χειρόγραφα στις δύο θυγατέρες της. Τότε κινήθηκαν οι ισραηλινές αρχές και ζήτησαν να δοθούν τα χειρόγραφα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, σύμφωνα με την εντολή του Μπροντ. Οι δύο γυναίκες αρνήθηκαν και άρχισε ένας μακροχρόνιος δικαστικός αγώνας. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ αποφάσισε να παραδοθούν τα χειρόγραφα στη Βιβλιοθήκη και η αστυνομία έλαβε εντολή να μπει στο διαμέρισμα της Χόφερ και να τα κατασχέσει. Εκεί, προς μεγάλη τους έκπληξη, οι αστυνομικοί ανακάλυψαν ότι κάποια χειρόγραφα βρίσκονταν μέσα σ’ ένα αχρησιμοποίητο ψυγείο και σε άλλα είχαν κάνει γρατζουνιές οι αμέτρητες γάτες που διατηρούσε η Χόφερ.
Η ιστορία όμως δεν σταμάτησε εδώ. Σύμφωνα με τους Ισραηλινούς, αφού ο Κάφκα ήταν εβραϊκής καταγωγής, τα χειρόγραφά του αποτελούσαν μέρος της εβραϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς και έπρεπε να βρίσκονται στο Ισραήλ – κι αυτό είναι ανεξάρτητο από το γεγονός ότι το έργο του είναι παγκόσμιας ακτινοβολίας και άρα ανήκει στην ανθρωπότητα. Τι θα γινόταν όμως με τα χειρόγραφα που τα είχε βγάλει η Χόφερ παράνομα από το Ισραήλ και βρίσκονταν στην Ελβετία και στη Γερμανία; Οι Γερμανοί ιδιαίτερα έλεγαν πως αφού ο Κάφκα έγραφε στα γερμανικά τα έργα του – άρα και τα χειρόγραφά του – ανήκαν στη γερμανόφωνη λογοτεχνία και επομένως ορθώς είχαν μεταφερθεί (όσα είχαν μεταφερθεί) στη Γερμανία. Το ισραηλινό κράτος αποδύθηκε σ’ έναν μακρόχρονο διεθνή δικαστικό αγώνα και κέρδισε όλες τις δίκες, με αποτέλεσμα πολλά από τα χειρόγραφα που είχαν βρεθεί σε άλλες χώρες να επιστρέψουν στο Ισραήλ και η υπόθεση αυτή, που παρέμενε επί δώδεκα χρόνια ανοιχτή, να κλείσει μόλις το 2019.
Ταξιδιωτικά κείμενα ενός τραγικού κωμωδού
Τα χειρόγραφα, που αποτελούν πλέον το αρχείο Κάφκα στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, άρχισαν αμέσως μετά την παραλαβή τους να ψηφιοποιούνται παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες στους μελετητές αλλά και στα εκατομμύρια των θαυμαστών του συγγραφέα σε όλον τον κόσμο. Περιέχουν, ανάμεσα σε άλλα, τρεις εκδοχές του διηγήματός του Προετοιμασίες ενός γάμου, ένα σημειωματάριο στο οποίο έγραφε ασκήσεις όταν προσπαθούσε να μάθει εβραϊκά, πλήθος επιστολές στον Μπροντ και σε άλλους φίλους του, σχέδια και σημειώσεις τις οποίες κρατούσε για τον εαυτό του και – κάτι που ως τώρα δεν ήταν γνωστό – ταξιδιωτικά κείμενα. Γιατί ο Κάφκα δεν ήταν ο νευρωτικός και μονήρης τύπος, όπως μας έχουν συνηθίσει, αλλά ένας τραγικός κωμωδός, για να χρησιμοποιήσω τον χαρακτηρισμό που αποδίδεται στον Μπέκετ. Το εμφανέστερο επί του προκειμένου έργο του είναι η κωμικοτραγική νουβέλα του Η μεταμόρφωση, όπου ο κεντρικός ήρωας ξυπνάει ένα πρωί και διαπιστώνει ότι έχει μεταμορφωθεί σε σκαθάρι που έχει μέγεθος ανθρώπου. Δεν θα μάθουμε μάλλον ποτέ τι περιείχαν τα χειρόγραφα του Κάφκα που κατάσχεσε η Γκεστάπο κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στην Τσεχοσλοβακία. Κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν καταστραφεί. Και δεν θα ήταν διόλου λίγα.
Το «αντίο» από τη Γεσένκα
Ο Κάφκα ήταν 41 ετών όταν πέθανε. Ο γερμανόφωνος κόσμος τον αποχαιρέτησε στα έντυπά του με τρόπο συγκινητικό. Για τους τσέχους συγγραφείς και για τον υπόλοιπο κόσμο ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος. Μόνο η παλιά του αγάπη Μίλενα Γεσένκα, που θα πέθαινε αργότερα σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον αποχαιρέτησε στη συντηρητική «Narodny Listy» στις 5 Ιουνίου 1924 γράφοντας πως τα έργα του «αντανακλούν την ειρωνεία και το προφητικό όραμα ενός ανθρώπου ο οποίος ήταν καταδικασμένος να βλέπει τον κόσμο με τέτοια εκτυφλωτική καθαρότητα που τον έβρισκε ανυπόφορο». Τέτοιος ήταν ο κόσμος όχι μόνο της αψβουργικής μοναρχίας αλλά και εκείνος που τον διαδέχθηκε. Γι’ αυτό και ο Φραντς Κάφκα παραμένει εκπληκτικά επίκαιρος.
Την επόμενη Κυριακή:
Ο Εντγκαρ Αλαν Πόου και η Νέα Υόρκη.