Το βράδυ της 19ης Οκτωβρίου 1904 το τρένο από τη Ζυρίχη για την Τεργέστη έκανε μια στάση στην πόλη Λάιμπαχ (τη σημερινή Λιουμπλιάνα, πρωτεύουσα της Σλοβενίας). Το νεαρό ζευγάρι (εκείνος 22 ετών και εκείνη 20), που πήγαινε στην Τεργέστη, νόμισε ότι είχε φτάσει στον προορισμό του και βγήκε από την πλατφόρμα 1 του σιδηροδρομικού σταθμού έξω στην πόλη για να διαπιστώσει σύντομα πως έκανε λάθος. Οταν επέστρεψε στον σταθμό το τρένο είχε ήδη φύγει. Το ζευγάρι ήταν ο Τζέιμς Τζόις και η σύντροφός του Νόρα Μπάρνακλ που πέρασαν εκείνη τη νύχτα στο πάρκο περιμένοντας να ξημερώσει για να πάρουν το τρένο της επομένης. Την ιστορία την έμαθα τον Μάιο του 2016, όταν είχα αποφασίσει να πραγματοποιήσω για τρίτη φορά τον λεγόμενο «περίπατο Τζόις», συμπεριλαμβάνοντας τώρα και μια επίσκεψη στο σπίτι στην Πόλα (ή Πούλα, που ανήκει σήμερα στην Κροατία) όπου έμενε για μικρό διάστημα προτού εγκατασταθεί στην Τεργέστη και περάσει εκεί δεκατρία χρόνια (από το 1904 ως το 1915 και από το 1918 ως το 1920), τα πιο κρίσιμα σε ό,τι αφορά τη συγγραφική του διαμόρφωση.
Φραγκίσκος Σορδίνας και Αμβρόσιος Ράλλης
Είχα όμως και έναν εξίσου σημαντικό λόγο: η Τεργέστη υπήρξε τόπος όπου έζησε και μεγαλούργησε ο ελληνισμός. Τι θα συνέβαινε, λόγου χάρη, αν δεν μεσολαβούσε στις αυστροουγγρικές αρχές ο κερκυραίος κόμης Φραγκίσκος Σορδίνας ώστε να δοθεί άδεια ό Τζόις να πάρει μαζί του το 1915 στη Ζυρίχη και τα δύο παιδιά που απέκτησε με τη Νόρα; Και άραγε θα ολοκλήρωνε αργότερα το μείζον έργο του, τον Οδυσσέα, που τον συνέλαβε στην Τεργέστη και έγραψε τα τρία πρώτα κεφάλαια εκεί; Ο Τζόις δεν ήταν τότε παντρεμένος με τη Νόρα και σύμφωνα με τις Αρχές δεν είχε δικαίωμα να πάρει μαζί του τα παιδιά. Επιπλέον, τα χρήματα για τη μετακόμιση (300 κορόνες) του τα δάνεισε ο βαρόνος Αμβρόσιος Ράλλης, ο μόνος από την Τεργέστη ο οποίος γράφτηκε συνδρομητής στην πρώτη έκδοση του Οδυσσέα που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1922.
Στην εξαίρετη βιογραφία του για τον Τζόις ο Ρίτσαρντ Ελμαν καλύπτει όλα τα περιστατικά της ζωής του, αλλά δίνει μεγαλύτερη σημασία στο Δουβλίνο και στο Παρίσι από ό,τι στην Τεργέστη. Σε ό,τι αφορά την παραμονή του Τζόις σ’ αυτό το σημαντικό λιμάνι, το «επίνειο της Βιέννης», όπως το θεωρούσαν οι Αυστριακοί, ο Ελμαν βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στις κάποτε ανακριβείς πληροφορίες του αδελφού του Τζόις, Στανίσλαου, και στην Τεργέστη πραγματοποίησε μόνο μία σύντομη επίσκεψη. Γι’ αυτό και κάποια λάθη στη βιογραφία του έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να διορθωθούν.
Τα 21 πρώτα χρόνια της ζωής του Τζόις ήταν μεν χρόνια εμπειριών, όχι όμως και συγγραφικής ωριμότητας. Και τα τελευταία 20 χρόνια του στο Παρίσι η ολοκλήρωση ενός έργου που είχε θεμελιωθεί στην Τεργέστη. Επρεπε να περάσει πολύς καιρός για να ανακαλύψουν οι μελετητές, αναλύοντας λεπτομέρειες στις περιγραφές του Οδυσσέα, πως αυτές, ενώ αναφέρονται στο Δουβλίνο, συχνά θυμίζουν Τεργέστη. Κάποτε μάλιστα είναι εκπληκτικές, όπως στο κεφάλαιο της «Κίρκης», όπου ο Τζόις προβάλλει στο Δουβλίνο εικόνες που παραπέμπουν ευθέως στην Τεργέστη. Ή όταν, πάλι στον Οδυσσέα, βάζει στο στόμα μιας πόρνης ένα «ποιηματάκι» πασίγνωστο στη διάλεκτο της Τεργέστης, την οποία είχε μάθει καλά.
Δεν είναι βέβαια συμπτωματικό που το πρότυπο του κεντρικού χαρακτήρα στον Οδυσσέα ήταν ο κορυφαίος συγγραφέας και φίλος του, Ιταλο Σβέβο. Ούτε και ότι το πρότυπο για την Αννα Λίβια Πλουράμπελε στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν (χρησιμοποιώ τον τίτλο της ελληνικής μετάφρασης του Finnegans Wake) υπήρξε η σύζυγος του Σβέβο. Ακόμη και σε τούτο το βιβλίο υπάρχει Τεργέστη, όπου ομιλούνταν εκείνα τα χρόνια τέσσερις γλώσσες: γερμανικά, ιταλικά, ελληνικά και η τριεστίνικη διάλεκτος. Από τις παραπάνω γλώσσες θα βρει λέξεις ο αναγνώστης, αν έχει την ιώβεια υπομονή να διεξέλθει αυτό το εξωφρενικό – και εν πολλοίς αδιάβαστο – αριστούργημα που ο Τζόις το έγραφε επί δεκαέξι χρόνια στο Παρίσι και εκδόθηκε το 1939. Αν για τον ίδιο ο Οδυσσέας ήταν βιβλίο της μέρας, η Αγρύπνια των Φίννεγκαν ήταν βιβλίο της νύχτας. Αλλά βέβαια και του ονείρου και της μέθης.
Μια πόλη «στο πουθενά»
Σ’ αυτή την πόλη που σήμερα μοιάζει, σύμφωνα με την Τζαν Μόρις, «να βρίσκεται στο πουθενά,» ο Τζόις έγραψε, εκτός από τα τρία πρώτα κεφάλια του Οδυσσέα και μερικά ποιήματα, το θεατρικό έργο Οι εξόριστοι, ολοκλήρωσε το βιβλίο με τα διηγήματα των Δουβλινέζων, έγραψε το εξαίσιο Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία, μια σειρά άρθρων για την τοπική εφημερίδα Piccolo della Sera και το εκτενές ποίημα σε πρόζα Τζιάκομο Τζόις. Η πολυεθνική Τεργέστη έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στη ζωή αλλά και στο έργο αυτού του απίστευτου δημιουργού που, καθώς λένε, «έγραψε μόνον αριστουργήματα». Ο φίλος συγγραφέας Ερικ Χολμς Σνάιντερ, ο οποίος ζει μόνιμα στην Τεργέστη και υπήρξε διευθυντής του Μουσείου Τζόις που ιδρύθηκε το 2004, μου είπε ένα βράδυ πως ενώ κατά τον 19ο αιώνα τα βιβλία ακολουθούσαν τους συγγραφείς τους, στον Τζόις συνέβη το αντίθετο: αυτός ακολουθούσε τα βιβλία του. Ετσι, και ο «περίπατος Τζόις» στην Τεργέστη είναι πολύ πιο συναρπαστικός για όποιον γνωρίζει το έργο του συγγραφέα πριν τον πραγματοποιήσει.
Κανενός συγγραφέα του 20ού αιώνα η ζωή δεν αναλύθηκε και στην παραμικρότερη λεπτομέρειά της όσο του Τζόις. Και ωστόσο, ακόμη και η βιογραφία του Ελμαν δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική, ίσως γιατί οριστική βιογραφία για τον Τζόις δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Απόδειξη ότι ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθούν να έρχονται στο φως νέα στοιχεία.
Ο Τζόις και ο Ναός του Αγίου Νικολάου
Ξεκίνησα τον περίπατό μου από την προκυμαία, όπου βρίσκεται ο θαυμάσιος ελληνορθόδοξος Ναός του Αγίου Νικολάου. Δίπλα του τελειώνει η οδός San Nicolo, όπου στο Νο 30 έμενε ο Τζόις από την 1η Μαΐου 1905 ως τις 24 Φεβρουαρίου 1906. Στο ισόγειο του ίδιου κτιρίου βρισκόταν και το βιβλιοπωλείο του φίλου του ποιητή Ουμπέρτο Σάμπα, που υπάρχει και σήμερα. Από εκεί προμηθεύτηκα το εξαιρετικά χρήσιμο βιβλίο James Joyce. Itinerari Triestini του Ρέντσο Κριβέλι του Laboratorio Joyce στο Πανεπιστήμιο της Τεργέστης. Είναι ένας εξαιρετικός και διόλου τουριστικός οδηγός. Αργότερα, από τον Μάρτιο ως τον Νοέμβριο του 1907, στο Νο 32 του ίδιου δρόμου ο Τζόις έμενε μαζί με τον αδελφό του, Στανίσλαο, στον 3ο όροφο. Στον Ναό του Αγίου Νικολάου ο συγγραφέας πήγαινε συχνά, όχι μόνο γιατί βρισκόταν κοντά στο σπίτι του αλλά και γιατί τον είχε εντυπωσιάσει η ορθόδοξη λειτουργία: η τελετουργία, η θεατρικότητα, οι ψαλμωδίες και ο μυσταγωγικός της χαρακτήρας. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε μπροστά στην εκκλησία ο σημερινός δρόμος και ο ναός ήταν πάνω στην προκυμαία, για να μπορούν τα πληρώματα των ελληνικών πλοίων, που ήταν αραγμένα εκεί, να παρακολουθούν από τις πλώρες των πλοίων τους τη Θεία Λειτουργία.
Μετακομίσεις, περιπλανήσεις και δανεικά
Ο Τζόις βέβαια είχε στενή σχέση με κάποιους από τους επιφανέστερους Ελληνες της πόλης, που υπήρξαν μαθητές του, τόσο αυτοί όσο και οι σύζυγοι και τα παιδιά τους, στη Σχολή Μπέρλιτζ όπου δίδασκε αγγλικά. Τα οικονομικά του ήταν κατά κανόνα σε άθλια κατάσταση και δανειζόταν χρήματα συνεχώς: από τον αδελφό του Στανίσλαο, από γνωστούς και φίλους, ακόμη κι από τους μαθητές του. Γι’ αυτό και μετακόμιζε πολύ συχνά, όταν χρωστούσε το νοίκι. Οι διαρκείς μετακομίσεις, η περιπλάνηση και η εξορία σημάδεψαν τη ζωή του. Από την αρχή ακόμη, όταν το βράδυ της 20ής Οκτωβρίου του 1904 έβγαινε με τη Νόρα από τον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και την άφηνε σ’ ένα παγκάκι στο απέναντι πάρκο να τον περιμένει με τις βαλίτσες τους προκειμένου εκείνος να ψάξει για ξενοδοχείο να περάσουν τη νύχτα. Περνώντας από την Piazza Unita μπήκε σ’ ένα μπαρ για να πάρει πληροφορίες από κάποιους ναύτες που ήταν μέσα και μιλούσαν αγγλικά. Σχεδόν αμέσως εισέβαλε η αστυνομία και τους συνέλαβε όλους. Επενέβη, αν και με πολλούς δισταγμούς, ο βρετανός πρόξενος και οι αστυνομικοί ελευθέρωσαν τον Τζόις.
Μια «ναυτική Σιβηρία»
Την άλλη μέρα στη Σχολή Μπέρλιτζ του είπαν πως θέση γι’ αυτόν δεν είχαν αλλά μπορούσαν να τον στείλουν σε μια άλλη πόλη, την Πόλα (τη σημερινή Πούλα, όπως είπαμε παραπάνω). Το λιμάνι της Πόλα εξυπηρετούσε το αυστριακό Ναυτικό και οι μαθητές του Τζόις ήταν άξεστοι στρατιωτικοί και ναύτες. Ο Τζόις έπιασε ένα σπίτι χωρίς θέρμανση και ήταν δυστυχής τους λίγους μήνες που έμεινε σ’ εκείνη τη «ναυτική Σιβηρία», όπως την έλεγε. Επισκέφθηκα την Πόλα πριν από πέντε χρόνια. Το παλιό κτίριο της Σχολής Μπέρλιτζ είναι σήμερα ξενοδοχείο. Δίπλα ακριβώς, στο καφέ-μπαρ Uliks (Οδυσσέας), σ’ ένα από τα τρία τραπεζάκια της βεράντας βρίσκεται το μπρούντζινο άγαλμα του Τζόις, που καθισμένος σ’ ένα από αυτά με τον αριστερό αγκώνα στηριγμένο στο τραπέζι ατενίζει τη ρωμαϊκή πύλη που βρίσκεται εκατό μέτρα μπροστά.
«Αχ, Τεργέστη, μου έφαγες τα σωθικά»
Στα άλλα δύο αγάλματα που ξέρω, στην Τεργέστη και στο Δουβλίνο, ο Τζόις είναι όρθιος. Προτιμώ τη μελαγχολία που αποπνέει το άγαλμα της Τεργέστης πάνω στη γέφυρα του Κανάλ Γκράντε και όχι την υπεροψία του αντίστοιχου στο Δουβλίνο. Ταιριάζει και με την πόλη άλλωστε, για την οποία γράφει στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν: «Αχ τριέστι, τριέστι, τα σωθικά μου έφαγες». Την ίδια πόλη που σε επιστολή του στη Νόρα την αποκαλούσε «η αγαπημένη μας Τεργέστη», με τις εικόνες της να τον μεταφέρουν μνημονικά, ιδιαίτερα στους νυχτερινούς του περιπάτους, σε παρόμοιες εικόνες του Δουβλίνου. Το Κανάλ Γκράντε τον παρέπεμπε στον ποταμό Λίφι της γενέθλιας πόλης του. Ανδρες και γυναίκες που συναναστράφηκε στην Τεργέστη περνούν σε όλα τα βιβλία του και έχουν εντοπιστεί από τους νεότερους μελετητές. Αν αυτά τα ξέρεις, ο «περίπατος Τζόις» παίρνει άλλες διαστάσεις στη συνείδηση και στη φαντασία σου και η σημερινή Τεργέστη μεταμορφώνεται και επιστρέφει στο παρελθόν της. Συνήθως από τη ζωή του συγγραφέα πηγαίνει κανείς στα βιβλία του. Με τον Τζόις δεν συμβαίνει το ίδιο. Οταν μετά τον περίπατο επιστρέφεις στα βιβλία, εκείνα αποκτούν άλλη διάσταση, ενώ κι η πόλη μοιάζει να μεταμορφώνεται στη σκιά της.
Τζόις, Σβέβο και Μαρινέτι
Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι έρευνες που αφορούν τη σχέση του Τζόις με τους φουτουριστές. Η Τεργέστη άλλωστε ήταν μια πόλη στην οποία οι φουτουριστές διοργάνωσαν κάποιες από τις πλέον επεισοδιακές βραδιές τους. Διάσημη υπήρξε μια τέτοια βραδιά (serata) στις 12 Ιανουαρίου 1910. Αρκετοί φουτουριστές της Τεργέστης υπήρξαν φίλοι του Τζόις. (Το 1999 μάλιστα, στο περιοδικό James Joyce Quarterly που εκδίδεται από τον Πανεπιστήμιο της Τούλσα, ο Τζον Μακ Κουρτ του Πανεπιστημίου της Τεργέστης εντοπίζει ομοιότητες ανάμεσα στο ύφος των φουτουριστών και σ’ εκείνο του Τζόις.)
Πριν από τέσσερα χρόνια ο Ερικ Χολμς Σνάιντερ, που γνωρίζει την Τεργέστη και το έργο του Τζόις όσο ελάχιστοι, εξέδωσε ένα ογκώδες βιβλίο με τίτλο Mare Grega γραμμένο σε ψευδο-τζοϊσικό και φουτουριστικό ύφος. Τη serata της 12ης Ιανουαρίου 1910 φέρει να την παρακολουθούν ο Τζόις και ο Σβέβο. Στο τέλος, μαζί με τον «πάπα» των φουτουριστών, Τομάζο Μαρινέτι, πηγαίνουν σε μια ταβέρνα και καταλήγουν σε κάποιο πορνείο όπου διεξάγεται ένας επεισοδιακός διάλογος των τριών τους με τις πόρνες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει κάποια από την Πράγα ονόματι Mare Grega, η φωτογραφία της οποίας φιγουράρει στο εξώφυλλο του βιβλίου που είναι μεν γραμμένο στ’ αγγλικά αλλά βρίθει λέξεων και φράσεων από τα ιταλικά, τα σλοβενικά και τη διάλεκτο της Τεργέστης. Αν ζούσε ο Τζόις και το διάβαζε, φαντάζομαι ότι θα χαμογελούσε διαπιστώνοντας πως το λογοτεχνικό του αποτύπωμα δεν πρόκειται να σβήσει.
Μετά τον περίπατο κάθισα στο Caffe degli Specchi (το Καφενείο με τους καθρέφτες) στην Piazza Unita, που η Μαρία Θηρεσία ήθελε να είναι μεγαλύτερη και καλύτερη από την αντίστοιχη της Βενετίας. Αναρωτιόμουν: πόσοι από όσους παίρνουν τον καφέ ή το ποτό τους στο υπέροχο Caffe degli Specchi γνωρίζουν πως το έχτισε ο έλληνας μεγαλέμπορος Νικόλαος Στρατής; Αν βγεις από εκεί στην προκυμαία, στα αριστερά σου συναντάς το εξαιρετικό Caffe Tomasseo, το παλαιότερο στην πόλη (άνοιξε το 1825), όπου συναντιούνταν συχνά ο Τζόις και ο Σβέβο. Εδώ έγραψε ο Κλάουντιο Μάγκρις τον Δούναβη – από τα πιο διάσημα βιβλία του. Από εδώ πέρασε ο Σταντάλ και ο Κάφκα. Για τον Κάφκα και την Πράγα, όμως, την επόμενη Κυριακή.